Η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία δεν είναι μόνο ευρωπαϊκή υπόθεση αλλά αναδιαμορφώνει τον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος, τα ενεργειακά ρεύματα και τα πρότυπα κυρώσεων. Δύο ασιατικές δυνάμεις, η Κίνα και η Ινδία, έχουν επωφεληθεί οικονομικά από τις ανακατατάξεις, αλλά αντιμετωπίζουν αντιφατικά κίνητρα ως προς μια ενδεχόμενη ειρήνευση.
Η Κίνα προβάλλει ρητορικά την πολιτική διευθέτηση και δηλώνει «ουδετερότητα», ενώ ταυτόχρονα έχει βαθύνει τη στρατηγική σύμπλευση με τη Ρωσία και απολαμβάνει εκπτώσεις ενέργειας και γεωπολιτική ανάσα όσο οι ΗΠΑ παραμένουν απορροφημένες στην Ευρώπη. Η Ινδία, από την πλευρά της, εκμεταλλεύτηκε τις εκπτώσεις στο ρωσικό αργό για να θωρακίσει την ανάπτυξή της, αλλά πληρώνει αυξανόμενο διπλωματικό και εμπορικό κόστος στη σχέση της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Η κινεζική οπτική
Επισήμως, η Κίνα από 2022 υποστηρίζει πολιτική διευθέτηση, με την 12-σημεία πρότασή της (σεβασμός κυριαρχίας, κατάπαυση πυρός, επανέναρξη συνομιλιών, άρση «νοοτροπίας Ψυχρού Πολέμου» κ.ο.κ.). Η διατύπωση αυτή επιτρέπει στην Κίνα να εμφανίζεται ως πιθανός μεσολαβητής χωρίς να καταδικάζει τη Ρωσία, αφήνοντας χώρο σε βάσιμες ανησυχίες ασφαλείας όλων των πλευρών. Πολιτικά, η πρόταση αποτελεί περισσότερο πλαίσιο αρχών παρά εφαρμόσιμο οδικό χάρτη, αλλά προσφέρει στην Κίνα διπλωματικό κεφάλαιο σε Ευρώπη και Παγκόσμιο Νότο.
Στο πεδίο των υλικών συμφερόντων, μια παρατεταμένη σύγκρουση εξυπηρετεί αρκετές κινεζικές επιδιώξεις. Όσο οι ΗΠΑ επικεντρώνονται στην Ευρώπη, μειώνεται η πίεση στην Ανατολική Ασία οπότε η Κίνα δεν θέλει ρωσική ήττα. Η Ρωσία αναπροσανατόλισε εξαγωγές πολλών προϊόντων προς Ασία, με την Κίνα να απορροφά μεγάλους όγκους πετρελαίου, αποκομίζοντας εκπτώσεις και ενισχύοντας την ενεργειακή της ασφάλεια.
Η επιβολή ολοένα αυστηρότερων ευρωπαϊκών μέτρων (π.χ. περιορισμοί στα «προϊόντα διύλισης από ρωσικό αργό» μέσω τρίτων χωρών) μεταβάλλει τις ροές ντίζελ και αναδιατάσσει την αγορά προς όφελος ασιατικών διυλιστηρίων και εμπόρων που μπορούν να «κινούνται δημιουργικά».
Μια ειρήνευση για την Κίνα θα είχε αρκετά οφέλη. Βραχυπρόθεσμα θα μείωνε τον κίνδυνο κλιμάκωσης δευτερογενών κυρώσεων κατά κινεζικών εταιρειών, θα σταθεροποιούσε τις ευρωπαϊκές αγορές όπου η Κίνα επιδιώκει επανεκκίνηση επενδυτικών σχέσεων και θα περιόριζε τη νομική πολιτική έκθεση γύρω από το αθέμιτο διεθνές εμπόριο.
Μεσοπρόθεσμα θα έφερνε πίσω την αμερικανική προσοχή στην Ινδο-Ειρηνική, στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και στην Ταϊβάν, μια εξέλιξη που η Κίνα δεν επιθυμεί. Διπλωματικά η Κίνα θα επιχειρούσε να «καρπωθεί» την ειρήνη προβάλλοντας τον δικό της ρόλο μεσολάβησης και συμμετέχοντας σε ανοικοδόμηση και στις υποδομές.
