Η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς και η σύγκρουση πολιτισμών
Shutterstock
Shutterstock

Η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς και η σύγκρουση πολιτισμών

Το αιματηρό τρομοκρατικό πλήγμα της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ, τις πρωινές ώρες της 7 Οκτωβρίου 2023, έχει σαφές γεωπολιτικό αποτύπωμα και είναι αναμφισβήτητα εντεταγμένο σε αυτό που ονομάζεται σύγκρουση των πολιτισμών. Αποτελεί σημείο καμπής τόσο στην αντιπαράθεση του Ισραήλ με τις Μουσουλμανικές χώρες της περιοχής, όσο και της Δύσεως με το χώρο του Ισλάμ. Για την ουσιαστικότερη  αξιολόγησή του είναι απαραίτητο εξετασθεί ευρύτερα το υπόβαθρο εντός του οποίου έλαβε χώρα.

Τρία συγκλονιστικά γεγονότα της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας, η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν, η άνοδος της Αλληλεγγύης στην Πολωνία και η πρόκληση προς τον κομμουνισμό, όπως επίσης και η 11η Σεπτεμβρίου 2001, ανέδειξαν και απέδειξαν το ρόλο της θρησκείας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και αναμφισβήτητα επανακαθόρισαν το πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής. Έτσι οδηγηθήκαμε σε αυτό που ονομάζεται «παγκόσμια θρησκευτική αναγέννηση».

Η «επιστροφή από την εξορία» της θρησκείας σηματοδοτεί μια πνευματική αναστροφή, όχι βέβαια πάντοτε ευπρόσδεκτη και ενδεχομένως μια νέα δυνατότητα.

Οι θρησκευτικοί πόλεμοι του 16-17ου αιώνα διαμόρφωσαν το πρώιμο μοντέλο της σύγχρονης Ευρώπης και τα συστατικά στοιχεία των σχέσεων μεταξύ των κρατών. Το κυρίαρχο κράτος, ο πολιτικός πλουραλισμός, η μη επέμβαση στις υποθέσεις των άλλων και η απόρριψη της θρησκείας αποτέλεσαν τις «ιερές» αρχές της Βεστφαλιανής τάξεως. Η θρησκεία θεωρήθηκε ως η απόλυτη απειλή κατά της ασφαλείας, της σταθερότητας και των ομαλών διεθνών σχέσεων.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πόλεμου, η θρησκεία επέστρεψε στο προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής, δυναμικά, μαχητικά και συνοδευόμενη με τάση προς την πολιτική βία. Παραδείγματα, οι συγκρούσεις στη Βοσνία, στην Αλγερία, στο Κασμίρ, στην Παλαιστίνη, στο Σουδάν, η άνοδος του παγκόσμιου ισλαμικού κινήματος και του ινδουιστικού εθνικισμού, ο αυξανόμενος ρόλος της χριστιανικής δεξιάς στις ΗΠΑ, η άνοδος της Ορθοδοξίας στη Ρωσία και φυσικά τα γεγονότα της 11ης Σεπτέμβριου.

Όλα αυτά ήλθαν να επιβεβαιώσουν και να επισφραγίσουν με κατηγορηματικό τρόπο την επάνοδο της θρησκείας στη διεθνή σκηνή σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως επίσης και να της καταλογίσουν αποσταθεροποιητικές τάσεις. Η θρησκευτική αναγέννηση συνδέθηκε στενά, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, με τον πολιτικό διάλογο για μια νέα οπτική της έννοιας του πολιτισμού. Η θρησκεία, διατηρεί πάντοτε θεμελιώδη ρόλο σε οποιαδήποτε μορφή και  προσέγγιση του πολιτισμού. Οπότε η επιχειρηματολογία του Hundington, διαθέτει σημαντικό βαθμό αξιοπιστίας. 

Επίσης, στοιχεία της θρησκευτικής αναγέννησης μπορεί να θεωρηθούν ως μέρος της προκλήσεως προς τη δυτική κυριαρχία, η οποία έχει ενταθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έχει χαρακτηρισθεί «εξέγερση εναντίον της Δύσεως». H εξέγερση αυτή περιλαμβάνει ενδεικτικά πέντε φάσεις.

