Δεν ακυρώνει μεν την παρουσία της ριζοσπαστικής δεξιάς ως εδραιωμένης δύναμης, όμως η ολλανδική κάλπη αποδεικνύει πως η Άκρα Δεξιά δεν είναι ασταμάτητη και ότι το Κέντρο, παρά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των τελευταίων ετών, μπορεί να κερδίσει την ευρωπαϊκή κοινωνία. Μία από τις πρώτες χώρες της Δύσης όπου επικράτησε ο ακροδεξιός λαϊκισμός δείχνει το δρόμο μακριά από την τοξικότητα: Οι βουλευτικές εκλογές της 29ης Οκτωβρίου έφεραν την ανατροπή με τους φιλελεύθερους κεντρώους του Ρομπ Γέτεν να εκτοπίζουν από την πρώτη θέση το Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του Χερτ Βίλντερς.
Οι πρόωρες κάλπες της Τετάρτης στήθηκαν μετά την κατάρρευση του τετρακομματικού κυβερνητικού συνασπισμού -του πρώτου στα χρονικά υπό την πρωτοκαθεδρία της Άκρας Δεξιάς- που είχε συγκροτηθεί μετά τις εκλογές του 2023, όταν η Ευρώπη μούδιασε με την επικράτηση του αντι-μεταναστευτικού και αντι-ισλαμικού κόμματος του Βίλντερς. Το «πείραμα» κατέρρευσε τον περασμένο Ιούνιο όταν οι κυβερνητικοί εταίροι απέρριψαν τον δεκάλογο ακραίων μέτρων για το μεταναστευτικό του Βίλντερς και εκείνος αποχώρησε. Αυτή τη φορά, όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις είχαν απορρίψει προεκλογικά κάθε συνεργασία με την Άκρα Δεξιά.
Οι Δημοκράτες 66 (D66) και το Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) έδωσαν μάχη στήθος με στήθος για την πρώτη θέση που όλες οι δημοσκοπήσεις «έδιναν» στην Άκρα Δεξιά. Με καταμετρημένο σχεδόν το 99% των ψήφων, D66 και PVV συγκέντρωναν από 26 έδρες στη Βουλή των 150 εδρών, ωστόσο το ολλανδικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων ANP μετέδωσε χθες πως οι φιλελεύθεροι ενδέχεται να εξασφαλίσουν και 27η έδρα, αποκτώντας την οριακή αλλά καθοριστική πρωτιά. Η διαφορά είναι μικρή-περίπου 15.000 ψήφοι- όμως αρκεί για να επιτρέψει στον 38χρονο Ρομπ Γέτεν να αναλάβει το σχηματισμό κυβέρνησης και, εφόσον ολοκληρώσει επιτυχώς τις διαπραγματεύσεις, να γίνει ο νεότερος πρωθυπουργός στην Ιστορία της χώρας.
Οι Ολλανδοί ψηφοφόροι έστειλαν ένα μήνυμα που υπερβαίνει τα σύνορά τους, σε στιγμή κατά την οποία σε Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες η Ακροδεξιά «καλπάζει» δημοσκοπικά, έχοντας γίνει ήδη κυβέρνηση σε άλλες. Η επόμενη κυβέρνηση, όπως διαφαίνεται, θα στηριχθεί σε συνεργασία κεντρώων δυνάμεων -προοδευτικών φιλελευθέρων, Χριστιανοδημοκρατών και μετριοπαθών συντηρητικών- που έχουν όλοι αποκλείσει το ενδεχόμενο συνεργασίας με τον Βίλντερς.
Το D66 δεν ανέτρεψε μόνο τα προγνωστικά ως προς την επικράτηση Βίλντερς, αλλά και την προεκλογική εικόνα ότι τη μάχη για την πρώτη θέση στο χώρο του Κέντρου έδιναν η συμμαχία Πράσινης Αριστεράς και Εργατικού Κόμματος (GroenLinks-PvdA), υπό τον (παραιτηθέντα) πρώην αντιπρόεδρο της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς, και οι Χριστιανοδημοκράτες (CDA) του Χέντρι Μπόντενμπαλ. Ανεξαρτήτως, το εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει μία συνολική αναβίωση των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων που καλούνται τώρα να συνεργαστούν και να συγκυβερνήσουν στη βάση του μετριοπαθούς λόγου, του ορθολογισμού και του πραγματισμού.
