Ο Λευκός Οίκος έδωσε (29 Σεπ) στη δημοσιότητα μία ελαφρώς μεν, ουσιαστικά δε, διαφοροποιημένη έκδοση του Σχεδίου Τραμπ για την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, που προτείνει μία «δίκαιη λύση για διαρκή ειρήνη» στην περιοχή. Το ίδιο κείμενο, εκτιμάται ότι, συζητήθηκε εκτενώς και κατά την έκτακτη σύσκεψη που συγκάλεσε ο Πρόεδρος Τραμπ με τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Αραβικού και Μουσουλμανικού κόσμου την προηγούμενη εβδομάδα (23 Σεπ), και στην οποία έθεσε εκ δεξιών του τον Πρόεδρο Ερτογάν, αναγνωρίζοντας – τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμού – το δυνητικό ρόλο της Τουρκίας στην επιτυχία του εν λόγω σχεδίου.
Στην ουσία πρόκειται για δύο εκδοχές του ίδιου σχεδίου: Μία «επίσημη» που κυκλοφόρησε ως σχέδιο 20 σημείων και η μία πρότερη με 21 σημεία, που διοχετεύθηκε στον Τύπο μέσω διαρροών και δημοσιεύθηκε αρχικά στους Times of Israel και στο Asharq Al-Awsat. Τα περισσότερα σημεία είναι ταυτόσημα, όμως υπάρχουν και μερικές διαφορές που έχουν τη σημασία τους:
Καταρχήν, στη διαρροή των 21 σημείων υπάρχει αναφορά σε ρητή δέσμευση του Ισραήλ να μην πραγματοποιήσει μελλοντικές επιθέσεις στο Κατάρ, και η διεθνής κοινότητα να αναγνωρίσει τον διαμεσολαβητικό ρόλο της εν λόγω χώρας. Στην εκδοχή των 20 σημείων αυτό το κομμάτι απουσιάζει εντελώς, καθώς το Κατάρ ουσιαστικά αποτελεί κύριο πυλώνα της συμφωνίας (ακόμα και τριμερής συνάντηση ΗΠΑ, Ισραήλ και Κατάρ είναι στο τραπέζι) και συνεπώς οποιαδήποτε αναφορά στο Κατάρ θα αποδυνάμωνε το νέο ενισχυμένο ρόλο του και θα ήταν – ίσως και – περιττή, ιδιαίτερα μετά την επίσημη συγγνώμη του πρωθυπουργού Νετανιάχου για την παράπλευρη απώλεια πολιτών του Κατάρ.
Μια άλλη διαφορά είναι η αναφορά σε ένα νέο διεθνές μεταβατικό όργανο («Board of Peace») με πρόεδρο τον ίδιο τον Τραμπ και μέλος τον πρώην Βρετανό πρωθυπουργό, Τόνυ Μπλαιρ, που θα εποπτεύει την ανοικοδόμηση της Γάζας και τη μεταβατική διοίκηση. Η προσωπική ανάμειξη του Τραμπ δεν περιγράφεται στην αρχική διαρροή, γεγονός που σημαίνει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δέχθηκε «πιέσεις» για την τελική μορφή του σχήματος της «μεταβατικής διοίκησης τεχνοκρατών».
Αναφορικά με τον τρόπο απελευθέρωσης κρατουμένων, η συμφωνία παρέχει σαφή αριθμητική δέσμευση, ήτοι 250 Παλαιστίνιοι καταδικασμένοι σε Ισόβια και 1700 συλληφθέντες μετά την 7η Οκτωβρίου 2023, καθώς και αναλογία 1:15 για εκατέρωθεν επιστροφή λειψάνων. Εδώ παρατηρούμε ότι η τελική αριθμητική πρόταση, αντί της γενικής διατύπωσης «δεκάδες έως εκατοντάδες ισοβίτες και πάνω από 1000 κάτοικοι της Γάζας» αποτελεί προϊόν σκληρής διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων μερών.
