Σπρώχνοντας την Ινδία στην αγκαλιά της Κίνας και της Ρωσίας
AP
AP

Σπρώχνοντας την Ινδία στην αγκαλιά της Κίνας και της Ρωσίας

Οι διμερείς σχέσεις των ΗΠΑ με την Ινδία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο όσον αφορά την επίτευξη των στόχων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς η Ινδία αποτελεί έναν παγκόσμιο δρώντα που κατέχει στρατηγική θέση στον Ινδο-Ειρηνικό, μία περιοχή μείζονος ενδιαφέροντος για τις ΗΠΑ (και όχι μόνο).

Για την ακρίβεια, η τελευταία Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας (National Security Strategy, NSS) των ΗΠΑ που δημοσιεύτηκε το 2022 περιέχει ουκ ολίγες αναφορές σχετικά με τη σημασία της στρατηγικής συνεργασίας των δύο κρατών σε διάφορους τομείς. Επιπλέον, το εν λόγω έγγραφο υψηλής στρατηγικής (grand strategy) τονίζει την αξία των ποικίλων πολυμερών συνεργατικών σχημάτων που οι ΗΠΑ έχουν εγκαθιδρύσει με την Ινδία –όπως το σχήμα I2U2 με τη συμμετοχή του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) ή το σχήμα Quad με τη συμμετοχή της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας – αναφέροντας πως:

«Δεδομένου ότι η Ινδία είναι η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο και σημαντικός αμυντικός εταίρος, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ινδία θα συνεργαστούν, σε διμερές και πολυμερές επίπεδο, για να υποστηρίξουν το κοινό μας όραμα για έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό».

Παρ’ όλα αυτά, λίγο μετά την επανεκλογή του στα καθήκοντα του προέδρου των ΗΠΑ, ο Donald Trump προχώρησε στην άσκηση μίας πρωτόγνωρης εξωτερικής πολιτικής όσον αφορά τον οικονομικό τομέα –την οποία ο συγγραφέας αποκαλεί νέο GWOT (Global War On Tariffs) παρομοιάζοντάς την με τον Παγκόσμιο Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας (Global War on Terror) που ακολούθησε τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001– επιβάλλοντας σταδιακά αυξημένους δασμούς στα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ από έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό κρατών ανά τον κόσμο. Βασική αιτία πίσω από την ενέργεια αυτή ήταν –σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου– η πεποίθηση του εν λόγω προέδρου ότι μέσω της αύξησης των δασμών θα επιτυγχάνονταν αμοιβαιότητα (reciprocity) στις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με τα άλλα κράτη, και κατ’ επέκταση θα αυξανόταν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, θα προστατευόταν η κυριαρχία, και θα ενισχυόταν τόσο η εθνική ασφάλεια όσο και η οικονομική ασφάλεια των ΗΠΑ.

Παραδόξως, ένα από τα κράτη στα οποία οι ΗΠΑ επέβαλλαν στις 27 Αυγούστου 2025 αυξημένους δασμούς (50%) λόγω της εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου ήταν και η Ινδία, η οποία –σε αντίθεση με την ΕΕ που έπειτα από διαπραγματεύσεις κατέληξε σε μία αμφιλεγόμενη εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ– δεν κατέληξε σε εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ. Η εξέλιξη αυτή ίσως να μην θεωρούνταν τόσο σημαντική, καθώς όπως προαναφέρθηκε αυξημένοι δασμοί επιβλήθηκαν και σε άλλα κράτη, αν το συγκεκριμένο γεγονός δεν διαδεχόταν η πραγματοποίηση της 25ης Συνόδου Κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization, SCO) που πραγματοποιήθηκε στην Κίνα μεταξύ 31 Αυγούστου 2025 και 01 Σεπτεμβρίου 2025.

Πιο συγκεκριμένα, στην εν λόγω Σύνοδο Κορυφής παρευρέθηκε και ο πρωθυπουργός της Ινδίας (Narendra Modi), πραγματοποιώντας μάλιστα πρώτη του επίσκεψη στην Κίνα μετά από εφτά χρόνια. Έπειτα από σχετικές επαφές που είχε με τον Κινέζο (Xi Jinping) και τον Ρώσο (Vladimir Putin) πρόεδρο– δήλωσε ότι η Ινδία αποτελεί εταίρο και όχι αντίπαλο της Κίνας, με την οποία επιδιώκει την εμβάθυνση των σχέσεων με απώτερο σκοπό τη στρατηγική αυτονομία, επιβεβαιώνοντας τη στρατηγική εταιρική σχέση της Ινδίας με τη Ρωσία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνόδου ανακοινώθηκε η πρόθεση ίδρυσης μίας Τράπεζας Ανάπτυξης στο πλαίσιο του SCO, για την ενίσχυση της περιφερειακής οικονομικής συνεργασίας. 

Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι το μέλλον των διμερών σχέσεων των ΗΠΑ με την Ινδία δεν έχει κριθεί ακόμα οριστικά, καθώς αφενός μεν περιλαμβάνει αρκετές συνεργασίες –μεταξύ των οποίων και η πρωτοβουλία COMPACT που συμφωνήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2025 επί προεδρίας Donald Trump και προβλέπει τη συνεργασία των δύο κρατών στους τομείς της άμυνας, του εμπορίου και των επενδύσεων, της ενέργειας, της τεχνολογίας και της καινοτομίας, της πολυμερούς συνεργασίας, και της συνεργασίας μεταξύ των λαών (people to people)– σε ποικίλους τομείς, αφετέρου δε οι εμπορικές διαπραγματεύσεις των δύο κρατών συνεχίζονται. Ο δε πρωθυπουργός της Ινδίας δήλωσε πρόσφατα ότι:

«Η Ινδία και οι ΗΠΑ είναι στενοί φίλοι και φυσικοί εταίροι. Είμαι βέβαιος ότι οι εμπορικές μας διαπραγματεύσεις θα ανοίξουν τον δρόμο για την απελευθέρωση του απεριόριστου δυναμικού της εταιρικής σχέσης μεταξύ Ινδίας και ΗΠΑ. Οι ομάδες μας εργάζονται για την όσο το δυνατόν συντομότερη ολοκλήρωση των συζητήσεων. Ανυπομονώ επίσης να συνομιλήσω με τον πρόεδρο Τραμπ. Θα συνεργαστούμε για να εξασφαλίσουμε ένα πιο λαμπρό και ευήμερο μέλλον για τους λαούς μας».

Παρ’ όλα αυτά δεν θα πρέπει να λησμονάται ότι σε περίπτωση που η Ινδία αποφασίσει να ταχθεί «ανοιχτά» εναντίον των ΗΠΑ (όσο απίθανο και αν φαντάζει αυτό το σενάριο) και να συνεργαστεί με την Κίνα (στην οποία οι ΗΠΑ δεν έχουν επιβάλει ακόμα αυξημένους δασμούς, καθώς έχουν «παγώσει» την εφαρμογή τους δύο φορές για συνολικό διάστημα 180 ημερών) και τη Ρωσία προς αυτή την κατεύθυνση χρησιμοποιώντας τις πρόσθετες δυνατότητες –όπως π.χ. η χρήση νέου αποθεματικού νομίσματος και όχι του δολαρίου που επιδιώκει η Ρωσία αλλά δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι και σήμερα– που της παρέχει το διευρυμένο πλέον σχήμα BRICS+, τότε η οικονομική ισχύς των ΗΠΑ ενδέχεται να δεχθεί τεράστιο πλήγμα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, καθώς ο ρόλος του δολαρίου έχει αρχίσει ήδη να αμφισβητείται διεθνώς

Εφόσον το σενάριο αυτό πραγματοποιηθεί, η παγκόσμια οικονομική (και όχι μόνο) τάξη – η οποία ήδη διανύει ένα κρίσιμο σημείο καμπής – αναμένεται να αναδιαμορφωθεί ριζικά. Νέοι μείζονες δρώντες θα αναδειχθούν και νέοι κανόνες θα θεσπιστούν, οδηγώντας σε μία νέα ισορροπία ισχύος (balance of power) και τον οριστικό τερματισμό της (ήδη φθίνουσας) παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, αποδεικνύοντας πόσο (αυτό)καταστροφική μπορεί να είναι μία ριζοσπαστική εξωτερική πολιτική που εδράζεται στην αλαζονεία και την αμφισβήτηση των θεσμοθετημένων κανόνων.

*Ο Γεώργιος Κουκάκης είναι Υπ. Διδάκτορας Αμυντικής Διπλωματίας & Εθνικής Ασφάλειας του Παν. Αιγαίου, Διεθνολόγος, Γενικός Γραμματέας & Κύριος Ερευνητής ΚΕΔΙΣΑ