Η Κίνα έχει αντικρουόμενα κίνητρα. Ρητορικά υποστηρίζει τη διπλωματία αλλά στην πραγματικότητα ωφελείται από μια χαμηλού ρίσκου παράταση που κρατά την Ουάσιγκτον απασχολημένη. Αν όμως διαφανεί αξιόπιστος ορίζοντας ειρήνης με εγγυήσεις ασφαλείας, η Κίνα θα επιδιώξει να επισημοποιήσει τον ρόλο της ως εγγυήτριας και ως χρηματοδότης ανοικοδόμησης για να κερδίσει επιρροή στην Ευρώπη και στον Παγκόσμιο Νότο.
Η ινδική οπτική
Η Ινδία ακολουθεί γραμμή στρατηγικής αυτονομίας κάνοντας διάλογο με όλες τις πλευρές, αποφεύγει καταδίκη της Ρωσίας, αλλά δίνει συνεχή έμφαση στη διπλωματία και τον διάλογο. Η εμβληματική φράση του Μόντι προς τον Πούτιν «η σημερινή εποχή δεν είναι εποχή πολέμου» το 2022 αποτύπωσε τη δημόσια θέση της Ινδίας.
Ο πόλεμος, ωστόσο, δημιούργησε παράθυρο ευκαιρίας. Έτσι η Ινδία έγινε κορυφαίος αγοραστής ρωσικού αργού, μειώνοντας δραστικά το κόστος εισαγωγών, προστατεύοντας την ανάπτυξη και κερδίζοντας υψηλά διυλιστικά περιθώρια εξάγοντας προϊόντα (ντίζελ, κηροζίνη) σε αγορές που περιόρισαν τις άμεσες ρωσικές ροές. Πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ινδία αγόραζε μόλις το 1% του ρωσικού αργού πετρελαίου.
Σήμερα το ποσοστό αυτό είναι 42%. Η Μόσχα δήλωσε επίσημα ότι οι έξτρα δασμοί και οι λεγόμενες ποινές είναι απαράδεκτες και ανακοίνωσε έκπτωση 5% στο αργό πετρέλαιο για την Ινδία. Έτσι, ενώ ο Τραμπ προσπαθεί να τιμωρήσει την Ινδία, παίρνει φθηνότερο πετρέλαιο. Από την άλλη μεριά η έκπτωση αυτή δείχνει ότι η Ρωσία ανησυχεί από τυχόν μείωση των εξαγωγών πετρελαίου προς την Ινδία. Η έκπτωση 5% σημαίνει περίπου 2 δολάρια λιγότερα ανά βαρέλι με τις σημερινές τιμές.
Αυτό το ενεργειακό arbitrage έχει όμως κόστος για την Ινδία καθώς αντιμετωπίζει μια νέα πραγματικότητα. Πρώτον οι κυρώσεις από τις ΗΠΑ καθώς έχουν αυξήσει την πίεση προς την Ινδία, με την απόφαση τις 6 Αυγούστου για υψηλούς δασμούς έως 50% σε ορισμένα ινδικά προϊόντα που εξάγονται στις ΗΠΑ, λόγω συνεχιζόμενων αγορών ρωσικού πετρελαίου, γεγονός που ήδη επιβαρύνει το κλίμα.
Δεύτερον, πίεση από την ΕΕ καθώς τα νέα πακέτα κυρώσεων της ΕΕ επιχειρούν να κλείσουν το παράθυρο για καύσιμα που έχουν διυλιστεί από ρωσικό αργό σε τρίτες χώρες, πλήττοντας ιδίως ιδιωτικά διυλιστήρια της Ινδίας. Και τέλος διεξάγει προβληματικές συναλλαγές εκτός δολαρίου καθώς οι πληρωμές σε ρουπίες ή ρούβλια αποδείχθηκαν πιο περίπλοκες απ’ όσο διαφημίστηκαν, καθώς η Ρωσία έχει περιορισμένη δυνατότητα να «ανακυκλώσει» ρουπίες και συχνά προτιμώνται άλλα νομίσματα με αποτέλεσμα να υπάρχουν συναλλακτικές τριβές λόγω της αστάθειας των άλλων νομισμάτων ως προς το δολάριο.
Μια ειρήνευση θα είχε αρκετά οφέλη και για την Ινδία. Θα υπάρξει σταθερότητα τιμών καθώς μια διατηρήσιμη κατάπαυση πυρών θα μείωνε τα ασφάλιστρα σε πετρέλαιο και ναύλα, περιορίζοντας τις ασφαλιστικές στρεβλώσεις και τη «σκιώδη» ναυτιλία, στην οποία καταφεύγουν ήδη ορισμένες χώρες υπό την πίεση ευρωπαϊκών μέτρων. Με την ομαλοποίηση, οι εκπτώσεις στα ρωσικά πετρέλαια πιθανότατα θα συμπιεστούν.
