Εγκαταλείπουν τον Ερντογάν οι ξένοι επενδυτές

Εγκαταλείπουν τον Ερντογάν οι ξένοι επενδυτές

Την ώρα που η απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων διεθνώς, στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας δείχνουν ότι η φυγή ξένων επενδυτών από τη χώρα έχει επιταχυνθεί τους τελευταίους μήνες και αν συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό τότε το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης κινδυνεύει να… στερέψει από ξένα κεφάλαια μέσα στο 2021.

Οι τοποθετήσεις ξένων επενδυτών στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης βυθίστηκαν σε χαμηλό 16 ετών, σε μία σαφή ένδειξη ότι τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια γυρίζουν την πλάτη στον Ερντογάν μέσα στην πανδημία. Τα στοιχεία δείχνουν πως οι ξένοι επενδυτές έχουν «τραβήξει» από τις τουρκικές μετοχές 8 δισ. δολάρια από την αρχή του έτους, αποδεικνύοντας ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στους χειρισμούς του Τούρκου προέδρου, τόσο σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της πανδημίας αλλά και σε οικονομικό επίπεδο.

Οι ξένες συμμετοχές στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης περιορίστηκαν στα 24,4 δισ. δολάρια, έναντι 32,3 δισ. δολαρίων τον περασμένο Ιανουάριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2013 τα ξένα κεφάλαια στην τουρκική αγορά ανέρχονταν σε 82 δισ. δολάρια, που σημαίνει ότι μέσα σε 7 χρόνια έχουν μειωθεί κατά 70%. Είναι, μάλιστα, η πρώτη φορά σε διάστημα 16 ετών που οι ξένες συμμετοχές αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 50% των τουρκικών μετοχών.

Στη… φυγή των ξένων επενδυτών αναμφίβολα παίζει ρόλο το διεθνές περιβάλλον στην εποχή του κορονοϊού και της ακραίας αβεβαιότητας. Όμως σύμφωνα με αναλυτές, οι ανορθόδοξες οικονομικές αποφάσεις του Ερντογάν είναι αυτές που συμβάλλουν στο να αυξάνεται ο κίνδυνος των τουρκικών assets και κατ? επέκταση να μειώνεται το επενδυτικό ενδιαφέρον, αφού πια η Τουρκία δεν είναι τόσο ελκυστική όσο στο παρελθόν.

Όπως τόνισε στο πρακτορείο Arabnews,ο αναλυτής της Brown Brothers, Γουίν Θιν, η τουρκική κυβέρνηση… δυσκολεύει τη ζωή των ξένων επενδυτών καθώς βάζει διάφορα εμπόδια τα οποία δεν διώχνουν μόνο τα κερδοσκοπικά κεφάλαια αλλά και όσους θέλουν να επενδύσουν πραγματικά στην Τουρκία. Παράλληλα, τα θεμελιώδη της Τουρκίας δεν είναι πλέον το ίδιο ισχυρά όσο άλλων αναδυόμενων οικονομικών, σε μία συγκυρία που οι εκροές από τις αναδυόμενες αποτελεί μια γενικότερη τάση.

Την περασμένη Δευτέρα, το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης ανακοίνωσε την τρίμηνη απαγόρευση του short-selling για έξι από τους μεγαλύτερους επενδυτικούς οίκους στον κόσμο, τις JPMorgan, Goldman Sachs, Barclays, Merrill Lynch, Credit Suisse και Wood. Ανάλογες αποφάσεις έχουν ληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν , με πιο πρόσφατη την απαγόρευση συναλλαγών στην τουρκική λίρα για να σταματήσει η κατρακύλα της. Κύκλοι του Τούρκου προέδρου έχουν επανειλημμένα υποστηρίξει ότι μεγάλοι ξένοι παίκτες χειραγωγούν την αγορά και κερδοσκοπούν σε βάρος του τούρκικου λαού.

Με άλλα λόγια, όταν παρατηρούνται κινήσεις που δεν αρέσουν στον Ερντογάν ή δεν τον… βουλεύουν, οι τουρκικές Αρχές κάνουν ότι μπορούν για να «διώξουν» τους ξένους επενδυτές. Και επειδή ο Τούρκος πρόεδρος το έχει παρακάνει με τις απαγορεύσεις, η εταιρεία χρηματιστηριακών δεικτών MSCI προειδοποίησε τον περασμένο μήνα ότι θα υποβαθμίσει την Τουρκία από την κατηγορία των αναδυόμεων στην κατηγορία των «frontier markets», που στην ουσία είναι οι υπανάπτυκτες αγορές.

Τα 8 δις. - ή το 25% των ξένων τοποθετήσεων - που έκαναν φτερά από την Κωνσταντινούπολη μέσα στο 2020 αντανακλούν την αντίληψη που επικρατεί στην επενδυτική κοινότητα για τις ενέργειες του Ερντογάν και τις προοπτικές της τουρκικής οικονομίας, την ώρα που η Moody?s κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για μια νέα οικονομική κρίση.

Την περασμένη εβδομάδα η τουρκική λίρα υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει βρεθεί από τον Μάιο, όταν κατέγραψε ιστορικό χαμηλό, εξαιτίας των χειρότερων των εκτιμήσεων στοιχείων για τον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός τρέχει με 12,6% και τα συναλλαγματικά αποθέματα «στερεύουν», διαψεύδοντας πλήρως τον Ερντογάν που βλέπει εντυπωσιακή ανάκαμψη της οικονομίας. Αναλυτές προβλέπουν νέα πτώση της τουρκικής λίρας στους επόμενους μήνες για όλους αυτούς τους λόγους συν του γεγονότος ότι αυξάνεται το χρέος σε ξένο νόμισμα, εκτός και αν υπάρξει δημοσιονομική παρέμβαση.