Σε μία απευθείας διαπραγμάτευση δίχως να έχει προσυμφωνηθεί εκεχειρία και με τη Μόσχα να επιμένει να προτάσσει τα υποτιθέμενα «βασικά αίτια» της πλήρους κλίμακας εισβολής του 2022, ήτοι να απαιτεί την υποταγή της Ουκρανίας, ωθείται η κυβέρνηση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Η χθεσινή, άνω των δύο ωρών, τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν, εστιασμένη πέραν του Ουκρανικού σε μεγάλο βαθμό στις διμερείς σχέσεις και το εμπόριο, δεν επέφερε την κατάπαυση του πυρός στην οποία έχει καλέσει κατ’ επανάληψη ο Λευκός Οίκος τη ρωσική πλευρά, ούτε και υπήρξαν ανακοινώσεις που να χαράσσουν ένα χρονοδιάγραμμα για τη σιγή των όπλων.
Πέραν των δηλώσεων από αμφότερες τις πλευρές περί «εξαιρετικής», «εποικοδομητικής», «ουσιαστικής» και «ειλικρινούς» συζήτησης, είναι σαφές πως ελάχιστη πρόοδος έχει επιτευχθεί στο Ουκρανικό ζήτημα. Ο πρόεδρος Τραμπ ανήγγειλε την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ Μόσχας και Κιέβου για εκεχειρία και τερματισμό του πολέμου-πιθανώς και στο Βατικανό κατόπιν πρότασης μεσολάβησης του Πάπα Λέοντα- και τόνισε ότι η Ουκρανία και η Ρωσία έχουν την ευθύνη να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την εκεχειρία και τον τερματισμό του πολέμου.
Σημείωσε παράλληλα πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίζουν να πιέζουν αμφότερες τις πλευρές (παρότι η πίεση στη Μόσχα δεν είναι καθόλου ορατή) για τη λήξη του πολέμου, απομακρύνοντας -προς το παρόν τουλάχιστον- μία μεγάλη αγωνία του Κιέβου περί «αποσύνδεσης» της Ουάσινγκτον από τη διαδικασία με ό,τι αυτό θα συνεπάγονταν και για το μέλλον της αμερικανικής στρατιωτικής στήριξης στην ουκρανική αντίασταση.
Η εκδοχή του Ντόναλντ Τραμπ για τη συνομιλία φάνηκε αρκετά πιο αισιόδοξη σε σύγκριση με αυτήν του Βλαντιμίρ Πούτιν (ο οποίος μίλησε μόνο για μια «ενδεχόμενη μελλοντική ειρηνευτική συμφωνία) και στράφηκε στα οικονομικά οφέλη που θα είχε το τέλος του πολέμου. Ο Αμερικανός πρόεδρος έδωσε έμφαση στο ότι η Ρωσία επιθυμεί «εκτεταμένο εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες μόλις τελειώσει αυτό το καταστροφικό λουτρό αίματος» και δήλωσε ανοιχτός σε αυτή την προοπτική. «Υπάρχει μια τεράστια ευκαιρία για τη Ρωσία να δημιουργήσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας και πλούτο», ανέφερε απηχώντας τα όσα προφανώς του μετέφερε ο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Στις δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους ο Βλαντιμίρ Πούτιν μίλησε μεν περί πρόθεσης για την κατάρτιση ενός «μνημονίου» με την Ουκρανία για μία «πιθανή μελλοντική ειρηνευτική συμφωνία», μνημόνιο από το οποίο θα συναρτηθεί και η προοπτική εκεχειρίας. Ήταν όμως σαφής στο ότι οι επιδιώξεις της Ρωσίας παραμένουν αμετάβλητες και συνοψίζονται στο «να αφαιρεθούν οι ρίζες της κρίσης», την πάγια ρωσική φράση που ισοδυναμεί με υπονόμευση της κυριαρχίας της Ουκρανίας τώρα και στο διηνεκές. Μετά τον επικεφαλής διαπραγματευτή του στην Κωνσταντινούπολη, Βλαντιμίρ Μεντίνσκι, ο Πούτιν ανέφερε και εκείνος ότι η Μόσχα είναι έτοιμη να συζητήσει «συμβιβασμούς» - αλλά δεν υπάρχει καμία σαφήνεια σχετικά με το ποιοι μπορεί να είναι αυτοί, ιδίως όταν δείχνει αμετακίνητος ως προς τα «θεμελιώδη αίτια» που διατείνεται πως τον οδήγησαν σε αυτό τον πόλεμο -εξ ου και το από πού πηγάζει η αισιοδοξία Τραμπ δεν είναι ιδιαίτερα σαφές.
