Η αισιοδοξία που πρόβαλλε ο Λευκός Οίκος μετά τη σύνοδο κορυφής στην Αλάσκα, εξ αρχής μάλλον υπερβολική, προσκρούει μία εβδομάδα μετά στη ρωσική πραγματικότητα. Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να μείνει στην Ιστορία ως «πρόεδρος της ειρήνης», αλλά ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν τον αφήνει. Οι μεταπολεμικές εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία βρίσκονται στον «αέρα» μετά το ρωσικό «βέτο» στην ανάπτυξη ευρωπαϊκών στρατευμάτων, η προοπτική μίας διμερούς Πούτιν-Ζελένσκι δεν φαίνεται υπαρκτή και το βλέμμα στρέφεται στις επόμενες κινήσεις του Αμερικανού προέδρου.
Αφότου η Μόσχα απέρριψε, όπως πολλοί ανέμεναν, την ανάπτυξη δυτικών -κυρίως ευρωπαϊκών και σίγουρα όχι αμερικανικών- στρατευμάτων στο πλαίσιο των εγγυήσεων ασφαλείας ώστε να αποτραπεί μελλοντικά μία τρίτη ρωσική εισβολή στο ουκρανικό έδαφος, ο Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε σε μία ανάρτηση που παρότι κινήθηκε στο πάγιο μοτίβο της απόδοσης της ευθύνης για τον πόλεμο στον Τζο Μπάιντεν, για πρώτη φορά κατηγόρησε τον προκάτοχό του ότι δεν επέτρεψε στην Ουκρανία «να αντεπιτεθεί, μόνο να αμυνθεί», απηχώντας τον εκνευρισμό του για την παρελκυστική τακτική του Κρεμλίνου.
Ως συγκεκαλυμμένη απειλή προς το Κρεμλίνο ερμηνεύθηκε η συγκεκριμένη αναφορά, καλοδεχούμενη από το Κίεβο και την Ευρώπη σε κρίσιμες στιγμές για έναν πόλεμο που από την έκβασή του θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον της παγκόσμιας τάξης και η γεωπολιτική ισορροπία δυνάμεων.
Ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είναι προβλέψιμος και έχει κατ’ επανάληψη μεταβάλλει τη στάση του και υπαναχωρήσει από προειδοποιήσεις για την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, ενώ την άμυνα του Κιέβου είχε αποδυναμώσει σε μεγάλο βαθμό από το ίδιο το ρεπουμπλικανικό μπλόκο που επί μήνες εμπόδιζε τη διάθεση πρόσθετης αμερικανικής βοήθειας από την διακυβέρνηση Μπάιντεν.
«Είναι πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να κερδίσεις έναν πόλεμο χωρίς να επιτεθείς στο έδαφος του εισβολέα. Είναι σαν μια εξαιρετική ομάδα σε κάποιο άθλημα που έχει φανταστική άμυνα, αλλά δεν της επιτρέπεται να παίξει επίθεση. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα νίκης! Έτσι είναι με την Ουκρανία και τη Ρωσία.
Ο διεφθαρμένος και εξαιρετικά ανίκανος Τζο Μπάιντεν δεν άφησε την Ουκρανία να ΑΝΤΕΠΙΤΕΘΕΙ, μόνο να ΑΜΥΝΘΕΙ. Πώς λειτούργησε αυτό; Αυτή η σύγκρουση δεν θα είχε συμβεί ποτέ αν ήμουν εγώ πρόεδρος - ΜΗΔΕΝ πιθανότητα. Ενδιαφέροντες καιροί εν όψει!» ανέφερε η ανάρτηση Τραμπ, στην οποία φάνηκε να αναγνωρίζει πως η ειρήνη δεν είναι κοντά - και ακόμα και να ενθαρρύνει το Κίεβο να κλιμακώσει τις επιθέσεις.
