Κανένας Αμερικανός πρόεδρος στα χρονικά πλην του Ντόναλντ Τραμπ δεν μετρούσε καταδίκες και βαρύτατες ποινικές διώξεις που έμειναν εκκρεμείς πριν περάσει τις πύλες του Λευκού Οίκου, ούτε και έχει πυροδοτήσει από την πρώτη κιόλας ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του μία τόσο οξεία και πολυμέτωπη σύγκρουση μεταξύ της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, που εκτείνεται σχεδόν σε όλο το φάσμα των θεσμών και της λειτουργίας του ομοσπονδιακού κράτους έως την εξωτερική και οικονομική πολιτική.
Η δικαστική απόφαση που ήλθε να μπλοκάρει τους δασμούς Τραμπ τόσο εις βάρος των χωρών που είναι ανταγωνίστριες, όσο και παραδοσιακών εταίρων και συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και το δικαστικό φρένο στην αναστολή της εγγραφών ξένων φοιτητών στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ είναι οι πλέον πρόσφατες κινήσεις των αμερικανικών δικαστηρίων για να επανατοποθετήσουν στο θεσμικό πλαίσιο τα όρια των προεδρικών εξουσιών.
Το εδρεύων στο Μανχάταν Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου απεφάνθη την περασμένη εβδομάδα ότι την 2α Απριλίου, την κατά Τραμπ… «Ημέρα Απελευθέρωσης», ο Αμερικανός πρόεδρος υπερέβη την εξουσία του επικαλούμενος (ανύπαρκτη) κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για να επιβάλει δασμούς σε 90 χώρες υπό το επιχείρημα ότι το εμπορικό έλλειμμα συνιστά εθνική κρίση. Ο νόμος ορίζει ότι ο πρόεδρος έχει το δικαίωμα να λάβει οικονομικής φύσεως μέτρα μπροστά σε «ασυνήθιστη και έκτακτη απειλή». Έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως για την επιβολή κυρώσεων σε τρομοκρατικές ομάδες ή το πάγωμα ρωσικών περιουσιακών στοιχείων.
Η απόφαση αυτή σήμανε ότι οι δασμοί κρίνονται παράνομοι και «παγώνουν», εντούτοις λιγότερο από 24 ώρες αργότερα ομοσπονδιακό εφετείο, στο οποίο προσέφυγε η κυβέρνηση, διατήρησε έστω προσωρινά σε ισχύ τους δασμούς έως ότου εξετάσει την υπόθεση που πιθανότατα τελικά θα καταλήξει στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε μέχρι και να δώσει εντολή (δεν το έκανε) στους τελωνειακούς υπαλλήλους να αγνοήσουν το ομοσπονδιακό δικαστήριο για ζητήματα διεθνούς εμπορίου και να συνεχίσουν να εισπράττουν δασμούς. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει αγνοήσει δικαστικές αποφάσεις στο παρελθόν, ιδίως όσον αφορά αποφάσεις για το μεταναστευτικό και τις απελάσεις.
Τα «παραθυράκια» για την παράκαμψη των δικαστηρίων
Στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αναμένεται ευρέως να καταλήξουν όχι μόνο οι προσφυγές κατά της δασμολογικής πολιτικής του Λευκού Οίκου από πολιτείες και επιχειρήσεις, αλλά και ο πόλεμος μέχρις εσχάτων που έχει κηρύξει η κυβέρνηση με το πλέον ιστορικό και επιδραστικό πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, το Χάρβαρντ, η πολιτική μαζικών απελάσεων μεταναστών -και πάλι με αμφιλεγόμενη επίκληση νόμων εκτάκτου ανάγκης-, καθώς και αναρίθμητες προσφυγές που σχετίζονται με το μπαράζ προεδρικών διαταγμάτων με τα οποία «εφόρμησε» ο Τραμπ και τα οποία υπερβαίνουν τα όρια της συνταγματικότητας.
Ήδη την περασμένη Παρασκευή το Ανώτατο Δικαστήριο με κατεπείγουσα απόφασή του επέτρεψε στην κυβέρνηση Τραμπ να «παγώσει» την εφαρμογή ενός ανθρωπιστικού προγράμματος της εποχής Μπάιντεν που είχε στόχο να δώσει προσωρινή άδεια παραμονής σε περισσότερους από 500.000 μετανάστες από χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο ή μαίνεται πολιτική αναταραχή. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ανυπόγραφη και χωρίς παράθεση αιτιολογίας, στοιχείο που καταδεικνύει ότι οι δικαστές επιλήφθηκαν των προσφυγών στο πλαίσιο εφαρμογής του νομικού καθεστώτος της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση μπορεί να ενεργεί ακόμη και αν η εξέταση έφεσης εκκρεμεί. Η περίπτωση αυτή μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο και για άλλες υποθέσεις, παρέχοντας στον Τραμπ περιθώρια εφαρμογής αντισυνταγματικών αποφάσεων χωρίς τα «δεσμά» των δικαστηρίων, καθώς οι όποιες δικαστικές αποφάσεις θα έλθουν εκ των υστέρων και αφού η κυβέρνηση θα έχει επιτύχει τον αρχικό της στόχο.