Πρώτη, ο αγώνας για ισότιμη κυριαρχία, δεύτερη, η  επανάσταση εναντίον της αποικιοκρατίας, τρίτη, ο αγώνας για φυλετική ισότητα, τέταρτη, ο αγώνας για οικονομική δικαιοσύνη και πέμπτη, ο αγώνας για πολιτισμική απελευθέρωση.

Η τελευταία φάση, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, συνιστά την προσπάθεια του μη-δυτικού κόσμου να αποτινάξει τα πολιτισμικά δεσμά της Δύσεως και να αναδείξει τη δική του πνευματική ταυτότητα και αυτονομία. Αυτό θεωρείται ως αναζήτηση της πολιτισμικής αυθεντικότητας του μη-δυτικού κόσμου ή ως αγώνας εναντίον του πολιτισμικού νεοϊμπεριαλισμού.

Τα πλέον ορατά πολιτικά παραδείγματά της αντι-δυτικής αντίδρασης αποτελούν η Ιρανική Ισλαμική Επανάσταση του 1979 και η παγκόσμια άνοδος του πολιτικού Ισλάμ. Επίσης δεν πρέπει να υποτιμάται και η αποφασιστικότητα των ασιατικών χωρών να αναδείξουν τις λεγόμενες «ασιατικές αξίες» αλλά και της Ρωσίας της δικές της.

Ευρισκόμεθα λοιπόν ενώπιον μιας εν εξελίξει διαδικασίας πολιτισμικής εξεγέρσεως, η οποία αναμφισβήτητα εντατικοποιήθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πόλεμου, εναντίον της παγκοσμιοποιήσεως, δηλαδή ενός κοινού (πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού) φιλελεύθερου (δυτικού) μοντέλου για ολόκληρο τον πλανήτη.

Ενώ λοιπόν ο Χριστιανισμός μπορεί να θεωρηθεί ότι αγκάλιασε λίγο ως πολύ μια αυτοκρατορική τάξη πραγμάτων, η άνοδος του Ισλάμ μπορεί να αποδοθεί στην ολοκληρωτική επίθεση σε μια τέτοια τάξη. Στο τέλος του έκτου προς τις αρχές του έβδομου αιώνα μετά Χριστόν, ο Αραβικός κόσμος, ευρίσκετο υπό την απειλή δύο αυτοκρατοριών, της Βυζαντινής από τη Δύση και της Περσικής από την Ανατολή.

Η ισχύς αυτών των πανίσχυρων δυνάμεων, έναντι των αραβικών φυλών, εκπήδησε από την κρατική τους δομή και τη μονοθεϊστική θρησκεία. Η απάντηση ήταν η άμεση πολιτική ενοποίηση των αραβικών φυλών και όπου αυτή ήταν ανέφικτη, χρησιμοποιήθηκε η θρησκεία, μια μονοθεϊστική προσέγγιση, ανάλογη με αυτή των ισχυρών τους αντιπάλων.

Αυτό οδήγησε στη δημιουργία του Χαλιφάτου των  Ομεϋαδών και βοήθησε ένα αιώνα σχεδόν αργότερα στην επίτευξη των γεωπολιτικών τους στόχων, με την κυριαρχία σε μια περιοχή που εξετείνετο από τον Ινδό ποταμό έως τον Ατλαντικό ωκεανό.

Η θρησκευτική οπτική, για την πολιτική (εσωτερική και διεθνή) ήταν εγγενής και ποτέ δεν χάθηκε από το Μουσουλμανικό κόσμο, ο οποίος ποτέ δεν ενστερνίσθηκε τη Βεστφαλιανή αρχή της ασυμβατότητας της θρησκείας με τα παγκόσμια πολιτικά ζητήματα. Οι Μουσουλμάνοι δεν έχουν αποδεχθεί ότι ο θρησκευτικός πόλεμος εναντίον της Χριστιανικής Δύσεως τερματίσθηκε το 1683 στις πύλες της Βιέννης.