Με μεγάλο μέρος των σχεδίων του να παραμένει ανεκπλήρωτο, ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αβεβαιότητες που τον ταλανίζουν τους τελευταίους επτά μήνες: πόσο διατεθειμένος είναι να πιέσει τον Πούτιν και μέχρι πού σκοπεύει να φτάσει στη στήριξή του προς τον Ζελένσκι; «Στο θετικό σκέλος, πλέον συζητιούνται πραγματικά ζητήματα που πριν από μερικούς μήνες δεν έμπαιναν καν στο τραπέζι. Μιλάμε για εγγυήσεις ασφαλείας και για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τα εδαφικά ζητήματα», δηλώνει στην Wall Street Journal ο Τόμας Γκράχαμ, πρώην ανώτερος αξιωματούχος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ για θέματα Ρωσίας. Από την άλλη συμπληρώνει πως «είναι απολύτως σαφές ότι ο πρόεδρος δεν είχε κατανοήσει την πολυπλοκότητα των ζητημάτων που έχει μπροστά του και έτεινε να αντιμετωπίζει ευνοϊκά ορισμένα από όσα μπορεί να είπε ο Πούτιν».
Η αποτυχία επίτευξης διπλωματικής προόδου οφείλεται, κατά πολλές αναγνώσεις, εν μέρει στις έντονες διαφορές ύφους διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον Πούτιν και τον Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος, σύμφωνα με πρώην συνεργάτες του, προσεγγίζει τις συνομιλίες με τάση αυτοσχεδιασμού, βασιζόμενος σε προσωπικές σχέσεις. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, αντίθετα, είναι μεθοδικός στην προετοιμασία του και απαλλαγμένος από συναισθηματισμούς, όπως σημειώνουν Αμερικανοί πρώην αξιωματούχοι που τον έχουν παρακολουθήσει στενά.
Ο Τραμπ επιδιώκει μια γρήγορη λήξη του πολέμου. Ο Πούτιν, αντιθέτως, «παίζει» σε βάθος χρόνου, υπολογίζοντας ότι η Ρωσία μπορεί σταδιακά να βελτιώσει τη θέση της στο πεδίο της μάχης ακόμη κι αν αυτό σημαίνει χιλιάδες απώλειες και για τις δύο πλευρές. «Οι Ρώσοι πιστεύουν ότι ο χρόνος είναι με το μέρος τους», αναφέρει ο Νέιτ Ρέινολντς, πρώην στέλεχος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Τζο Μπάιντεν για θέματα Ρωσίας. «Δεν βιάζονται να διαπραγματευτούν μια ειρηνευτική συμφωνία. Οι δύο πλευρές παραμένουν πολύ μακριά σε όλα τα βασικά ζητήματα», προσθέτει.
Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, υποβάθμισε τη σημασία του μηνύματος που ανάρτησε ο Τραμπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λέγοντας ότι απλώς «έκανε μια παρατήρηση» για την πορεία της σύγκρουσης. Ωστόσο, η ανάρτηση ανέδειξε τη δυσφορία του Τραμπ με την πορεία ή μάλλον το αδιέξοδο των ειρηνευτικών συνομιλιών - στις οποίες δεν αναφέρθηκε καν. Το μήνυμα αυτό δεν συνάδει πάντως με τις κατηγορίες του κατά Μπάιντεν επειδή είχε παραδώσει στην Ουκρανία βαλλιστικούς πυραύλους ATACMS, με βεληνεκές άνω των 300 χιλιομέτρων, ικανούς να πλήξουν στόχους βαθιά μέσα στη Ρωσία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει παράσχει στην Ουκρανία πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, ούτε έχει εγκρίνει την αποστολή περισσότερων όπλων από τα αμερικανικά αποθέματα. Αντίθετα, η κυβέρνησή του έχει διαμορφώσει ένα πλαίσιο βάσει του οποίου οι Ηνωμένες Πολιτείες πωλούν όπλα στην Ευρώπη, ώστε εκείνη να ενισχύει την Ουκρανία - με έμφαση στα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας Patriot. Αυτήν την εβδομάδα, ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ αύξησαν τις τιμές αυτών των οπλικών συστημάτων κατά 10%, ενδεχομένως για να χρηματοδοτήσουν αμερικανική αεροπορική κάλυψη της ευρωπαϊκής δύναμης που εξετάζεται να αναπτυχθεί στην Ουκρανία.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, σε κάθε περίπτωση «ακολούθησε» αμέσως τον Τραμπ, επαναλαμβάνοντας ότι ο πόλεμος πρέπει να τερματιστεί μέσω ισχυρής πίεσης προς τη Ρωσία, καθώς «ο Πούτιν δεν καταλαβαίνει τίποτα άλλο πέρα από τη δύναμη και την πίεση». Ο Ζελένσκι αναφέρθηκε στις συνεχιζόμενες ρωσικές επιθέσεις κατά της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων χτυπημάτων σε εγκαταστάσεις αμερικανικής κατασκευαστικής εταιρείας στο Μουκάτσεβο της δυτικής Ουκρανίας, αλλά και σε έναν αυξανόμενο αριθμό φερόμενων ρωσικών προκλήσεων εναντίον κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, όπως η Λιθουανία και η Πολωνία.
Οι ουκρανικές δυνάμεις, την ίδια στιγμή, συνεχίζουν και εντείνουν τις επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές της Ρωσίας, πλήττοντας εκ νέου το τελευταίο 24ωρο τον σταθμό άντλησης πετρελαίου στην Ουνέτσα της ρωσικής περιφέρειας Μπριάνσκ και συγκεκριμένα το κομβικό κομμάτι του αγωγού που εξακολουθεί να προμηθεύει με πετρέλαιο την Ουγγαρία και τη Σλοβακία.
«Παρελθόν» η διμερής - Οι όροι του Πούτιν
Η ρωσική επίθεση στη δυτική Ουκρανία, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο, εντάσσεται στο πιο σφοδρό κύμα ρωσικών επιδρομών με drones και πυραύλους εδώ και περισσότερο από έναν μήνα και ήλθε καθώς η Ρωσία επαναλάμβανε τα μαξιμαλιστικά αιτήματα για τον τερματισμό του πολέμου και ξεκαθάριζε, διά στόματος του επικεφαλής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ, πως το υπό κατάρτιση σχέδιο της «Συμμαχίας των Προθύμων» για την ανάπτυξη ευρωπαϊκής δύναμης στη μεταπολεμική Ουκρανία ισοδυναμεί με «ξένη παρέμβαση», η οποία είναι «απολύτως απαράδεκτη» για τη Μόσχα.
Ο Λαβρόφ δήλωσε ότι η Ρωσία θέλει να επιστρέψει στο πλαίσιο που είχε προταθεί στις αρχικές ειρηνευτικές συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης το 2022, βάσει του οποίου η Μόσχα και το Πεκίνο θα βοηθούσαν να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ουκρανίας μαζί με Ευρωπαίους συμμάχους - όροι που το Κίεβο σαφώς θεωρεί απαράδεκτους. «Υποστηρίζουμε τις αρχές και τις εγγυήσεις ασφαλείας που είχαν συμφωνηθεί τον Απρίλιο του 2022. Οτιδήποτε άλλο είναι φυσικά μία απολύτως μάταιη προσπάθεια», διαμήνυσε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες εξετάζουν πυρετωδώς πιθανά σχήματα εγγυήσεων ασφαλείας για την Ουκρανία μετά τον πόλεμο, ενθαρρυμένοι από την υπόσχεση Τραμπ να στηρίξει τη χώρα στο πλαίσιο οποιασδήποτε συμφωνίας με τη Ρωσία, το πιθανότερο παρέχοντας αεροπορική υποστήριξη καθώς η ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων έχει αποκλειστεί. Η Γαλλία, η Βρετανία και η Εσθονία έχουν δηλώσει ότι θα μπορούσαν να στείλουν στρατεύματα σε μια μεταπολεμική Ουκρανία, ενώ και άλλες χώρες έχουν εκφράσει προθυμία, αν και πολλά εξαρτώνται από τη στάση των ΗΠΑ.
