Ο μαραθώνιος των περιφερειακών εκλογών και η εδραίωση της Μελόνι
AP Photo/Mark Schiefelbein
AP Photo/Mark Schiefelbein

Ο μαραθώνιος των περιφερειακών εκλογών και η εδραίωση της Μελόνι

Με «φόρα» κινείται η Τζόρτζια Μελόνι στον φθινοπωρινό μαραθώνιο των περιφερειακών εκλογών-βαρόμετρο για τις βουλευτικές του 2027 στην Ιταλία. Ο κύκλος άνοιξε με σημαντική νίκη του συνασπισμού της στη βιομηχανικά ανεπτυγμένη περιφέρεια του Μάρκε, τη μόνη αναμέτρηση που θεωρούνταν πραγματικά αμφίρροπη από τις επτά συνολικά στο εκλογικό ημερολόγιο, και το βλέμμα στρέφεται σήμερα και αύριο στην Καλαβρία για να ακολουθήσουν Τοσκάνη, Πούλια, Βένετο και Καμπανία.

Σε περίοδο που ήδη ξεκινά να διαμορφώνεται το πολιτικό κλίμα ενόψει των επόμενων εθνικών εκλογών, μία ήττα στο Μάρκε θα είχε καταγραφεί ως σοβαρό πολιτικό πλήγμα για την Ιταλίδα πρωθυπουργό. Αντίθετα, η καθαρή επικράτηση ενισχύει την εικόνα μιας κυβέρνησης που εδώ και τρία χρόνια στην εξουσία εξακολουθεί να διατηρεί τον έλεγχο και να κρατά γερά τα ηνία, με την Μελόνι να εδραιώνει τη θέση της στο Παλάτσο Κίτζι - σε πολύ μεγάλο βαθμό χάρη στον «αιώνιο» κατακερματισμό της κεντροαριστεράς και την αδυναμία της αντιπολίτευσης να παράξει ένα πειστικό πολιτικό μήνυμα. 

Το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) συμμάχησε με το λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων (Μ5S), με στόχο να ανακτήσει το παραδοσιακό προπύργιο του Μάρκε και να αμφισβητήσει την εικόνα πολιτικής υπεροχής της Μελόνι. Στην πράξη, ωστόσο, οι υποψήφιοι των Δημοκρατικών δυσκολεύτηκαν να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη πολλών απογοητευμένων ψηφοφόρων που είχαν εγκαταλείψει το κόμμα πριν από πέντε χρόνια. Η σύμπραξη αποδείχθηκε εύθραυστη, καθώς πίσω από την κοινή εκλογική κάθοδο υπήρχαν έντονες εσωτερικές διαφωνίες για την κατεύθυνση των πολιτικών και προσωπικές αντιπαλότητες.

Ο απερχόμενος περιφερειάρχης Φραντσέσκο Ακουαρόλι, από τα ιδρυτικά μέλη του κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας (FdI) της Μελόνι και στενός της συνεργάτης, εξασφάλισε άνετη νίκη απέναντι στον αντίπαλο των Δημοκρατικών Ματέο Ρίτσι, στην πρώτη αυτή μάχη των περιφερειακών εκλογών που διεξήχθη εντός της εβδομάδας και συγκέντρωσε έντονο εθνικό ενδιαφέρον. Παρά τη σημασία της αναμέτρησης, η συμμετοχή ήταν πάντως χαμηλή, καθώς μόλις οι μισοί από τους 1,3 εκατομμύρια εγγεγραμμένους ψηφοφόρους προσήλθαν στην κάλπη, έναντι σχεδόν 60% το 2020.

Ο πολιτικός αναλυτής Λορέντσο Πρελιάσκο επισήμανε στο Euractiv ότι το Μάρκε ήταν ρεαλιστικά η μόνη περιφέρεια που θα μπορούσε να αλλάξει τις ισορροπίες σε αυτές τις εκλογές, αλλά η κεντροαριστερά δεν κατάφερε να παρουσιάσει μία αξιόπιστη εναλλακτική απέναντι στην Τζόρτζια Μελόνι.

Ανάλογη ήταν και η ανάλυση του Λορέντσο Καστελάνι, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Luiss της Ρώμης και με καταγωγή ο ίδιος από το Μάρκε, ο οποίος υπογράμμισε στους Financial Times ότι η νίκη αποτελεί επιβεβαίωση πως το εκλογικό σώμα της περιφέρειας παραμένει στο πλευρό της πρωθυπουργού, στηρίζοντάς την στην πορεία προς τις κάλπες του 2027.

Η ζώνη του Μάρκε, στα βορειοανατολικά της Ρώμης, με σημαντική βιομηχανική δραστηριότητα σε οικιακές συσκευές, πολυτελή δερμάτινα είδη και χαρτί πολυτελών εκδόσεων, ανήκε επί μακρόν στη λεγόμενη «zona rossa», την «κόκκινη ζώνη» των προπυργίων της αριστεράς. Το 2020 το κόμμα της Μελόνι πέτυχε ιστορική ανατροπή κατακτώντας την περιφέρεια και προαναγγέλλοντας κατά κάποιον τρόπο τη μεγάλη νίκη στις εθνικές εκλογές του 2022. Η μεταστροφή των ψηφοφόρων τότε συνδέθηκε με τη μακροχρόνια βιομηχανική παρακμή και την αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στη μετανάστευση, παράγοντες που ώθησαν την εκλογική στροφή προς την ακροδεξιά. 