Αντιθέτως, το 1683 σηματοδοτεί μια μακροχρόνια περίοδο ήττας και ταπεινώσεως από τους Χριστιανούς. Έκτοτε οι Χριστιανοί θεωρείται ότι είναι οι νικητές στον πόλεμο για τον έλεγχο του κόσμου, με θρησκευτικά κριτήρια, καθώς σημαντικά τμήματα του Μουσουλμανικού κόσμου στην Κεντρική και Νότια Ασία, στη Βόρεια Αφρική και στα Βαλκάνια περιήλθαν υπό Χριστιανικό έλεγχο.

Επιπλέον, η επιρροή των Δυτικών Χριστιανικών Κρατών είναι σημαντική επί του Μουσουλμανικού κόσμου, ακόμη και σήμερα με στρατιωτικές επεμβάσεις όπως στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Συρία, και στη Λιβύη, οι οποίες απλώς επιβεβαιώνουν και υπογραμμίζουν την συνέχεια της ταπεινώσεως των Μουσουλμάνων από τους Χριστιανούς. Η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων θεωρεί ότι η αντίδραση έναντι της Δύσεως είναι αμυντική.

Επίσης, πιστεύουν ότι ευρίσκονται σε κατάσταση πολιορκίας από τη Δύση, ενώ είναι απαραίτητο να αντισταθούν προκειμένου να προστατεύσουν τις ισλαμικές τους αξίες. Αποδίδουν την κακοδαιμονία της Μουσουλμανικής κοινωνίας στην Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και στην Αμερικανική νεοαποικιοκρατία, ενώ ο ισλαμικός εξτρεμισμός και η τρομοκρατία αποτελούν αντιδράσεις προς το Δυτικό ιμπεριαλισμό.

Η Δύση, παραμένει ο επιτιθέμενος και είναι ένοχη για εγκλήματα χειρότερα από αυτά των Μουσουλμάνων, ενώ οι χαλαρές αξίες της είναι μέρος της επιθέσεως εναντίον της Ισλαμικής κοινωνίας. Πιστεύουν, ότι η προώθηση της δημοκρατίας από τις ΗΠΑ είναι κίβδηλη, γιατί στην πράξη τις περισσότερες φορές υποστηρίζει δικτατορικά καθεστώτα στον Ισλαμικό χώρο και ο πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας είναι ένας πόλεμος εναντίον των Μουσουλμάνων.

Σε ότι αφορά στο Ισραήλ, ασχέτως των θέσεων των κυβερνήσεών τους, θεωρούν ότι αποτελεί «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Δύσεως, το οποίο «φύτεψε» αυτή στην «καρδιά» του Ισλαμικού κόσμου, μετά το Β΄ΠΠ, μεταβάλλοντας τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Ως εκ τούτου, η εξαφάνιση του Ισραήλ, αποτελεί νόμιμο, θεμελιώδη και αδιαφιλονίκητο στόχο.

Επομένως, η άνοδος της Ισλαμικής βίας εναντίον της Δύσεως δεν συνιστά μια θρησκευτική αναγέννηση, αλλά τη συνέχεια και μια αλλαγή του ρεύματος μιας εν εξελίξει και από αιώνες συγκρούσεως, με στόχο την ανατροπή της γεωπολιτικής καταστάσεως που έχει διαμορφώσει ο Χριστιανισμός, υπέρ των Μουσουλμανικών επιδιώξεων.

Ο Ισλαμικός κόσμος θεωρεί ότι αμύνθηκε σθεναρά και επιτυχώς εναντίον της δυτικής επιθέσεως στο Αφγανιστάν,  στο Ιράκ στη Λιβύη και αλλού και έχει έλθει η ώρα του να αντεπιτεθεί. Ενεργεί λοιπόν σε τρείς άξονες εναντίον της Δύσεως, πρώτον, με την ακραία και εξτρεμιστική ερμηνεία του κορανίου, δηλαδή τον φονταμενταλισμό, δεύτερον, με τη χρησιμοποίηση της τρομοκρατίας μέσω μη-κρατικών οντοτήτων (Αλ-Κάιντα, Ισλαμικό Κράτος, Χαμάς, κτλ) και τρίτον με την παράνομη μετανάστευση, εκμεταλλευόμενος την οικονομική απληστία της Δύσεως, υποσκάπτοντας παράλληλα την ενότητα και την συνοχή κοινωνιών της.

