Είναι 9 Μαΐου 2014 και ο Βλαντιμίρ Πούτιν γιορτάζει την Ημέρα της Νίκης στην Κριμαία
Οι μεγάλοι κίνδυνοι της αναγνώρισης «ρωσικής» Κριμαίας
AP Photo/Ivan Sekretarev
AP Photo/Ivan Sekretarev
Είναι 9 Μαΐου 2014 και ο Βλαντιμίρ Πούτιν γιορτάζει την Ημέρα της Νίκης στην Κριμαία

Οι μεγάλοι κίνδυνοι της αναγνώρισης «ρωσικής» Κριμαίας

Η δρομολογούμενη από τον Ντόναλντ Τραμπ επίσημη αναγνώριση εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών της ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία, στο πλαίσιο του «ειρηνευτικού σχεδίου» που προωθεί προς τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, αποτελεί βαθιά πρόκληση για την παγκόσμια τάξη που οικοδομήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. «Επικροτώντας» την κατάληψη και προσάρτηση ουκρανικού εδάφους, ο Τραμπ ουσιαστικά υπονομεύει τις βασικές αρχές της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας που έχουν στηρίξει τις διεθνείς σχέσεις εδώ και δεκαετίες. 

Ήταν τέλη Φεβρουαρίου του 2014 όταν οι «άνδρες με τα πράσινα» ή τα «μικρά πράσινα ανθρωπάκια», οι Ρώσοι στρατιώτες με τις πράσινες στολές δίχως διακριτικά, εισέβαλαν στην Κριμαία και την κατέλαβαν σε μία αναίμακτη αλλά γεωπολιτικά μοιραία επιχείρηση που πυροδότησε την πιο σοβαρή αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ήταν η πρώτη πράξη του πολέμου.

Έκτοτε, η Κριμαία χρησίμευσε ως ορμητήριο για τη διαρκή επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας μέχρι να φθάσει στην πλήρους κλίμακας εισβολή του 2022. Ο έλεγχος της Ρωσίας επί της Κριμαίας της επέτρεψε επίσης να επιβάλει αποκλεισμό των λιμανιών της Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα, διαταράσσοντας σοβαρά τις παγκόσμιες εξαγωγές σιτηρών και συμβάλλοντας στην επισιτιστική ανασφάλεια παγκοσμίως.

Η γεωγραφία της χερσονήσου -που συνδέεται με τα κατεχόμενα ουκρανικά εδάφη με μια στενή λωρίδα γης και χωρίζεται από τη ρωσική επικράτεια με τον πορθμό του Κερτς- την καθιστά ζωτικό στρατηγικό πλεονέκτημα για τη Μόσχα όσον αφορά τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας και τη μετατροπή της Αζοφικής σε εσωτερική ρωσική θάλασσα. Η στρατηγική σημασία της χερσονήσου έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία της βάσης του ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας στη Σεβαστούπολη, προπύργιο της στρατιωτικής και ναυτικής προβολής ισχύος της Ρωσίας στο «μαλακό υπογάστριό» της.

Ιστορικά μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τον 18ο αιώνα, η Κριμαία μεταβιβάστηκε στην Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία το 1954 από τον Νικίτα Χρουστσόφ. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η Κριμαία έγινε μέρος της ανεξάρτητης Ουκρανίας, αλλά οι εντάσεις σχετικά με το καθεστώς της παρέμειναν.

Στη σκιά της εξέγερσης της Μαϊντάν και της ανατροπής του φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς, η Ρωσία εκμεταλλευόμενη το κλίμα και το σχετικό κενό εξουσίας εισέβαλε και κατέλαβε σε χρόνο-ρεκόρ την Κριμαία. Κατόπιν παράνομου δημοψηφίσματος ανακοινώθηκε η προσάρτηση της χερσονήσου από τη Ρωσική Ομοσπονδία στις 18 Μαρτίου 2014. Ο πληθυσμός της χερσονήσου περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό εθνοτικών Ρώσων και Τατάρων της Κριμαίας, οι τελευταίοι από τους οποίους όμως υπέστησαν μαζικές εκτοπίσεις υπό σοβιετική κυριαρχία και αντιμετώπισαν καταστολή υπό τη ρωσική κατοχή. Η προσάρτηση καταδικάστηκε ευρέως από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες επέβαλαν κυρώσεις στη Ρωσία.

Η πρόθεση του Ντόναλντ Τραμπ, να αναγνωρίσει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία στο πλαίσιο μιας ειρηνευτικής διευθέτησης αποτελεί δραματική απόκλιση από τη μέχρι σήμερα πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η λεγόμενη «τελική πρόταση» των ΗΠΑ βρίσκεται ουσιαστικά σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη στρατηγική του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, να νομιμοποιήσει τα εδαφικά κέρδη της Ρωσίας (de jure αμερικανική αναγνώριση της Κριμαίας, de facto των τεσσάρων επαρχιών στα ανατολικά) στον πόλεμο και να διασπάσει την ενότητα της Ευρώπης που διατηρεί τις κυρώσεις και τη διπλωματική πίεση στη Μόσχα. Μέσω των πιέσεων που ασκούνται στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι για την Κριμαία, η πρόταση του Τραμπ επιβραβεύει τη στρατιωτική επιθετικότητα της Ρωσίας και υπονομεύει την κυριαρχία της Ουκρανίας.