Η εκλογική επίδοση του Χερτ Βίλντερς, αν και τον διατήρησε στη δεύτερη θέση, υπήρξε απογοητευτική για τον ίδιο: έχασε περίπου το ένα τρίτο της δύναμής του σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Στην πράξη, η κάμψη αυτή αντανακλά την κόπωση μιας κοινωνίας που, ύστερα από δύο δεκαετίες σκληρής πόλωσης και συνεχούς μετατόπισης του πολιτικού λόγου προς τα δεξιά, φαίνεται να αναζητά εκ νέου ισορροπία και να ξεφύγει από την κυβερνητική αστάθεια. Την εκλογική αναμέτρηση «έντυσε» η φράση του Ρομπ Γέτεν σε τηλεμαχία με τον Βίλντερς -«οι πολίτες δεν θέλουν πια να ακούν τη γκρίνια και το μίσος σου, γιατί δεν έχεις πετύχει τίποτα». Το σύνθημά του, «Είναι δυνατό/Μπορεί να γίνει», αντιπαρατέθηκε ευθέως με τη ρητορική του φόβου και της μόνιμης αγανάκτησης του Βίλντερς και αποδείχθηκε κάτι πολύ περισσότερο από ένα προεκλογικό μότο.
Ο Γέτεν, πρώην υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος, επένδυσε στην ιδέα του «θετικού ρεαλισμού», όπως το θέτει η Corriere della Sera: ένα μείγμα αισιοδοξίας και πραγματισμού στα ζητήματα που κυριάρχησαν στην κάλπη - στεγαστική κρίση, κόστος ζωής, μεταναστευτικό και κλίμα. Με τη χώρα να αντιμετωπίζει έλλειμμα 400.000 κατοικιών και πάνω από ένα εκατομμύριο νέους μετανάστες την τελευταία δεκαετία, υποσχέθηκε τη δημιουργία δέκα νέων πόλεων και καλύτερη διαχείριση των αιτήσεων ασύλου, χωρίς δαιμονοποίηση.
Ανοιχτά ομοφυλόφιλος, ο Γέτεν, έγινε το πρόσωπο μιας πιο συμπεριληπτικής αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικής φιλελεύθερης πολιτικής. Ο «πρώην ρομπότ Γέτεν», όπως τον αποκαλούσαν ειρωνικά στα πρώτα του βήματα στη Βουλή, κατάφερε με επιμονή και αυθεντικότητα να ανανεώσει την εικόνα του, προσδίδοντας στο D66 το ανθρώπινο πρόσωπο που του έλειπε. Στην Ολλανδία του πολυκομματισμού και των δύσκολων συναινέσεων, αυτή η μεταβολή αποδείχθηκε κρίσιμη.
Όσον αφορά την πολιτική γεωγραφία της κάλπης, αποτυπώνει τη στροφή των αστικών κέντρων προς τους φιλελεύθερους με το D66 να κερδίζει σε πόλεις όπως το Ρότερνταμ, η Χάγη και η Ουτρέχτη, εκεί όπου ο Βίλντερς είχε επενδύσει σε θέματα ασφάλειας και πολιτισμικής ταυτότητας. Ο Ρομπ Γέτεν, με θετική ρητορική και χωρίς προσωπικές επιθέσεις, κατάφερε να συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα του προοδευτικού κέντρου. Αντιθέτως, η στρατηγική της οργής που για χρόνια αποτελούσε τη σφραγίδα του Βίλντερς έδειξε τα όριά της: η κοινωνία δεν στράφηκε απότομα προς το κέντρο, αλλά επέλεξε μια πιο ήπια ισορροπία, χωρίς να γυρίσει την πλάτη της στη δεξιά.
