Πάνω από 10.000 Ρώσοι στρατιώτες επιστρέφουν στις βάσεις τους από τα σύνορα με την Ουκρανία

Πάνω από 10.000 Ρώσοι στρατιώτες επιστρέφουν στις βάσεις τους από τα σύνορα με την Ουκρανία

Πάνω από 10.000 Ρώσοι στρατιώτες επιστρέφουν στις μόνιμες βάσεις τους ύστερα από έναν μήνα ασκήσεων κοντά στην Ουκρανία, όπως μετέδωσε σήμερα το πρακτορείο ειδήσεων Interfax, επικαλούμενο τον ρωσικό στρατό.

Το Interfax ανέφερε ότι τα γυμνάσια έγιναν σε πολλές περιοχές κοντά στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, στην προσάρτηση της οποίας προχώρησε η Ρωσία το 2014, καθώς και στις νότιες ρωσικές περιοχές του Ροστόφ και του Κουμπάν.

Η ανάπτυξη από την πλευρά της Ρωσίας δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών κοντά στην Ουκρανία είχε προκαλέσει έντονη ανησυχία στο Κίεβο και τις πρωτεύουσες της Δύσης ότι η Μόσχα σχεδίαζε επίθεση.

Η Ρωσία από την πλευρά της, απορρίπτει αυτές τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι χρειάζεται δεσμεύσεις από τη Δύση -συμπεριλαμβανομένης της υπόσχεσης από το ΝΑΤΟ να μην επεκτείνει τη συμμαχία ανατολικά προς τα ρωσικά σύνορα- διότι η δική της ασφάλεια απειλείται από την ενίσχυση των σχέσεων της Ουκρανίας με τη συμμαχία της Δύσης.

Παράλληλα, η Μόσχα επισημαίνει ότι μπορεί να αναπτύξει τα στρατεύματά της στο έδαφός της όπως εκείνη κρίνει σκόπιμο.

Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Ρώσων στρατιωτών που πρόσφατα μετακινήθηκαν προς την Ουκρανία κυμαίνονται από 60.000 έως 90.000, με έγγραφο των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών να αναφέρει ότι ο αριθμός τους μπορεί να φθάνει έως τις 175.000.

Εικόνες από δορυφόρο που είδαν το φως της δημοσιότητας έδειξαν εκατοντάδες ρωσικά τεθωρακισμένα οχήματα στην Κριμαία.

Στις 7 Οκτωβρίου οι δορυφορικές εικόνες είχαν δείξει ότι το αντίστοιχο γεωγραφικό πεδίο είχε τα μισά άρματα μάχης σε σχέση με πριν από μερικές ημέρες.

Την περασμένη Τρίτη ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν είχε κατηγορήσει τη Δύση για κλιμάκωση της έντασης στην Ευρώπη, αποδίδοντάς την σε «λανθασμένη αποτίμηση» της έκβασης του Ψυχρού Πολέμου, και δεσμεύθηκε ότι η Μόσχα θα δώσει «στρατιωτική και τεχνική απάντηση», αν οι δυτικοί της αντίπαλοι δεν θέσουν τέλος στην πολιτική τους που χαρακτηρίζεται απειλητική απέναντι στη Ρωσία.

«Στην περίπτωση που θα διατηρηθεί η σαφώς επιθετική γραμμή των δυτικών μας φίλων, θα λάβουμε τα προσήκοντα στρατιωτικά και τεχνικά μέτρα αντιποίνων, θα αντιδράσουμε με σθεναρό τρόπο στις μη φιλικές ενέργειες... Έχουμε το απόλυτο δικαίωμα», δήλωσε ο Πούτιν απευθυνόμενος σε στελέχη των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων και του ρωσικού υπουργείου Άμυνας.

«Η ενίσχυση της συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, καθώς και η οργάνωση μεγάλων διαστάσεων στρατιωτικών ασκήσεων στα ρωσικά σύνορα συνιστούν πηγή σοβαρής ανησυχίας», είπε ο Πούτιν, την ώρα που η Δύση κατηγορεί αντίθετα το Κρεμλίνο για τη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία, στο πλαίσιο προετοιμασίας για στρατιωτική εισβολή.

Ο Πούτιν είχε επισημάνει, στο πλαίσιο των απαιτήσεων που διατυπώνει κατά το τελευταίο διάστημα, την ανάγκη οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ να δώσουν εγγυήσεις ασφαλείας στη Ρωσία υπογράφοντας συμφωνίες που θα απαγορεύουν κάθε μελλοντική διεύρυνση της Ατλαντικής Συμμαχίας.

Ο Πούτιν είχε διατυπώσει την απαίτηση αυτή στον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν κατά τη διάρκεια βιντεοκλήσης στις αρχές του Δεκεμβρίου και την προηγούμενη εβδομάδα έδωσε στη δημοσιότητα δύο σχέδια συνθηκών προς αυτήν την κατεύθυνση. Ενώ είχε κατηγορήσει τις ΗΠΑ ότι παραβιάζουν τις συμφωνίες που υπογράφουν όταν τις βολεύει ή παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, ενώ ζητούν από τους άλλους να το σεβασθούν. «Φτάνει με τα τεχνάσματα», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά.

Υπενθυμίζεται ότι την περασμένη Πέμπτη ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ είχε τηλεφωνικές συνομιλίες για το θέμα της Ουκρανίας με τους επικεφαλής της διπλωματίας των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ και με τον Βρετανό υπουργό Άμυνας Μπεν Ουάλας.

Στον λογαριασμό του στο Twitter, ο Στόλτενμπεργκ ανέφερε ότι συζήτησε μαζί τους τις επιπλοκές της ρωσο-ουκρανικής κρίσης στην ασφάλεια των συμμάχων.

«Θα κάνουμε αυτό που πρέπει για να εγγυηθούμε την ασφάλεια και την υπεράσπιση όλων των συμμάχων του ΝΑΤΟ, παραμένοντας παράλληλα ανοικτοί στον διάλογο» με τη Ρωσία, προειδοποίησε ο Στόλτενμπεργκ.