Δύο χρόνια μετά το μούδιασμα της Ευρώπης από τη νίκη της Άκρας Δεξιάς του Χερτ Βίλντερς, η Ολλανδία στήνει αύριο πρόωρες κάλπες σε ένα πολιτικό τοπίο όπου αναβιώνουν οι παραδοσιακές δυνάμεις του κέντρου και αναδεικνύεται μία «γαλλικού τύπου» τριχοτόμηση: κεντροαριστερά, κεντροδεξιά και ακροδεξιά σε οριακή ισορροπία. Τρία αντίπαλα μπλοκ, αβέβαιη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και στο επίκεντρο της εκλογικής αναμέτρησης το μεταναστευτικό, το κόστος ζωής και η στεγαστική κρίση.
Οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν το Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του Βίλντερς σε τροχιά να κατακτήσει εκ νέου τις περισσότερες έδρες στο Κοινοβούλιο, δίχως όμως καμία προοπτική να βρει κυβερνητικούς εταίρους, δεδομένου ότι τα κόμματα έχουν αυτή τη φορά υψώσει φραγμό σε συνεργασία με την Ακροδεξιά. Το κοινό ψηφοδέλτιο Πράσινης Αριστεράς και Εργατικού Κόμματος (GroenLinks-PvdA), υπό τον πρώην αντιπρόεδρο της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς, και οι Χριστιανοδημοκράτες (CDA) του Χέντρι Μπόντενμπαλ διαγκωνίζονται για τη δεύτερη θέση στις εκλογές και την πρωτοκαθεδρία στο χώρο του κέντρου. Το ποιος θα τερματίσει πρώτος ανάμεσα στους πόλους κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς θα καθορίσει και την κατεύθυνση των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την πρωθυπουργία.
Οι πρόωρες κάλπες στήνονται μετά την κατάρρευση του τετρακομματικού κυβερνητικού συνασπισμού που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του 2023, όταν για πρώτη φορά στα πολιτικά χρονικά της Ολλανδίας επικράτησε το αντι-μεταναστευτικό και αντι-ισλαμικό κόμμα του Χερτ Βίλντερς. Μήνες μετεκλογικών διαπραγματεύσεων κατέληξαν σε κυβέρνηση συνασπισμού του PVV με το συντηρητικό-φιλελεύθερο Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) -την παράταξη του πρώην πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε, η ηγεσία της οποίας είχε εν τω μεταξύ περάσει στην Ντιλάν Γκεσίλγκιοζ- και δύο νεότευκτα κόμματα που εισήλθαν προ διετίας για πρώτη φορά στη Βουλή, το κεντροδεξιό Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο (NSC) υπό τον Πίτερ Όμσιχτ και το δεξιό, λαϊκιστικό Κίνημα Αγρότη-Πολίτη (BBB).
Οι κυβερνητικοί εταίροι απέκλεισαν τον ίδιο τον Βίλντερς από την πρωθυπουργία και επέλεξαν τον πρώην επικεφαλής υπηρεσιών πληροφοριών Ντικ Σχοφ, στη λογική ενός «υβριδικού» κυβερνητικού σχήματος με τεχνοκράτες και πολιτικούς. Η κυβέρνηση συνασπισμού -η πρώτη στα χρονικά υπό την πρωτοκαθεδρία της Άκρας Δεξιάς- αποδείχθηκε εύθραυστη. Όταν οι εταίροι απέρριψαν τον δεκάλογο ακραίων μέτρων για το μεταναστευτικό -στρατός στα σύνορα, απόρριψη όλων των αιτούντων άσυλο, κλείσιμο των περισσότερων δομών φιλοξενίας, επιστροφή Σύρων προσφύγων-, ο Βίλντερς απέσυρε το κόμμα του από την κυβέρνηση για να ακολουθήσει η αποχώρηση του Νέου Κοινωνικού Συμβολαίου (NSC) και το «πείραμα» να καταρρεύσει τον περασμένο Ιούνιο.
Το εκλογικό σώμα καλείται τώρα ξανά στις κάλπες και αν η ανάγνωση του πολιτικού χάρτη αποτυπώνει με σαφήνεια κάτι, αυτό είναι ότι η Ολλανδία μπαίνει σε μια εκλογική αναμέτρηση με πολλά ενδεχόμενα και λίγες βεβαιότητες. Η Βουλή διαθέτει 150 έδρες και η αυτοδυναμία είναι ιστορικά άπιαστη· απαιτούνται 76 έδρες για πλειοψηφία, τις οποίες κανένα κόμμα δεν προσεγγίζει. Με απλή αναλογική σε ενιαία εκλογική περιφέρεια και κατώφλι 0,67%, τουλάχιστον 16 κόμματα αναμένεται να εκπροσωπηθούν, ενώ δύσκολα κάποιο θα ξεπεράσει το 20%.