Η συνομιλία Τραμπ-Πούτιν ξεπέρασε τις δύο ώρες. Είχε προηγηθεί ολιγόλεπτη συνομιλία του Αμερικανού προέδρου με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ενώ μετά τη συνομιλία μεταξύ Λευκού Οίκου και Κρεμλίνου ο Αμερικανός πρόεδρος είχε ωριαία τηλεδιάσκεψη με τους Βολοντίμιρ Ζελένσκι, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, Εμανουέλ Μακρόν, Φρίντριχ Μερτς, Αλεξάντερ Στουμπ και Τζόρτζια Μελόνι. Η πρόεδρος της Κομισιόν κατόπιν ανέφερε πως επρόκειτο για «καλή συνομιλία» και έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι «είναι σημαντικό οι Ηνωμένες Πολιτείες να παραμείνουν ενεργά δεσμευμένες».
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι η χώρα του παραμένει ανοιχτή στη συνέχιση των άμεσων διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία για τον τερματισμό του πολέμου. Τόνισε, ωστόσο, ότι ξεκαθάρισε στον πρόεδρο Τραμπ πως η Ουκρανία δεν πρόκειται ποτέ να αποσύρει τις δυνάμεις της από το έδαφός της ούτε να υποκύψει σε ρωσικά τελεσίγραφα. Πρόσθεσε επίσης ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο μιας συνάντησης υψηλού επιπέδου, με τη συμμετοχή αντιπροσωπειών από τις ΗΠΑ, την Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση και εξέφρασε την ελπίδα αυτή η σύνοδος να διεξαχθεί τάχιστα είτε στην Τουρκία, είτε στο Βατικανό, είτε στην Ελβετία. Παράλληλα, επισήμανε πως αναμένει την επιβολή νέου πακέτου σκληρών κυρώσεων κατά της Ρωσίας από την ΕΕ.
Ο Ζελένσκι επισήμανε ότι ζήτησε από τον Τραμπ να μη ληφθεί καμία απόφαση για την Ουκρανία χωρίς τη συμμετοχή της Ουκρανίας. Ο Τραμπ, σύμφωνα με τον Ζελένσκι, αναγνώρισε τη σημασία των απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. Παρόλα αυτά, παραμένει άγνωστο εάν και εφόσον, και πότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να ευθυγραμμιστούν με τις ευρωπαϊκές χώρες στην ενίσχυση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. «Η Αμερική πρέπει να αποφασίσει αν θα επιτρέψει στη Ρωσία να συνεχίσει να χρηματοδοτεί αυτόν τον πόλεμο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ζελένσκι.
Η χθεσινή ήταν η τρίτη (γνωστή) τηλεφωνική επικοινωνία του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν αφότου πέρασε τον Ιανουάριο τις πύλες του Λευκού Οίκου, με τις διακηρύξεις-σήμα κατατεθέν της εκστρατείας του περί τερματισμού του πολέμου σε 24 ώρες να προσκρούουν στην πραγματικότητα των τεράστιων αποκλίσεων στις θέσεις των δύο πλευρών και στη συστηματική παρελκυστική τακτική του Ρώσου προέδρου που προβάλλει διαρκώς στον Τραμπ την υποτιθέμενη πρόθεσή του για ειρήνη, ενώ στην πράξη «παίζει καθυστερήσεις» και δεν έχει μετακινηθεί ούτε βήμα από τις συνολικές μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του που αγγίζουν την ίδια την ύπαρξη της Ουκρανίας ως ανεξάρτητης χώρας.
Οι πρώτες δύο τηλεφωνικές επαφές Τραμπ με Πούτιν, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο αντίστοιχα, είχαν δώσει σήμα επανεκκίνησης των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων δίχως να έχει προηγηθεί ούτε εκεχειρία ούτε πρόοδος στη διευθέτηση του Ουκρανικού, με τη ρωσική πλευρά να «αξιοποιεί» τα ανοίγματα Τραμπ ως ένδειξη εξασθένησης της αποφασιστικότητας της Δύσης να απομονώσει και να τιμωρήσει τη Ρωσική Ομοσπονδία για την πλήρους κλίμακας εισβολή στην ουκρανική επικράτεια.
Το χθεσινό τηλεφώνημα ήλθε σε κομβική στιγμή στον απόηχο των πρώτων απευθείας συνομιλιών Κιέβου-Μόσχας από τον Μάρτιο του 2022. Όπως όμως συνέβη και στην Κωνσταντινούπολη, Μόσχα και Ουάσινγκτον υποβάθμιζαν σταδιακά εντός της ημέρας τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί αρχικά για τη συνομιλία.
Οι συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσαν να «διαβαστούν» στην καλύτερη περίπτωση ως η επάνοδος σε μία διαδικασία διαλόγου αλλά με βήματα αργά και τη Ρωσία να συνεχίζει τις επιχειρήσεις στο πεδίο. Αποτυπώθηκε καθαρά στο τουρκικό έδαφος το διαρκές αδιέξοδο μπροστά στην απαίτηση της Μόσχας για τίποτε λιγότερο ουσιαστικά από την πλήρη συνθηκολόγηση του Κιέβου, χωρίς καν να χρειαστεί να προσμετρηθεί ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν αρνήθηκε την πρόταση Ζελένσκι να έλθουν ενώπιος ενωπίω στην Τουρκία καθώς αυτή τη νομιμοποίηση ήταν εξ αρχής σαφές πως δεν θα του την παρείχε.
Βαρύτερης σημασίας είναι ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν αρνήθηκε να συναντήσει τον ίδιο τον Τραμπ στην Κωνσταντινούπολη, καθώς πίσω από τις λέξεις και τις αναρτήσεις του ο Αμερικανός πρόεδρος είχε περάσει καθαρά το μήνυμα στη ρωσική πλευρά πως θέλει να συναντήσει τον Πούτιν επί τουρκικού εδάφους. Όχι μία αλλά δύο φορές είχε ήδη αρνηθεί ο Πούτιν -η τρίτη ήλθε χθες- την πρόταση για εκεχειρία 30 ημερών που έχει υποβάλει ο Τραμπ ήδη από τον Μάρτιο και επαναδιατυπώθηκε προσφάτως από κοινού με την ευρωπαϊκή πλευρά για να ακολουθήσει ο αντιπερισπασμός Πούτιν με την πρόταση για απευθείας συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη.
Η διάσπαση της Δύσης ήταν και παραμένει κεντρική στόχευση του Κρεμλίνου, η διατήρηση της ενότητας και της αμερικανικής στρατιωτικής στήριξης είναι αντίθετα είναι υπαρξιακής σημασίας για το Κίεβο. Η πίεση Τραμπ έχει στραφεί πρωτίστως στο Κίεβο και ενώ έχουν υπάρξει διακυμάνσεις με προειδοποιήσεις για κυρώσεις και κατά της Ρωσίας, δεν έχουν γίνει πράξη ούτε και έχει αναγνωρίσει ο Αμερικανός πρόεδρος πως είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν το εμπόδιο για την ειρήνη ή για την ακρίβεια μπορεί να θέλει τη λήξη του πολέμου αλλά αποκλειστικά με τους δικούς του όρους.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, χαμήλωνε χθες τις προσδοκίες λίγο πριν τη συνομιλία, λέγοντας ότι ο τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία θα απαιτήσει «μάλλον επίπονη και, ίσως, παρατεταμένη εργασία». Και το κυριότερο, προανήγγειλε, όπως και συνέβη κατά τα ρωσικά κρατικά πρακτορεία, πως η συζήτηση θα διεξαγόταν στη βάση του πλαισίου της Κωνσταντινούπολης, όπου και η ρωσική πλευρά ήλθε στο τραπέζι με την πάγια αναφορά στις «θεμελιώδες αιτίες» του πολέμου -«συντομογραφία» του Κρεμλίνου για τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις που είναι πρακτικά αδύνατο να αποδεχθεί η Ουκρανία, περιλαμβανομένου του περιορισμού των ενόπλων δυνάμεων της χώρας (τα περί «αποστρατιωτικοποίησης») και να μην βρίσκονται ούτε ξένες δυνάμεις όταν ξένα όπλα στο έδαφός της. Στο εδαφικό το Κρεμλίνο εμμένει σε αναγνώριση της κυριαρχίας της στις τέσσερις ρωσοκρατούμενες επαρχίες, ακόμη και στα τμήματά τους που δεν ελέγχει πλήρως, ενώ το ζήτημα της Κριμαίας θεωρείται λήξαν και μάλιστα ζητείται και de jure αμερικανική αναγνώριση της προσάρτησης.
Τις ώρες πριν τις συνομιλίες, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, Τζέι ντι Βανς, επιστρέφοντας από τη Ρώμη (όπου στο πλαίσιο της τελετής ενθρόνισης του Πάπα είχε συνάντηση με τον Ζελένσκι μετά το άγριο επεισόδιο στον Λευκό Οίκο) δήλωσε πως ο Τραμπ θα μπορούσε να προσφέρει στον Πούτιν οικονομικά κίνητρα για να δεχθεί κάποιες παραχωρήσεις για την Ουκρανία, σε μια προσπάθεια να προχωρήσουν οι ειρηνευτικές συνομιλίες.
Υπάρχουν πολλά οικονομικά οφέλη από το «ξεπάγωμα» των σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και του υπόλοιπου κόσμου, αλλά δεν θα υπάρξουν χωρίς τη λήξη του πολέμου, είπε ο Βανς. Παραδεχόμενος την ύπαρξη αδιεξόδου, ο Βανς επανέλαβε -όπως έχει δηλώσει και ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο- πως οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι διατεθειμένες να εγκαταλείψουν τις μεσολαβητικές προσπάθειες εάν δεν δουν πρόοδο στις συνομιλίες στο εγγύς μέλλον. Εάν σοβαρολογεί για την ειρήνη επρόκειτο να ρωτήσει ο Τραμπ τον Πούτιν σύμφωνα με τον Τζέι Ντι Βανς, ο οποίος και αμφισβήτησε κατά πόσο ο πρόεδρος της Ρωσίας διαθέτει πράγματι στρατηγική για τον τερματισμό του πολέμου.
«Τίποτα δεν θα συμβεί» εάν δεν συναντηθώ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν η δήλωση Τραμπ την περασμένη εβδομάδα εν μέσω του διπλωματικού «θρίλερ» στην Κωνσταντινούπολη. Τα σχόλια του Βανς φάνηκε να αποτελούν μια σπάνια παραδοχή των ορίων των διπλωματικών προσπαθειών του Τραμπ να μεσολαβήσει για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, γεγονός που διαφαίνεται ότι επιβεβαιώνει και η τηλεφωνική τους συνομιλία.
Το ζήτημα είναι ποια θα είναι στο εξής η συνέχεια: εάν και πότε μπορεί να υπάρξει μία κατ’ ιδίαν συνάντηση Τραμπ-Πούτιν και με ποια κατάληξη όσον αφορά το Κίεβο, εάν θα αποφασίσει να ασκήσει στην πορεία πραγματική πίεση μέσω και της επιβολής κυρώσεων κατά της Μόσχας ή εάν αποφασίσει τελικά να εγκαταλείψει τη διαμεσολάβηση και μαζί της πιθανώς και τη στρατιωτική στήριξη στην ουκρανική άμυνα.
Πριν την προγραμματισμένη τηλεφωνική συνδιάλεξη του Τραμπ με τον Πούτιν, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, δήλωνε ότι ο πρόεδρος Τραμπ έχει «κουραστεί και απογοητευτεί, και με τις δύο πλευρές της σύγκρουσης», αλλά αρνήθηκε να αναφέρει πόσο ακόμα είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να πιέζει για κατάπαυση του πυρός.