«Γιατί να πληρώνω περισσότερες εισφορές υγείας αφού έχω τις ίδιες παροχές με όλους;»

«Γιατί να πληρώνω περισσότερες εισφορές υγείας αφού έχω τις ίδιες παροχές με όλους;»

Το συγκεκριμένο ερώτημα δεν θα το βρει ο αναγνώστης με αυτό τον τρόπο διατυπωμένο στο «σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία» που συνέταξε η Επιτροπή υπό τον νομπελίστα Χριστόφορο Πισσαρίδη.

Ο προσεκτικός αναγνώστης όμως θα το βρει το ερώτημα μέσα στις γραμμές. Ακόμη και στο κείμενο συμπερασμάτων στο οποίο η Επιτροπή εισηγείται: «μείωση του βάρους στη μισθωτή εργασία με συνδυαστικά μέτρα όπως (α) μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (για παράδειγμα μέσω ενός σταθερού ποσού εισφορών υγείας για όλους τους εργαζόμενους), (β) απάλειψη της «εισφοράς αλληλεγγύης», και (γ) μείωση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος».

Το β’ μέτρο η κυβέρνηση το υιοθέτησε ήδη έστω και ως προσωρινό μέτρο με ημερομηνία λήξεως την 31/12/2021. Για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, δρομολογήθηκε η επίσης προσωρινή (αλλά με προοπτική να μονιμοποιηθεί εφόσον τα δημοσιονομικά δεδομένα το επιτρέψουν) μείωση του συνολικού συντελεστή υπολογισμού των εισφορών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.

Η Επιτροπή Πισσαρίδη όμως έρχεται να προτείνει κάτι διαφορετικό: «σταθερό ποσό εισφορών υγείας για όλους τους εργαζόμενους» (αντί για το σταθερό ποσοστό εισφορών υγείας για όλους τους εργαζόμενους) που ισχύει σήμερα. Ιδού λοιπόν πώς γεννάται το δίλημμα. Για να ταχθεί κάποιος υπέρ ή κατά της επιβολής ενός σταθερού ποσού (και όχι ποσοστού) ως εισφορά υπέρ υγείας θα πρέπει να τοποθετηθεί επί του εξής θέματος: Σταθερό ποσό σημαίνει ότι ο υψηλόμισθος και ο χαμηλόμισθος θα πληρώνουν ακριβώς τα ίδια γιατί θα έχουν πρόσβαση και σε ακριβώς την ίδια υπηρεσία.

Με το ισχύον σύστημα, ο ΕΟΠΥΥ δεν προσφέρει μονόκλινο στον υψηλόμισθο και τετράκλινο στον χαμηλόμισθο. Ούτε υπάρχουν διαφορετικές παροχές σε είδος ούτε διαφορετικά ποσοστά συμμετοχής στα φάρμακα. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα. Η διαφορά είναι ο υψηλόμισθος πληρώνει αναλογικά περισσότερα για την ίδια υπηρεσία. Και αυτό διότι με το ισχύον σύστημα, οι παροχές υγείας χρεώνονται με ένα ποσοστό επί του μισθού (περίπου 7%). Με λίγα λόγια, το ισχύον σύστημα λειτουργεί να αναδιανεμητικά καθώς ο έχων μεγαλύτερο μισθό πληρώνει περισσότερο προκειμένου να μην επιβαρυνθεί πέραν των οικονομικών του δυνατότητων ο χαμηλόμισθος. Θέλουμε λοιπόν ή δεν θέλουμε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση; Πρέπει να γίνεται αναδιανομή και μέσα από τον μηχανισμό υγειονομικής περίθαλψης ή αυτό είναι… δουλειά της φορολογικής πολιτικής; Όταν αυτό το ερώτημα θα φύγει από τη σφαίρα της θεωρητικής συζήτησης και θα γίνει αντικείμενο ποσοτικοποιημένης έρευνας, είναι πολύ πιθανό να προκύψει ότι ο χαμηλόμισθος των 750 ευρώ μεικτά θα πρέπει να πληρώνει περισσότερα από τα περίπου 60-70 ευρώ που καταβάλλει σήμερα προκειμένου να είναι καλυμμένος. Προφανώς αυτή δεν είναι στενά οικονομική συζήτηση αλλά ένα βαρύ πολιτικό ζήτημα. Πώς βάζεις στο τραπέζι θέμα μείωσης καθαρού εισοδήματος των χαμηλόμισθων με το ΑΕΠ να έχει βουλιάξει στα επίπεδα του 2002-2003;

Από την άλλη, η πρακτική του «ίσες ασφαλιστικές εισφορές υγείας για όλους» δεν είναι ένα θέμα που υπάρχει μόνο στη σφαίρα της θεωρίας. Έχει ήδη γίνει πράξη για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους. Μετά την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των εισφορών, ο επαγγελματίας που καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές με βάση την πρώτη κλίμακα των 200 και κάτι ευρώ, πληρώνει τα ίδια για την υγειονομική περίθαλψη με αυτόν που πληρώνει 500 ή 600 ευρώ τον μήνα. Η διαφορά του ποσού αφορά αποκλειστικά και μόνο στις εισφορές που αφορούν στον υπολογισμό της σύνταξης.