Η προσάρτηση της Κριμαίας από τον Βλαντιμίρ Πούτιν δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τη Δύση και η χερσόνησος παραμένει σύμβολο του ρωσικού επεκτατισμού και της παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου. Η προθυμία του Τραμπ να διαπραγματευτεί το καθεστώς της Κριμαίας σηματοδοτεί μια στροφή προς τη realpolitik που δίνει προτεραιότητα στη συναλλακτική πολιτική έναντι των αρχών. Ενθαρρύνει τη Ρωσία να αμφισβητήσει περαιτέρω τη μεταπολεμική διεθνή τάξη.

Ακρογωνιαίος λίθος της παγκόσμιας τάξης μετά το 1945 και θεμελιώδες δόγμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι ο σεβασμός των συνόρων και της κυριαρχίας και η απαγόρευση της κατάκτησης εδαφών και αλλαγής συνόρων διά της βίας. Η αποδοχή της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο, στέλνοντας λανθασμένα μηνύματα σε άλλα αυταρχικά καθεστώτα ότι η επιθετικότητα μπορεί να ανταμειφθεί με εδαφικές διευθετήσεις, υπονομεύοντας τη διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες.

Θα παραβίαζε επίσης το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, μέσω του οποίου οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν να σεβαστούν την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας με αντάλλαγμα την παραίτηση από τα πυρηνικά της όπλα. Η αναγνώριση αυτή θα ερχόταν επίσης σε αντίθεση με πολυάριθμες ανακοινώσεις των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της δήλωσης του 2018 -επί πρώτης θητείας Τραμπ- από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, η οποία επιβεβαίωνε τη μη αναγνώριση της προσάρτησης της Ρωσίας. Ανάλογη ήταν τότε η στάση του νυν υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο.

Η επίσημη αναγνώριση «ρωσικής» Κριμαίας θα αποδυνάμωνε πρωτίστως την αξιοπιστία των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών όσον αφορά την υπεράσπιση των συμμάχων και των εταίρων τους έναντι οιασδήποτε επιθετικότητας και θα υπονόμευε την ενότητα του ΝΑΤΟ, ενθαρρύνοντας αντιπάλους της Δύσης παγκοσμίως. Επιπλέον, θα πρόδιδε την Ουκρανία, ένα κυρίαρχο έθνος που μάχεται για να υπερασπιστεί την εδαφική του ακεραιότητα. Οι ΗΠΑ έχουν παράσχει μέχρι σήμερα σημαντική στρατιωτική και οικονομική στήριξη στην Ουκρανία ακριβώς επειδή αρνείται να αποδεχθεί την παράνομη κατάληψη του εδάφους της από τη Ρωσία.

Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχει απορρίψει απερίφραστα οποιαδήποτε συμφωνία που θα παραχωρούσε την Κριμαία στη Ρωσία. Για την Ουκρανία, η Κριμαία δεν είναι μόνο ένα στρατηγικό στρατιωτικό και οικονομικό πλεονέκτημα, αλλά και ζήτημα εθνικής ταυτότητας και κυριαρχίας. Ο Ουκρανός πρόεδρος γνωρίζει ότι η μετάβαση από τον Μπάιντεν στον Τραμπ καθιστά αδύνατη μια ολοκληρωτική υπεράσπιση της χώρας έναντι της Ρωσίας, πολλώ δε μάλλον την ανάκτηση της Κριμαίας. Ωστόσο δεν θέλει, ούτε και θα μπορούσε βάσει του Συντάγματος, να αναγνωρίσει επίσημα τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Ουκρανίας.

Η νομική αποδοχή της απώλειας της Κριμαίας θα ήταν πολιτική αυτοκτονία για τον Ζελένσκι στο εσωτερικό της χώρας και ο ίδιος έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι το ζήτημα είναι μη διαπραγματεύσιμο. Το Σύνταγμα της Ουκρανίας εξάλλου απαγορεύει ρητά την παραχώρηση της Κριμαίας, γεγονός που καθιστά αντισυνταγματική οποιαδήποτε συμφωνία αναγνώρισης της ρωσικής κυριαρχίας επί της χερσονήσου. 

Η κοινή γνώμη στην Ουκρανία απορρίπτει συντριπτικά τις εδαφικές παραχωρήσεις, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ισχυρή αντίσταση στην παραχώρηση της Κριμαίας, ενώ μία τέτοια συνθηκολόγηση θα υπονόμευε το ηθικό των ουκρανικών δυνάμεων και των πολιτών που αντιστέκονται στη ρωσική επιθετικότητα, αποδυναμώνοντας τη θέση της Ουκρανίας στις τρέχουσες διπλωματικές προσπάθειες και ενδεχομένως ενθαρρύνοντας περαιτέρω ρωσικό επεκτατισμό στο έδαφός της.

Η Ευρώπη παραμένει σε μεγάλο βαθμό ενωμένη στην απόρριψη οποιασδήποτε αναγνώρισης της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση η αποδοχή της προσάρτησης της Κριμαίας θα αποσταθεροποιούσε την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, θα αποτελούσε πρόκριμα για τη ρωσική επιθετικότητα να στραφεί προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ η αποδοχή των τετελεσμένων της στρατιωτικής νίκης της Ρωσίας θα ενθάρρυνε όχι μόνο την τελευταία αλλά και άλλες αναθεωρητικές δυνάμεις, απειλώντας την ευρωπαϊκή ασφάλεια και σταθερότητα. Η ΕΕ έχει επίσης εκφράσει την ανησυχία της για την ανθρωπιστική κατάσταση στην Κριμαία, ιδίως για τη μεταχείριση των Τατάρων και την καταστολή των διαφωνούντων υπό τη ρωσική κυριαρχία.