Στο πεδίο των πρωταγωνιστών, η συμμαχία Πράσινη Αριστερά/Εργατικό Κόμμα (GL/PvdA), υπό τον Φρανς Τίμερμανς, έχει θέσει ως κεντρική προτεραιότητα τη μαζική ανέγερση νέων κατοικιών, ενώ έχει εντάξει στο πρόγραμμά της πλαφόν καθαρής μετανάστευσης μεταξύ 40.000-60.000 ατόμων ετησίως. Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDA) επίσης προτάσσουν την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης ως πρώτη τους προτεραιότητα, υποσχόμενοι να ασκήσουν συνολικά μία «κανονική, πολιτισμένη πολιτική».
Κυρίαρχοι στην ολλανδική σκηνή από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ξανά στις αρχές της δεκαετίες του 2000, οι Χριστιανοδημοκράτες έκτοτε «βυθίστηκαν» και στις κάλπες του 2023 απέσπασαν μόλις πέντε έδρες. Ωστόσο, μετά την ανάληψη των ηνίων από τον πρωτοεμφανιζόμενο στην πολιτική Χέντρι Μπόντενμπαλ σημειώνουν εντυπωσιακή ανάκαμψη και εμφανίζονται σε τροχιά να κερδίσουν έως και 26 έδρες. Το Εργατικό Κόμμα, που επίσης ανακάμπτει, είναι το παραδοσιακό κεντροαριστερό κόμμα της Ολλανδίας, με σοσιαλδημοκρατικές ρίζες. Επί δεκαετίες αποτέλεσε το αντίβαρο του CDA στο κέντρο του πολιτικού φάσματος.
Στον αντίποδα, οι «νεοεισελθόντες» του 2023 υφίστανται σοβαρή πίεση. Το Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο (NSC) του Πίτερ Όμσιχτ κινδυνεύει ακόμη και με «εξαφάνιση» από τη νέα Βουλή, ενώ το λαϊκιστικό Κίνημα Αγρότη-Πολίτη (BBB) «βλέπει» τη δυναμική του να υποχωρεί αισθητά.
Την ίδια στιγμή, στο κέντρο, το φιλελεύθερο Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD), υπό την Ντιλάν Γκεσίλγκιοζ, εισπράττει διαρκή φθορά, χάνει το πλεονέκτημα της τελευταίας 15ετίας και επιστρέφει σε ρόλο δεύτερης γραμμής. Αντίθετα, οι φιλελεύθεροι-προοδευτικοί Δημοκράτες 66 (D66), με τον Ρομπ Γέτεν, αναμένεται να ενισχύσουν τις έδρες τους σε 17 από εννέα σήμερα. Το λαϊκιστικό υπερσυντηρητικό JA21, προερχόμενο από τη διάσπαση ακροδεξιού κόμματος, δείχνει την ίδια στιγμή να καρπώνεται διαρροές από το Κόμμα της Ελευθερίας (PVV), το Κίνημα Αγρότη-Πολίτη (BBB) και το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD), με προοπτική διψήφιου αριθμού εδρών.
Η διαχείριση του μεταναστευτικού ήταν και παραμένει κυρίαρχο ζήτημα για τους ψηφοφόρους. Η στέγαση είναι το δεύτερο μεγάλο μέτωπο: η Ολλανδία έχει έλλειμμα περίπου 400.000 κατοικιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για ενοίκια, προσφορά και κοινωνική συνοχή. Το κόστος ζωής πιέζει, τροφοδοτώντας πολεμική για το εύρος των παροχών, τη φορολογική πολιτική και τον ρόλο του κράτους. Οι εκπομπές αζώτου είναι επίσης σταθερό πεδίο διαμάχης, με τους αγρότες να ζητούν αναθεώρηση των ορίων - πρόκειται για το ζήτημα που τροφοδότησε και την εντυπωσιακή άνοδο του BBB το 2023 και συμπυκνώνει μία δοκιμασία ισορροπιών ανάμεσα σε περιβαλλοντικές δεσμεύσεις και παραγωγικές ανάγκες.