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι συζήτησε το θέμα των εγγυήσεων με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, κατά την χθεσινή επίσκεψη του τελευταίου στην Ουκρανία, τονίζοντας ότι αυτές θα πρέπει να διαρθρωθούν με τρόπο παρόμοιο με το Άρθρο 5 για τη συλλογική άμυνα της Συμμαχίας. Ο Ουκρανός πρόεδρος κατηγόρησε τη Ρωσία ότι επιχειρεί να καταστήσει αδύνατο τον τερματισμό του πολέμου και να αποτρέψει μία συνάντηση κορυφής μεταξύ του ίδιου και του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Σε χθεσινή του συνέντευξη στο NBC, ο Σεργκέι Λαβρόφ υποβάθμισε τις πιθανότητες διμερούς συνόδου κορυφής Πούτιν-Ζελένσκι, λέγοντας ότι μία ανάλογη συνάντηση δεν μπορεί να διεξαχθεί έως ότου συμφωνηθεί η ατζέντα και όλα τα θέματα προς συζήτηση έχουν προετοιμαστεί προσεκτικά. Όσο για τη ρωσική ατζέντα, αυτή εξακολουθεί να περιλαμβάνει τη συνθηκολόγηση της Ουκρανίας: Εκχώρηση όλου του Ντονμπάς, αποκήρυξη της φιλοδοξίας ένταξης στο ΝΑΤΟ, ουδετερότητα και δυτικά στρατεύματα μακριά από τη χώρα. Εάν το Κίεβο αρνηθεί, ο πόλεμος θα συνεχιστεί, κατά πηγές του Κρεμλίνου που έχει επικαλεστεί σε αποκλειστικό του δημοσίευμα το πρακτορείο Reuters.
Στην πιο λεπτομερή, μέχρι στιγμής, ρωσικής προέλευσης αποτύπωση σχετικά με τα όσα διημείφθησαν στην Αλάσκα, ο Πούτιν εμφανίζεται να έχει κάνει κάποια υποχώρηση σε σχέση με τις εδαφικές απαιτήσεις που είχε θέσει τον Ιούνιο του 2024, όταν ζητούσε από το Κίεβο να παραχωρήσει το σύνολο των τεσσάρων επαρχιών που η Μόσχα έχει μονομερώς και παράνομα προσαρτήσει παρότι δεν τις ελέγχει πλήρως: το Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ στην ανατολική Ουκρανία -που συγκροτούν το Ντονμπάς- καθώς και τη Χερσώνα και τη Ζαπορίζια στο νότο. Το Κίεβο είχε απορρίψει τους όρους αυτούς ως ισοδύναμους με παράδοση.
Στη νέα του πρόταση, ο Ρώσος πρόεδρος εμμένει στην απαίτηση να αποσυρθεί πλήρως η Ουκρανία από τα τμήματα του Ντονμπάς που εξακολουθεί να ελέγχει. Σε αντάλλαγμα, η Μόσχα θα «παγώσει» τις σημερινές γραμμές του μετώπου στη Ζαπορίζια και τη Χερσώνα. Σύμφωνα με αμερικανικές εκτιμήσεις και ανοιχτές πηγές δεδομένων, η Ρωσία ελέγχει περίπου το 88% του Ντονμπάς και το 73% της Ζαπορίζια και της Χερσώνας. Επιπλέον, η Μόσχα εμφανίζεται διατεθειμένη να παραχωρήσει τα μικρά τμήματα των περιφερειών Χαρκόβου, Σούμι και Ντνιπροπετρόφσκ που κατέχει, στο πλαίσιο μιας πιθανής συμφωνίας, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
Ο Πούτιν εμμένει επίσης στις προηγούμενες απαιτήσεις του: η Ουκρανία να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες ένταξης στο ΝΑΤΟ, η Συμμαχία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ να δεσμευτεί νομικά ότι δεν θα επεκταθεί περαιτέρω προς Ανατολάς, να υπάρξουν περιορισμοί στις ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις και να συμφωνηθεί ότι δεν θα αναπτυχθούν δυτικά στρατεύματα στο ουκρανικό έδαφος ως ειρηνευτική δύναμη.
Ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει επανειλημμένα απορρίψει την εκχώρηση ή απόσυρση από διεθνώς αναγνωρισμένα ουκρανικά εδάφη, πολλώ δε μάλλον ελεύθερα, στο πλαίσιο οποιασδήποτε συμφωνίας, υπογραμμίζοντας ότι η βιομηχανική ζώνη του Ντονμπάς λειτουργεί ως «οχυρό» που αναχαιτίζει τις ρωσικές προελάσεις βαθύτερα μέσα στην Ουκρανία. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ παραμένει συνταγματικά κατοχυρωμένος στόχος, ενώ ο Ζελένσκι τόνισε ότι δεν είναι προνόμιο της Μόσχας να αποφασίζει για τη Συμμαχία.