Το σχέδιο έγινε αποδεκτό, τουλάχιστον επί της αρχής, από το Ισραήλ και, αντιμετωπίστηκε με συγκρατημένη αισιοδοξία από τον υπόλοιπο κόσμο. Αναμένεται, βέβαια, και η θέση της Χαμάς, η οποία έχει – πάντα κατά τον Τράμπ – προθεσμία 3-4 ημερών για να το αποδεχθεί. Φυσικά, σε πρώτη ανάγνωση, κάτι τέτοιο φαντάζει δύσκολο για πολλούς λόγους. Τέλος, θεωρείται δεδομένο ότι το σχέδιο έχει την ανοχή αν όχι τη συναίνεση και των βασικών Αραβικών και Μουσουλμανικών χωρών. Είναι όμως πραγματικά μια ρεαλιστική και βιώσιμη πρόταση;
Αρχικά, οι δεκαετίες πολέμου και η βαθιά ριζωμένη έχθρα ένθεν και ένθεν, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα δυσπιστίας και καχυποψίας ακόμη και στους μετριοπαθείς θιασώτες της ειρήνης στην περιοχή. Συνεπώς, τόσο το Ισραήλ όσο και η Χαμάς θεωρούν σχεδόν βέβαιο ότι η άλλη πλευρά δεν θα τηρήσει τις δεσμεύσεις. Άρα, όσες εγγυήσεις και να παρέχει ο διεθνής παράγοντας, απαιτούνται αυστηροί και λειτουργικοί μηχανισμοί επιτήρησης, προκειμένου να εφαρμοστούν τα συμπεφωνημένα. Κατά συνέπεια, η προθεσμία των 72 ωρών για την παράδοση των ομήρων είναι δύσκολο να επιτευχθεί, πόσω μάλλον η σταδιακή αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων. Στο ίδιο πλαίσιο, η προβλεφθείσα αλληλουχία των γεγονότων δεν έχει σαφές χρονοδιάγραμμα (πλην των 72 ωρών επιστροφής των ομήρων) και η μη πραγματοποίηση κάποιου σταδίου, αυτομάτως εκτροχιάζει την όλη διαδικασία.
Στο εσωτερικό του Ισραήλ, είναι σαφές ότι θα υπάρξουν σφοδρές αντιδράσεις από τα υπερορθόδοξα και εθνικιστικά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, που δεν αποδέχονται κρατική υπόσταση των Παλαιστινίων υπό οποιαδήποτε μορφή, ούτε αποχώρηση των ισραηλινού στρατού από τη Γάζα. Στην πολιτική σκηνή του Ισραήλ, η πρόθεση της αντιπολίτευσης να στηρίξει το σχέδιο, είναι πιθανόν να αποτελέσει μία λύση, εφόσον και το κόμμα του Νετανιάχου (Λικούντ) όντως επιθυμεί την εφαρμογή του σχεδίου και η συμφωνία επί της αρχής δεν αποτελεί έναν πολιτικό τακτικισμό... Συναφώς, η ιδέα ενός διεθνούς οργάνου («Board of Peace») με την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων και από αραβικά κράτη στο έδαφος της Γάζας, δεν είναι ιδιαίτερα «ελκυστική» και για ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, καθώς υπάρχει η ανησυχία, ότι το Ισραήλ πιθανόν να χάσει τον έλεγχο ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή.
Όσον αφορά την τρομοκρατική οργάνωση της Χαμάς, που εξελέγη μεν δημοκρατικά το 2006 αλλά, δεδομένου ότι δεν έχει ξανακάνει εκλογές έκτοτε και στερείται – προφανώς – νομιμοποίησης, η απόλυτη και άνευ όρων διάλυση των στρατιωτικών δομών της είναι προφανώς απαράδεκτη γι’ αυτήν, καθώς αυτό θα σημάνει και την απώλεια ελέγχου και επιρροής. Βέβαια, η πρότασή της για αποχώρηση όλων των ισραηλινών δυνάμεων πριν την οποιαδήποτε συμφωνία, επίσης δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή, όχι μόνον από το Ισραήλ, αλλά και από τη Διεθνή κοινότητα.
Τέλος, στο σχέδιο Τραμπ δεν γίνεται καμία αναφορά σε αναγνώριση κρατικής οντότητας της Παλαιστίνης, τουλάχιστον έως την ολοκλήρωση του δημοκρατικού μετασχηματισμού της υφιστάμενης Παλαιστινιακής Αρχής, κάτι που ομολογουμένως είναι ιδιαίτερα δύσκολο και χρονοβόρο. Ερωτήματα που παραμένουν, και προφανώς συνδέονται αναπόσπαστα με το μέλλον της Γάζας, είναι το καθεστώς των υπολοίπων «κατεχομένων» μετά τον πόλεμο του 1967 (Υψίπεδα Γκολάν, Δυτική Όχθη, Ανατολική Ιερουσαλήμ) και το εποικιστικό πρόγραμμα του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η αναγνώριση Παλαιστινιακού κράτους από 150 κράτη μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (επί συνόλου 193) αφορά τα σύνορα προ του 1967 και ο εκτεταμένος εποικισμός της Δυτικής Όχθης καθιστά κάτι τέτοιο πρακτικά αδύνατο.
Συνοψίζοντας, το σχέδιο Τραμπ αποτελεί μία ρεαλιστική προσέγγιση, αποτυπώνοντας και την κατάσταση στο πεδίο. Οι πιθανότητες, όμως, επιτυχίας του είναι – δυστυχώς – ελάχιστες, ακριβώς λόγω των πρακτικά ανυπέρβλητων δυσκολιών, ένεκα ακριβώς των ιδιαιτεροτήτων στην περιοχή και των παγιωμένων αντιλήψεων ένθεν και ένθεν.
*Ο Στάθης Κυριακίδης είναι Υποναύαρχος (εα), Στρατηγικός Αναλυτής και Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Strategy International.