Η Ακροδεξιά μπορεί να κατακτήσει τις περισσότερες έδρες, αλλά παραμένει ανεπιθύμητος εταίρος για τα άλλα μεγάλα κόμματα, γεγονός που μεταφράζεται σε απομόνωση στις μετεκλογικές διεργασίες. Το Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) εξακολουθεί να επηρεάζει την ατζέντα -με αιχμή τη σκληρή γραμμή στο μεταναστευτικό και τη ρητορική περί «τάξης και ασφάλειας»-, αλλά έχει απέναντί του ένα τοίχος άρνησης συνεργασίας που δύσκολα θα σπάσει. Συνεπώς, το «μπλόκο» συνεργασιών γύρω του μετατρέπει την πρωτιά σε σχετικό μέγεθος. Η εμπειρία από την προηγούμενη κυβερνητική περίοδο έδειξε σαφώς ότι η σταθερότητα δεν είναι αυτονόητη όταν οι ακραίες θέσεις μεταφέρονται στο «τραπέζι» της διακυβέρνησης.
Με αυτά τα δεδομένα, η μετεκλογική αριθμητική ξεκινά με τους θεσμικούς ρόλους του «informateur» και του «formateur» για την ανίχνευση και διαπραγμάτευση συμμαχιών, διαδικασία που μπορεί να κρατήσει μήνες. Πιθανές λύσεις «περνούν» μέσα από σύνθετα σχήματα κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς. Μια ευρεία συνεργασία με κορμό είτε την Πράσινη Αριστερά/Εργατικό Κόμμα (GL/PvdA) είτε τους Χριστιανοδημοκράτες (CDA), με τη στήριξη των Δημοκρατών 66 (D66) και του Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD), συγκεντρώνει ρεαλιστικές πιθανότητες. Όπως σημειώνει ο Guardian, εναλλακτικές λύσεις μπορεί να περιλαμβάνουν συνδυασμούς των δύο μεγάλων κεντρώων πόλων με τους Δημοκράτες 66 (D66) και μικρότερα κόμματα, με στόχο μια λειτουργική πλειοψηφία που δεν θα εξαρτάται από την Ακροδεξιά.
Στο πεδίο της οικονομίας, το βάρος των προτεραιοτήτων μετατοπίζεται σε πολιτικές που συνδέονται άμεσα με τη ζωή των πολιτών. Η στέγαση απαιτεί δραστική επιτάχυνση αδειοδοτήσεων, επενδυτικά εργαλεία μεγάλης κλίμακας και συνέργειες με την αυτοδιοίκηση. Η πράσινη μετάβαση χρειάζεται προβλέψιμο πλαίσιο και χρηματοδότηση που να μην «πνίγει» την παραγωγή, ενώ η ενέργεια και οι μεταφορές θα βρεθούν ξανά στο επίκεντρο επιλογών με δημοσιονομικό αντίκτυπο. Όπως εκτιμά η έγκριτη εταιρεία ανάλυσης πολιτικού κινδύνου Teneo, το κοινό ψηφοδέλτιο Πράσινη Αριστερά/Εργατικό Κόμμα (GL/PvdA) μπορεί να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στην προώθηση μεγάλων επενδύσεων -κυρίως στη στέγαση-, να επιταχύνει την πράσινη μετάβαση και να πιέσει για την επίτευξη του στόχου του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες στο 5%, μέσω ειδικού χρηματοδοτικού «οχήματος» 25 δισ. ευρώ, με παράλληλη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Στο καθαρά πολιτικό «παιχνίδι», η Πράσινη Αριστερά/Εργατικό Κόμμα (GL/PvdA) έχει πλεονέκτημα ευελιξίας: ακόμη και ως δεύτερο κόμμα θα μπορούσε να αναζητήσει μια πιο «αριστερόστροφη» συμφωνία με τους Δημοκράτες 66 (D66), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP) και μικρότερους κοινωνικά φιλελεύθερους σχηματισμούς - αν και μια ευρύτερη, κεντρώα σύνθεση μοιάζει, κατά τους αναλυτές, πιο πρακτική. Οι Χριστιανοδημοκράτες, από την πλευρά τους, προβάλλονται ως εναλλακτικός πυλώνας σταθερότητας, ικανός να συνεννοηθεί με τους Δημοκράτες 66 (D66) και το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD). Σε κάθε περίπτωση, όπως και αν διαμορφωθεί το παζλ των εδρών, ο κανόνας είναι πως για να «σταθεί» κυβέρνηση απαιτείται συμβιβασμός και συνεννόηση στο Κέντρο.