Ήδη από τις πρώτες ημέρες της θητείας Τραμπ, τα αμερικανικά δικαστήρια είχαν «παγώσει» μερικώς ή πλήρως εκτελεστικά διατάγματα τουλάχιστον 64 φορές σε περίπου 45 υποθέσεις, ενώ εκκρεμούσαν δεκάδες ακόμη. Οι αποφάσεις αφορούν ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων της παράτυπης μετανάστευσης, της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων και της κατάργησης περιβαλλοντικών κανονισμών. Μέχρι τον Μάιο, έφθασαν να εκκρεμούν περισσότερες από 328 αγωγές για εκτελεστικά διατάγματα του Τραπ, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg. Το δικαστικό σώμα αναδείχθηκε γρήγορα ο πρωταρχικός θεσμικός ελεγκτικός μηχανισμός έναντι της ατζέντας του Τραμπ, με τα ομοσπονδιακά δικαστήρια να εκδίδουν πολυάριθμα ασφαλιστικά μέτρα και αποφάσεις που μπλόκαραν προσωρινά ή περιόρισαν την εφαρμογή αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας.
Πηγή σοβαρών ανησυχιών αποτελεί η πρακτική της κυβέρνησης Τραμπ που αγνοεί ή παρακάμπτει δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται όπως διατείνονται κυβερνητικοί αξιωματούχοι από «μη εκλεγμένους δικαστές» και με «δικαστική υπερβολή». Παρά το γεγονός ότι ομοσπονδιακοί δικαστές εκδίδουν ασφαλιστικά μέτρα, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε ενέργειες -ιδίως όσον αφορά το μεταναστευτικό- που παραβιάζουν δικαστικές αποφάσεις, όπως στην περίπτωση της απέλασης του Αμπρέγκο Γκαρσία στις διαβόητες φυλακές του Ελ Σαλβαδόρ και μεταναστών κατηγορούμενων για συμμετοχή σε συμμορίες, μέσω της ανάσυρσης του Νόμου Περί Αλλοδαπών Εχθρών [Alien Enemies Act] του 1798… Αυτή η περιφρόνηση προς τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης υπονομεύει τον ρόλο της δικαστικής εξουσίας ως ισότιμης εξουσίας, που έχει αποστολή της τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και την προστασία του Κράτους Δικαίου.
Ορατός ο κίνδυνος συνταγματικής κρίσης
Το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών ρυθμίζει προσεκτικά τα όρια μεταξύ της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών θεσπίζει ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances) - θεσμικά αντίβαρα, ώστε καμία εξουσία να μην μπορεί να ασκήσει αυθαίρετα τη δύναμή της εις βάρος των άλλων.
Οι κινήσεις του Τραμπ να «παγώσει» τις ομοσπονδιακές δαπάνες για πολιτικά μη αρεστά στον ίδιο προγράμματα, να επιβάλει όρους σε ομοσπονδιακά κονδύλια αντίθετους με τις επιλογές του Κογκρέσου και να απολύσει αξιωματούχους που προστατεύονται από τον νόμο σηματοδοτούν μια προσπάθεια σφετερισμού εξουσιών που θεσμικά ανήκουν σύμφωνα με το Σύνταγμα στο Κογκρέσο και τα δικαστήρια.
Πέραν δε της θεσμικής διάστασης του προβλήματος, προκύπτει και ένα επιπλέον σοβαρό ζήτημα που έχει να κάνει με την πρακτική διαχείριση όλων αυτών των υποθέσεων, καθώς τα δικαστήρια αναλαμβάνουν τεράστιο όγκο εργασίας γεγονός που επιτρέπει ενδεχομένως στην εκτελεστική εξουσία να ενεργεί χωρίς ουσιαστικό νομικό περιορισμό.
Νομικοί κύκλοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι αποτέλεσμα όλων αυτών των συγκρούσεων είναι μια βαθιά πρόκληση για τη διάκριση των εξουσιών και η σύγχυση των μεταξύ τους ορίων ενέχει τον κίνδυνο κατάρρευσης του συστήματος ελέγχου και ισορροπιών μεταξύ των εξουσιών, οδηγώντας πιθανώς σε συνταγματική κρίση.
Ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες, όπως ο ηγέτης της πλειοψηφίας στη Γερουσία Τζον Θίουν και η γερουσιαστής Λίζα Μαρκόβσκι, υποστηρίζουν ότι ο Λευκός Οίκος πρέπει να συμμορφώνεται με τις δικαστικές αποφάσεις, αλλά οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί δεν είναι πρόθυμοι να έλθουν σε σύγκρουση με τον Ντόναλντ Τραμπ. Οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι δεν ελέγχουν κανένα από τα δύο σώματα του Κογκρέσου, βρίσκονται σε θέση αδυναμίας. Διαθέτουν τις ψήφους για να μπλοκάρουν μία προσπάθεια απομάκρυνσης ομοσπονδιακών δικαστών, κάτι που απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων στη Γερουσία, αλλά η δυνατότητά τους να υποχρεώσουν τον Λευκό Οίκο να συμμορφωθεί έναντι των δικαστικών αποφάσεων είναι πολύ πιο περιορισμένη.
Οι δικαστές στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται έτσι σε άκρως επισφαλή και επικίνδυνη θέση, παρατηρεί το Foreign Policy: «Οι προστάτες του αμερικανικού Συντάγματος δε διαθέτουν έναν προστάτη για τους ίδιους».