Η μεταεκλογική αριθμητική υποδεικνύει ότι ο Γέτεν χρειάζεται τουλάχιστον άλλα τρία κόμματα για να συγκεντρώσει τις 76 έδρες που απαιτούνται για πλειοψηφία. Οι πιθανότεροι εταίροι είναι το συντηρητικό-φιλελεύθερο Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD), το χριστιανοδημοκρατικό CDA και, ενδεχομένως, η συμμαχία Εργατικών και Πρασίνων (PvdA/GL). Μια τέτοια ευρεία κεντρώα κυβέρνηση, όπως σχολιάζουν αναλυτές, θα σήμαινε επιστροφή στην κουλτούρα συνεργασιών που επί δεκαετίες αποτελούσε σήμα κατατεθέν της ολλανδικής πολιτικής. Ωστόσο, το εγχείρημα είναι περίπλοκο: το VVD, υπό τη νέα του αρχηγό Ντιλάν Γκεσίλγκιοζ, πλήρωσε πολιτικά το τίμημα της απόφασης να ανοίξει για πρώτη φορά το ενδεχόμενο συνεργασίας με τον Βίλντερς, παραβιάζοντας μια άτυπη «κόκκινη γραμμή» που ίσχυε από την εποχή του Μαρκ Ρούτε. Το αποτέλεσμα ήταν να αποδυναμωθεί και να βρεθεί σε μια ενδιάμεση κατάσταση, ούτε με τους ακροδεξιούς ούτε με τους προοδευτικούς.
Στον αντίποδα, οι Χριστιανοδημοκράτες κατέγραψαν εντυπωσιακή ανάκαμψη, τετραπλασιάζοντας τις έδρες τους, και ο ηγέτης τους, Χένρι Μπόντενμπαλ, μίλησε για «ανάγκη υπεύθυνης κεντρώας κυβέρνησης που θα επαναφέρει την κανονικότητα». Από την άλλη, η αποτυχία του Φρανς Τίμερμανς, πρώην αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να ενισχύσει την πράσινη-σοσιαλδημοκρατική συμμαχία, τον οδήγησε στην «έξοδο». Εκ των δύο νεότευκτων κομμάτων που είχαν εκπροσωπηθεί στη Βουλή για πρώτη φορά το 2023, το κεντροδεξιό Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο (NSC) από τις 20 έδρες έφθασε να εξαφανίζεται από τον πολιτικό χάρτη και το Κοινοβούλιο μετά την αποχώρηση του επικεφαλής του Πίτερ Όμσιχτ, ενώ το δεξιό, λαϊκιστικό Κίνημα Αγρότη-Πολίτη (BBB) επίσης υποχώρησε και παραμένει πιθανώς εκτός Βουλής. Αυτή η πορεία -ένα κόμμα με αρχικά ισχυρή «είσοδο» που κατακρημνίζεται και ένα λαϊκιστικό κόμμα που υποχωρεί- αποτυπώνει την κίνηση της ολλανδικής πολιτικής σκηνής προς ένα πιο κεντρώο και σταθεροποιημένο πλαίσιο, όπου τα παραδοσιακά κόμματα κερδίζουν έδαφος.
Ως προς την επόμενη ημέρα της κάλπης, σε μία παραδοσιακά κατακερματισμένη ολλανδική πολιτική σκηνή οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης ενδέχεται να διαρκέσουν μήνες. Η επικράτηση του D66, έστω και οριακή, αναπτερώνει τις ελπίδες των φιλοευρωπαϊκών κύκλων στις Βρυξέλλες για μία Χάγη που θα κινηθεί με μεγαλύτερη διάθεση συνεργασίας, χωρίς να εγκαταλείψει τη δημοσιονομική πειθαρχία που χαρακτηρίζει παραδοσιακά την ολλανδική πολιτική. Το στοίχημα για τον Ρομπ Γένσεν είναι να μπορέσει να μετατρέψει τη νίκη του σε σταθερή διακυβέρνηση για την Ολλανδία και να μην κινδυνεύσει να αποτελέσει προσωρινό «σταθμό» ανάμεσα σε κύματα λαϊκής δυσαρέσκειας. Γιατί μπορεί το Κέντρο να ανακάμπτει, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο Βίλντερς έχει «τελειώσει». Με περίπου το ένα έκτο του εκλογικού σώματος να παραμένει πιστό στο PVV, το ακροδεξιό ρεύμα εξακολουθεί να αποτελεί σταθερό κομμάτι του πολιτικού τοπίου.
