Στην αναγκαστική λύση του ευρωπαϊκού δανείου ύψους 90 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία κατέληξε η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, προκειμένου να αποφευχθεί η περαιτέρω διατάραξη της ενότητάς της, η αντιπαράθεση με τον Ντ. Τραμπ, και η ευθεία σύγκρουση με τη Μόσχα.
Μετά από παζάρια και αντιπαραθέσεις εβδομάδων, το σχέδιο της Κομισιόν, που είχε και την υποστήριξη της Γερμανίας, για χρήση των παγωμένων περιουσιακών στοιχείων της Ρωσίας στην ΕΕ, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η Ουκρανία τόσο για τις άμεσες δημοσιονομικές ανάγκες όσο και για τη συνέχιση του πολέμου, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο λόγω της σθεναρής άρνησης του Βελγίου, στο οποίο βρίσκεται και το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων.
Μαζί με το Βέλγιο, βεβαίως, υπήρχε η αντίθεση των φιλορωσικών κυβερνήσεων της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας, αλλά και η επιφυλακτική στάση πολλών άλλων κυβερνήσεων, που δεν επιθυμούσαν να βρεθεί εκτεθειμένος ο δημοσιονομικός χώρος της ΕΕ από μια ενδεχόμενη καταδικαστική απόφαση της διεθνούς Δικαιοσύνης, η οποία θα δικαίωνε τη Ρωσία και θα ήγειρε αξιώσεις εναντίον του Βελγίου, με εγγυητή την ΕΕ. Και φυσικά η τελική απόφαση αποτελεί και ένα πλήγμα για τη Γερμανία η οποία απεχθάνεται και αντιστέκεται διαχρονικά σε κάθε ιδέα «ευρωομολόγου».
Η απόφαση που έλαβε η Σύνοδος Κορυφής, μετά από πολύωρες συνομιλίες τα ξημερώματα της Παρασκευής, έστειλε τουλάχιστον ένα πολιτικό μήνυμα: ότι η ΕΕ τηρεί τις δεσμεύσεις της και ότι η στήριξη της Ουκρανίας αποτελεί σταθερή επιλογή, για την υλοποίηση της οποίας, παρά τις δυσκολίες, βρίσκονται τρόποι για να προχωρήσει.
Ενδεχόμενη απόφαση για τη χρήση των παγωμένων περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας είναι δεδομένο ότι, πέραν των σοβαρών νομικών θεμάτων που θα ήγειρε, θα προκαλούσε και σοβαρή αντιπαλότητα με τον Ντ. Τραμπ, ο οποίος ζητά πιεστικά από τους Ευρωπαίους να αναλάβουν το βάρος της στήριξης της Ουκρανίας, αλλά εποφθαλμιά τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια, όχι τόσο για την αποζημίωση της Ουκρανίας όσο, κυρίως, για την ενίσχυση αμερικανικών εταιρειών και της αμερικανικής οικονομίας.
Οι ΗΠΑ, που κατέχουν λιγότερα από 5 δισ. ευρώ σε ρωσικά περιουσιακά στοιχεία, επί προεδρίας Μπάιντεν, συμφώνησαν στη χρήση των λεγόμενων απροσδόκητων κερδών (τόκοι και κέρδη) από τα περιουσιακά αυτά στοιχεία για τη στήριξη της Ουκρανίας. Η κυβέρνηση Τραμπ, όμως, θέλει να χρησιμοποιήσει μέρος των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για κοινά έργα με τη Μόσχα. Μάλιστα, η αμερικανική πλευρά επέμεινε ότι θα πρέπει και η ίδια να έχει λόγο για την τύχη και των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην ΕΕ.
Σύμφωνα με το αρχικό ειρηνευτικό σχέδιο του προέδρου Τραμπ, 86 δισ. ευρώ από τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία θα επενδύονταν σε «προσπάθειες υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για την ανοικοδόμηση στην Ουκρανία», με το 50% των κερδών να καταλήγει στις ΗΠΑ. Τα υπόλοιπα παγωμένα 200 δισ. ευρώ θα επενδύονταν σε ένα κοινό αμερικανορωσικό επενδυτικό όχημα, «ώστε να δημιουργηθεί ισχυρό κίνητρο να μην υπάρξει επιστροφή στη σύγκρουση».
Επίσης, είναι προφανές ότι ο πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος έχει αναλάβει, μαζί με την προσωπική του ομάδα Γουίτκοφ–Κούσνερ, τη διαπραγμάτευση με τη Μόσχα, περιλαμβάνει το θέμα των παγωμένων περιουσιακών στοιχείων στο πακέτο της διαπραγμάτευσης με τον Πούτιν, και πιθανότατα θα θεωρούσε ως «εχθρική» πράξη το να προχωρήσει η ΕΕ στη διάθεσή τους στην Ουκρανία.