Άρα, η Ινδία θα χάσει μέρος του άμεσου οφέλους από φθηνό πετρέλαιο, αλλά θα κερδίσει από την ευρύτερη σταθερότητα, τη μείωση των εμπορικών και πολιτικών κινδύνων και την ανάκτηση πρόσβασης σε ευρωπαϊκές αγορές καυσίμων.
Η αποκλιμάκωση θα διευκολύνει τη συνέχιση μεγάλων πρωτοβουλιών οικονομικής διασύνδεσης όπως ο Ινδικός δρόμος του μεταξιού, ο Ινδο-Μέσος Ανατολή–Ευρώπη Οικονομικός Διάδρομος (IMEC), που ανακοινώθηκε στο G20 του 2023 και φιλοδοξεί να συνδέσει Ινδία–Κόλπο–ΕΕ (με κατάληξη και στην Ελλάδα), αντισταθμίζοντας γεωοικονομικά τον κινεζικό δρόμο του μεταξιού (BRI).
Η Κίνα και η Ινδία ακολουθούν διαφορετικές αλλά εξίσου πραγματιστικές διαδρομές απέναντι στην προοπτική ειρήνευσης στην Ουκρανία. Η Κίνα επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει διπλωματικά μια λύση που δεν θα μετατρέψει την Ουκρανία σε εφαλτήριο πλήρους αμερικανικής αναδίπλωσης προς την Ασία. Στο μεταξύ, η παρατεταμένη χαμηλής έντασης σύγκρουση της επιτρέπει να κερδίζει χρόνο και επιρροή. Η Ινδία, αντιθέτως, έχει άμεσο οικονομικό όφελος από τις εκπτώσεις, αλλά αντιλαμβάνεται ότι η μακροπρόθεσμη ευημερία της περνά από σταθερές σχέσεις με τη Δύση, σαφή πλαίσια συμμόρφωσης και μεγάλα διασυνδετικά πρότζεκτ όπως ο IMEC.
Εντέλει, η ειρήνευση δεν θα κριθεί μόνο από τα χαρακώματα στην Ανατολική Ευρώπη αλλά θα κριθεί και από το εάν οι αποφάσεις στην Κίνα και στην Ινδία θα προκρίνουν σταθερότητα με κανόνες έναντι βραχυπρόθεσμων κερδών. Οι αποφάσεις εξαρτώνται και από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, οι οποίες κατά την επιβολή κυρώσεων θα πρέπει να αποφεύγουν την τιμωρητική μονομέρεια, ώστε να μην ωθούνται καίριοι εταίροι σε «γκρίζες» πρακτικές.
Οι κυρώσεις θα πρέπει να πιέζουν οικονομικά την Ρωσία έως ότου υπογράψει ειρήνη. Στην Ρωσία ο βασικός τραπεζικός δανεισμός είναι εξαιρετικά προβληματικός μαζί με τα άλλα οικονομικά προβλήματα αυτό είναι το αδύναμο σημείο της ρωσικής οικονομίας. Πάνω από το 20% των ενεργειακών της υποδομών έχουν χτυπηθεί από την Ουκρανία τους τελευταίους μήνες. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους μπορούν να πιέσουν περαιτέρω την οικονομία της Ρωσίας με τους δευτερογενείς δασμούς έως την επίτευξη ειρήνης.
Μόνο έτσι η ειρήνη θα μπορούσε να επιτευχθεί στην Ουκρανία και να γίνει καταλύτης για μια πιο ανθεκτική διεθνή οικονομική τάξη και όχι μια ακόμη αφορμή για κατακερματισμό. Το μήνυμα πρέπει να είναι κατανοητό προς όλους: όλοι είμαστε μέρος αυτού του κόσμου σε ένα παγκόσμιο σύστημα. Αν αυτός ο πλανήτης καταρρεύσει, θα χάσουν κι εκείνοι που έχουν αναθεωρητικές φιλοδοξίες μαζί με όλους τους άλλους. Η Δύση φαίνεται ότι περισσότερο από ποτέ έχει κατανοήσει ότι πρέπει να συνεργαστεί για να αντιμετωπίσει τις αναθεωρητικές χώρες.
* Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων