Έφτασαν τα αντίδοτα στα μηδενικά επιτόκια, αλλά έχουν και ρίσκο

Έφτασαν τα αντίδοτα στα μηδενικά επιτόκια, αλλά έχουν και ρίσκο

Του Γιώργου Δασκαλόπουλου

«Παρελήφθησαν» τα …πρώτα αντίδοτα για τα μηδενικά επιτόκια που «ροκανίζουν» τις καταθέσεις, καθώς οι τράπεζες άρχισαν να παρουσιάζουν προτάσεις στους καταθέτες οι οποίοι πλέον απομακρύνονται από τις προθεσμιακές. Οι προτάσεις είναι ενδιαφέρουσες, δεν παύουν ωστόσο να είναι επενδυτικού χαρακτήρα, που για τους πελάτες των τραπεζών, συνεπάγονται την ανάληψη μικρού έστω ρίσκου.

Όπως ανέφερε το Liberal.gr την περασμένη εβδομάδα, το δίμηνο Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου θα φέρει τους καταθέτες αντιμέτωπους με ένα νέο κύμα μειώσεων στα επιτόκια καταθέσεων. Για τους μεν ανοικτούς λογαριασμούς, τα επιτόκια πρακτικά θα εκμηδενιστούν, ενώ για τους προθεσμιακούς θα μειωθούν κατά 50%, γεγονός που θα φέρει τα επιτόκια για τις καταθέσεις αυτές στο επίπεδο του 0,10% – 0,20%. Δεν είναι τυχαίο ότι οι προθεσμιακές καταθέσεις είναι μειωμένες κατά 645 εκατ. ευρώ από την αρχή του χρόνου, ενώ μόνο τον Οκτώβριο μάλιστα παρουσίασαν πτώση 573 εκατ. ευρώ. Για τους καταθέτες, την κατάσταση δυσχεραίνει το γεγονός ότι από την αρχή του νέου έτους θα «εξαφανιστούν» και τα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου με «στοίχημα», τα οποία ήταν το τελευταίο «καταφύγιο» των αποταμιευτών, για να επιτύχουν μια αξιοπρεπή απόδοση. Για τις τράπεζες, η «μόδα» αυτή των τελευταίων μηνών, αποδεικνύεται ασύμφορη και οι περισσότερες θα τα αποσύρουν σταδιακά.

Όλα αυτά χτύπησαν συναγερμό στις τράπεζες, οι οποίες ζήτησαν από τα επιτελεία τους να βρουν «αντίδοτα» προκειμένου να προσφέρουν στους πελάτες τους κάποιες αποδόσεις και να μην κινδυνεύσουν με απόσυρση καταθέσεων. Τα πρώτα τέτοια προϊόντα κυκλοφόρησαν από την εβδομάδα αυτή (από μία τουλάχιστον τράπεζα) και είναι διαθέσιμα στους καταθέτες.

Η κεντρική τους φιλοσοφία είναι επενδυτική. Δηλαδή, δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τα προγράμματα των private banking, έστω κι αν το ρίσκο θεωρείται χαμηλό. Τα περισσότερα προβλέπουν ένα διαμοιρασμό της κατάθεσης με διατήρηση ενός τμήματος σε μετρητά και τοποθέτηση του υπολοίπου κεφαλαίου σε χαρτοφυλάκια μετοχών και ομολόγων. Ο καταθέτης, όμως που πλέον γίνεται επενδυτής, αποδέχεται την πιθανότητα να έχει μικρές απώλειες στο αρχικό κεφάλαιο. Και αυτό ανάλογα με το ρίσκο που θα αναλάβει.

Η πιο συντηρητική πρόταση προβλέπει τη διατήρηση μετρητών στο επίπεδο του 73% και τοποθέτηση του υπολοίπου κεφαλαίου σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα (18%) και μετοχές εταιρειών από την Ευρώπη τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Στην περίπτωση αυτή το προσδοκώμενο κέρδος είναι χαμηλό και προβλέπεται να καλύπτει τον πληθωρισμό. Το ρίσκο όμως είναι εξίσου χαμηλό λόγω της πολύ χαμηλής μεταβλητότητας στο «πακέτο».

Ένα λιγότερο συντηρητικό πακέτο που στοχεύει σε μια ανώτερη απόδοση (πάνω απ τον πληθωρισμό και με ενίσχυση του κεφαλαίου) προβλέπει τη διατήρηση μετρητών στο επίπεδο του 45% και τοποθέτηση του υπολοίπου κεφαλαίου σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα (40%) και μετοχές εταιρειών από την Ευρώπη τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Μεγαλύτερες εν δυνάμει αποδόσεις, αλλά και έκθεση σε κίνδυνο διαμορφώνει ένα πακέτο που στηρίζεται ακόμη περισσότερο σε μετοχές. Εδώ, το μετρητό περιορίζεται στο 31%, ενώ η τοποθέτηση σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα διαμορφώνεται στο 32%, ενώ οι μετοχές ανεβαίνουν στο 36% περίπου του συνόλου της επένδυσης. Το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο θεωρείται μέσης μεταβλητότητας, «ποντάροντας» πλέον στις αποδώσεις τους μετοχικού τμήματος.

Για όσους επιθυμούν να αναλάβουν ένα μεγαλύτερο ρίσκο προσφέρεται ένα πακέτο που «παρακολουθεί» τις τάσεις της αγοράς και υπόσχεται αρκετά υψηλότερη απόδοση. Στην περίπτωση αυτή τα μετρητά παραμένουν στο 33%, αλλά η συμμετοχή σε ομόλογα περιορίζεται στο 13%, με τις μετοχές να παίρνουν τον κυρίαρχο «λόγο» στο χαρτοφυλάκιο με ποσοστό άνω του 50%.

Και στα τέσσερα προγράμματα, η προβλεπόμενη διάρκεια της επένδυσης είναι 2 με 3 χρόνια. Οι δε πελάτες των τραπεζών θα πρέπει να διαμορφώσουν και επενδυτικό προφίλ καταγράφοντας και το επίπεδο του ρίσκου που θέλουν να αναλάβουν.

Με δυο λόγια, οι καταθέτες που δεν θέλουν να δουν τις αποταμιεύσεις τους να φθείρονται, θα πρέπει εξελικτικά να περάσουν στην «επενδυτική εποχή». Αναλαμβάνοντας έτσι και το σχετικό ρίσκο.