Η Ελλάδα γίνεται επενδυτικό «top pick» στον ευρωπαϊκό Νότο

Η Ελλάδα γίνεται επενδυτικό «top pick» στον ευρωπαϊκό Νότο

Από το 27% του 2012, στο 14% του 2015 και χθες κάτω από το 1%. Είναι το επιτόκιο που ζητούν στο πέρασμα του χρόνου οι επενδυτές για να δανείσουν το ελληνικό Δημόσιο για 20 χρόνια. Το επιτόκιο δεν είναι απλώς ένα νούμερο που μεταφράζεται σε απόδοση στις τσέπες των επενδυτών. Είναι ένας αντικατοπτρισμός του κινδύνου που εμφανίζει η χώρα μας, το γνωστό «country risk» που ακούγαμε τα χρόνια των μνημονίων και του αποκλεισμού από τις αγορές.

Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας για 20 χρόνια υποχώρησε χθες κάτω από το επίπεδο του 1% και κάτω από το αντίστοιχο επιτόκιο που δανείζεται η Ισπανία, πολύ κάτω από το επιτόκιο της Ιταλίας, ενώ πολύ γρήγορα επέρχεται σύγκλιση και με την Πορτογαλία. Πρόκειται για μία εξέλιξη που αν και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε τεχνικού χαρακτήρα παράγοντες, αντιτίθεται στην τάση αύξησης των αποδόσεων που κυριαρχεί τελευταία.

Σήμερα, λοιπόν, οι επενδυτές ζητούν μικρότερο επιτόκιο από την Ελλάδα απ’ ότι από την Ιταλία και από την Ισπανία, ενώ η ψαλίδα κλείνει… απειλητικά με την Πορτογαλία, ακόμα και με την Ιρλανδία. Η Ελλάδα πλησιάζει τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, προσπερνάει Ιταλία και Ισπανία και κάνει το πρώτο βήμα για την επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα.

Αυτό συμβαίνει διότι η ελληνική οικονομία ακριβώς επειδή προέρχεται από μία πολύ μεγάλη κρίση που οι υπόλοιπες χώρες δεν βίωσαν σε τέτοια έκταση και δεν πρόλαβε καν να ανακάμψει ουσιαστικά πριν ξεσπάσει η πανδημία, σκοπεύει να αξιοποιήσει στο έπακρο τους ευρωπαϊκούς πόρους αλλά και να εφαρμόσει μία σειρά μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν πιο εύκολο το επιχειρείν και θα συμβάλλουν στην εισροή επενδυτικών κεφαλαίων.

«Μην εκπλαγείτε αν τους επόμενους μήνες και χρόνια η Ελλάδα αποτελέσει την κορυφαία επενδυτική επιλογή στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, που συνεπάγεται ότι θα αφήσει πίσω της χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία από πλευράς επενδυτικού ενδιαφέροντος», σημειώνει με νόημα διαχειριστής κεφαλαίων μεγάλου οίκου που εδρεύει στο City του Λονδίνου και ο οποίος θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του. Είναι θέμα εμπιστοσύνης, τονίζει. Όσο η επενδυτική κοινότητα καταλαβαίνει ότι η αξιοπιστία της χώρας ενισχύεται τόσο θα κοιτάζει πιθανές ευκαιρίες.

Ο ίδιος εκτιμά ότι είναι θέμα χρόνου το ενδιαφέρον αυτό να περάσει μέσα από το χρηματιστήριο. «Μπορεί το Χρηματιστήριο της Αθήνας να περνάει φάση θερινής ραστώνης, μην έχοντας ακόμη καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη βελτίωση του κλίματος για την Ελλάδα, όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να εμφανίζει σημαντικές αδυναμίες για τις οποίες απαιτούνται οι κατάλληλες μεταρρυθμίσεις», προσθέτει για να συμπληρώσει: «Όσο θα εφαρμόζεται το Σχέδιο Ανάκαμψης και θα υλοποιούνται οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, τόσο θα αυξάνονται οι εισροές επενδυτικών κεφαλαίων».

Σύμφωνα, μάλιστα, με τον έμπειρο διαχειριστή κεφαλαίων, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων είναι ενδεχομένως σημαντικότερη ακόμη και από την αξιοποίηση των πόρων. Διότι αν η Ελλάδα καταφέρει να γίνει φιλικός επιχειρηματικός προορισμός, οι εισροές ιδιωτικών κεφαλαίων θα είναι τέτοιες που μπορούν να κλείσουν εντελώς το επενδυτικό κενό της χώρας.

Επιστρέφοντας στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, αξίζει να πούμε ότι το spread του ελληνικού 20ετούς με της Ιρλανδίας, η διαφορά δηλαδή μεταξύ των αποδόσεων ομολόγων αντίστοιχης ωρίμανσης, υποχώρησε στις συναλλαγές της Δευτέρας έως τις 35 μονάδες βάσης ή 0,35 ποσοστιαίες μονάδες (0,98% έναντι 0,63%) όταν στο τέλος του 2019 το spread ξεπερνούσε τις 150 μ.β. (1,89% έναντι 0,30%).

Ακόμη και σε σύγκριση με τα γερμανικά ομόλογα που είναι τα ομόλογα αναφοράς στην Ευρωζώνη, το spread του 20ετούς έπεσε κάτω από τις 100 μονάδες βάσης, στο επίπεδο δηλαδή που βρίσκεται και το spread του 10ετούς. Για να καταλάβουμε τι ακριβώς έχει συμβεί αρκεί να πούμε ότι ακόμη και το καλοκαίρι του 2018, που είχαν περάσει τρία ολόκληρα χρόνια από το δημοψήφισμα και την αναταραχή του 2015, το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας για 20 χρόνια ήταν 5,3%, της Ιρλανδίας 1,5%, της Ισπανίας 2% και της Ιταλίας 3,7%.