Όλοι οι πολιτικοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Τζόρτζια Μελόνι, έδωσαν το «παρών» στην προεκλογική εκστρατεία για τις κάλπες του Μάρκε, αναγνωρίζοντας τη σημασία της αναμέτρησης. Ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Ματέο Ρίτσι, από την πλευρά του, είχε παρομοιάσει το Μάρκε με το «Οχάιο της Ιταλίας», παραπέμποντας στην αμφίρροπη αμερικανική πολιτεία που συχνά αποτελεί τον δείκτη για την προεδρική νίκη.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει πολιτικός αναλυτής Ερνέστο Ντι Τζοβάνι, το εκλογικό σώμα δεν πείστηκε από μια συνεργασία που φαινόταν περισσότερο ως συγκυριακή σύμπραξη ετερόκλητων δυνάμεων παρά ως συνολικό πολιτικό σχέδιο. «Η κεντροαριστερά, ακόμη και ενωμένη, δεν εμφανίζεται τόσο ισχυρή όσο θέλει να δείξει. Οι ψηφοφόροι δεν ανταποκρίνονται θετικά σε συμμαχίες που συγκροτούνται μόνο και μόνο για να αναχαιτίσουν την Μελόνι και τον δεξιό συνασπισμό», σημείωσε. 

Στο Μάρκε έγινε η «επίσημη πρώτη» των περιφερειακών εκλογών στις 28-29 Σεπτεμβρίου (η ψηφοφορία διαρκεί παραδοσιακά δύο ημέρες στην Ιταλία). Κάλπες στήνονται σήμερα και αύριο στην Καλαβρία· ακολουθεί η Τοσκάνη στις 12 και 13 Οκτωβρίου και έπειτα ψηφίζουν Πούλια, Βένετο και Καμπανία στις 23 και 24 Νοεμβρίου. Στις περισσότερες από αυτές τις περιφέρειες το αποτέλεσμα θεωρείται προδιαγεγραμμένο, με το Βένετο και την Καλαβρία να παραμένουν ισχυρά οχυρά της δεξιάς και την Τοσκάνη, την Πούλια και την Καμπανία να αναμένεται να μείνουν σε κεντροαριστερά «χέρια». 

Μοναδική εξαίρεση ήταν το Μάρκε, η μόνη πραγματικά ανταγωνιστική αναμέτρηση, και για την Μελόνι η επικράτηση ενισχύει το αφήγημα σταθερότητας. Η Ιταλία, με 68 κυβερνήσεις από το 1948, είναι διαβόητη για την πολιτική αστάθεια και τις κυβερνήσεις που δεν μακροημερεύουν. Η κυβέρνηση Μελόνι, με σχεδόν τρία χρόνια «ζωής», ήδη συγκαταλέγεται στις μακροβιότερες της ιταλικής Δημοκρατίας, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση. Η συμμαχία των Αδελφών της Ιταλίας με την Forza Italia και την ακροδεξιά Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι ελέγχει σήμερα 14 από τις 20 περιφέρειες της χώρας.

Στις δημοσκοπήσεις σε εθνικό επίπεδο είναι σταθερό το προβάδισμα της παράταξης της Μελόνι - είναι η πιο δημοφιλής πολιτική δύναμη, αφήνοντας πίσω σε μεγάλη απόσταση τόσο τους κυβερνητικούς της εταίρους, Αντόνιο Ταγιάνι και Ματέο Σαλβίνι, όσο και τους αντιπάλους της αντιπολίτευσης. Αν και η κεντροαριστερά πέτυχε δύο νίκες το 2024, στην Ούμπρια και στη Σαρδηνία, η συνολική εικόνα εξακολουθεί να δείχνει μια ισχυρή πρωθυπουργό, που εδραιώνει τη θέση της στο Παλάτσο Κίτζι. Τον Ιούλιο, η Μελόνι ξεπέρασε το ορόσημο των 1.000 ημερών στην εξουσία -μία… αιωνιότητα για πρωθυπουργό στην Ιταλία-, κάτι που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πέτυχαν ελάχιστοι ηγέτες, ανάμεσά τους οι Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Μπετίνο Κράξι και Ματέο Ρέντσι.

Η πολιτική πορεία της Μελόνι, από τα πρώτα της βήματα σε ένα κόμμα με νεοφασιστικές ρίζες έως την κατάκτηση της πρωθυπουργίας, έχει αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς ανάλυσης. Η ανέλιξή της εντάσσεται σε μια ευρύτερη τάση ανόδου της σκληρής δεξιάς στην Ευρώπη, αλλά η ίδια έχει κατορθώσει να ισορροπήσει ανάμεσα στο ιδεολογικό της υπόβαθρο και την ανάγκη για διεθνή αξιοπιστία. Εντός Ιταλίας, η φιγούρα του Τζανφράνκο Φίνι, πρώην ηγέτη του μετα-φασιστικού Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (MSI) και μετέπειτα προέδρου της Βουλής, υπήρξε κρίσιμη στη μετεξέλιξη του χώρου που σήμερα εκφράζει η Μελόνι. Η ίδια έχει εδραιώσει την εξωτερική πολιτική της Ιταλίας, κερδίζοντας αξιοπιστία στους ευρωατλαντικούς κύκλους και κινούμενη με προσοχή σε σύνθετες διεθνείς ισορροπίες.

Το ζητούμενο πλέον, σύμφωνα με αναλυτές, είναι να δοθεί προτεραιότητα και στην οικονομική ανθεκτικότητα στο εσωτερικό. Όπου στο εσωτερικό, η Μελόνι δέχεται αυξανόμενη κριτική για την πολιτική της σε κρίσιμους τομείς όπως η Δικαιοσύνη, η μετανάστευση και τα κοινωνικά δικαιώματα, ενώ εγκαλείται και για περιορισμούς στην ελευθερία του Τύπου και ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας εις βάρος των θεσμών.