Η Ρωσία διαθέτει στο εξωτερικό περίπου 300 δισ. ευρώ σε παγωμένα περιουσιακά στοιχεία. Περίπου 210 δισ. ευρώ βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία κρατών - μελών της ΕΕ, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελβετία και τον Καναδά. Το μεγαλύτερο τμήμα, 180 δισ. ευρώ, βρίσκεται σε οργανισμό που ονομάζεται Euroclear, στο Βέλγιο.
Η Euroclear είναι ένα μεγάλο αποθετήριο τίτλων και ο φόβος ότι μια κατάσχεση των ρωσικών κεφαλαίων θα έπληττε τη φήμη της μεταξύ των διεθνών επενδυτών, και θα διατάρασσε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και κυρίως ο κίνδυνος η Ρωσία, μέσω της Κεντρικής Τράπεζας, που έχει ήδη στραφεί νομικά κατά της Euroclear για την ανάκτηση 230 δισ. ευρώ, να τινάξει στον αέρα την οικονομία του Βελγίου, υπήρξε ο ανασταλτικός παράγοντας για τους αρχικούς σχεδιασμούς της Κομισιόν.
Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής προβλέπει τη χορήγηση δανείου 90 δισ. ευρώ στην Ουκρανία, το οποίο θα εκταμιευθεί την περίοδο 2026–2027, θα αντληθεί μέσω κοινής έκδοσης χρέους από 24 κράτη - μέλη της ΕΕ και θα είναι εγγυημένο από τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Δεν προβλέπεται χρόνος αποπληρωμής· αντιθέτως, προβλέπεται ότι η Ουκρανία θα αποπληρώσει το δάνειο μόνο αφού λάβει πολεμικές αποζημιώσεις από τη Ρωσία, ενώ τα παγωμένα ρωσικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία θα δεσμευθούν ως εφεδρικός μηχανισμός αποπληρωμής, εφόσον χρειαστεί.
Ο όρος αυτός, βεβαίως, είναι αρκετά ασαφής, καθώς προϋποθέτει ως δεδομένη την καταβολή αποζημιώσεων και πολεμικών επανορθώσεων από τη Ρωσία προς την Ουκρανία. Αυτό εξαρτάται φυσικά από τους όρους της ειρηνευτικής συμφωνίας, όταν αυτή επιτευχθεί, και είναι μάλλον ιδιαίτερα δύσκολο να επιβληθεί ο όρος αυτός στη Ρωσία, πολύ περισσότερο εάν η Ουκρανία επιμείνει στις αξιώσεις της, με τον Β. Ζελένσκι, να ανεβάζει το ύψος των πολεμικών αποζημιώσεων στα 600 δισ. ευρώ.
Με δεδομένη και την εξαίρεση από την ανάληψη του κοινού δανείου της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Τσεχίας, ήταν σαφής, όπως σχολίασαν πολλοί αναλυτές, η απροθυμία της ΕΕ να αναλάβει ευθέως το κόστος της οικονομικής επιβίωσης της Ουκρανίας.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, χαρακτήρισε την απόφαση για το δάνειο «ενδεδειγμένη λύση», διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για «δάνειο από το περιθώριο του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, γεγονός που σημαίνει ότι πρακτικά δεν έχει δημοσιονομικές συνέπειες για καμία ευρωπαϊκή χώρα».
Διότι οι ηγέτες της ΕΕ, οι οποίοι σε πολλές χώρες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, είτε με την ακρίβεια, είτε με πιέσεις ενόψει της νέας ΚΑΠ, αλλά και με τη γενικότερη υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, οφείλουν να προστατεύσουν τις χώρες τους από το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης αντισυστημικών κομμάτων και κινημάτων, που θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία με το σύνθημα ότι «η Ευρώπη μοιράζει δισεκατομμύρια στην Ουκρανία και όχι στους πολίτες της».
Πάντως, μετά και τη Σύνοδο Κορυφής, είναι προφανές ότι η Ευρώπη, πέραν της στήριξης που προσφέρει στην Ουκρανία, οφείλει να βρει τρόπους άμεσης εμπλοκής και στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη και να μη βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να πληρώνει το κόστος τόσο του πολέμου όσο και της ειρήνης, την οποία θα αποφασίσει κάποιος άλλος και για λογαριασμό της.
Ίσως, αυτό το μήνυμα ήθελε να στείλει και ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν, εκτιμώντας ότι «θα μπορούσε να γίνει ξανά ωφέλιμο για τους Ευρωπαίους να διεξαγάγουν διάλογο με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν», τονίζοντας πως τις επόμενες εβδομάδες «πρέπει να εξευρεθούν τρόποι και μέσα ώστε οι Ευρωπαίοι, με καλή οργάνωση και πλήρη διαφάνεια, να επανεκκινήσουν έναν πλήρη διάλογο με τη Ρωσία».