Όλα αυτά τα υποστηρίζει με μια επιθετική επικοινωνιακή εκστρατεία και άλλες δυνατότητες, εκμεταλλευμένο τις ρωγμές αλλά και τις αδυναμίες του Δυτικού συστήματος. Δηλαδή ο Ισλαμικός κόσμος με συγκολλητική ουσία τη θρησκεία και αιχμή του δόρατος τον φονταμενταλισμό έχει σαφή στρατηγική επεκτάσεως και επιρροής σε βάρος της Δύσεως.

Η Δύση εξακολουθεί να διατηρεί τη θρησκεία έξω από την πολιτική, ενώ  δεν έχει ολοκληρωμένη στρατηγική έναντι του Μουσουλμανικού κόσμου. Επιπλέον, είναι εξαιρετικά διστακτική για την ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, μετά τις αποτυχημένες επεμβάσεις της στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στο χώρο της Αραβικής Ανοίξεως.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρίσκεται σε στρατηγική αμηχανία, γιατί όχι και σε στρατηγική αναδίπλωση, έναντι των άλλων πολιτισμών, ενώ παράλληλα έχει περιέλθει σε μια κατάσταση εσωστρεφούς αμφισβητήσεως των θεμελιωδών αξιών της, καθώς αναλώνεται στην ανάδειξη, προβολή και υποστήριξη των θέσεων και αντιλήψεων μειοψηφικών και περιθωριακών ομάδων.  

Είναι λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι ο στρατηγικός στόχος της Χαμάς για την εξαφάνιση του Ισραήλ είναι απόλυτα εναρμονισμένος με το Ισλαμικό πλαίσιο αντιλήψεων και εντός αυτού είναι εντεταγμένο και το τρομοκρατικό πλήγμα, όπως επιβεβαιώθηκε και από το μήνυμα του επικεφαλής της, αλλά και δηλώσεις και άλλων σημαινόντων στελεχών της.

Επίσης, τα ανωτέρω παρέχουν επαρκές πλαίσιο ερμηνείας της στάσεως και της  συμπεριφοράς των Μουσουλμανικών κρατών τα οποία είτε σχολίασαν ψιθυριστά  την τρομοκρατική ενέργεια, είτε τήρησαν καιροσκοπική στάση αναμένοντας της αντίδραση του Ισραήλ, ώστε να αντιστρέψουν τις ευθύνες και να ταχθούν υπέρ της Χαμάς, κατά του Ισραήλ και της Δύσεως, ίδε Ερντογάν.

Όσον αφορά τις Μουσουλμανικές κοινωνίες και κοινότητες ανά τον κόσμο, ακόμη και αυτές των Δυτικών χωρών, τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της Χαμάς, εναντίον του Ισραήλ και του Δυτικού κόσμου, χωρίς την παραμικρή, έστω και για τους τύπους, διάθεση κριτικής του τρομοκρατικού πλήγματος. 

Γενικώς επικρατεί σε ευρείς κύκλους της Δύσεως η ψευδαίσθηση ότι η επίλυση του Παλαιστινιακού ζητήματος, θα αμβλύνει την αντιπαράθεση στη Μ. Ανατολή αλλά και γενικότερα. Το Παλαιστινιακό, είναι ίσως το μοναδικό ζήτημα το οποίο επιτυγχάνει να ενοποιήσει τους Μουσουλμάνους, παρά τις εσωτερικές τους αντιφάσεις και αντιθέσεις. Σίγουρα  αποτελεί ένα ζωτικό ζήτημα, που η αντιμετώπισή του είναι επιβεβλημένη.

Για την μέχρι τώρα αποτυχία μπορούν να καταλογισθούν ευθύνες στο Ισραήλ και στη Δύση, χωρίς φυσικά να θεωρούνται αθώοι τόσο οι  Αραβικές χώρες όσο και οι ίδιοι οι Παλαιστίνιοι. Η όποια λύση του Παλαιστινιακού είναι δυνατόν να έχει κάποιες θετικές επιπτώσεις στην περιοχή, όμως ούτε αυτό ούτε η εξάλειψη της Χαμάς από τη Γάζα, δεν θα δώσει οριστική λύση καθώς το κομβικό ζήτημα της περιοχής για τους Μουσουλμάνους είναι η ύπαρξη του Ισραήλ.

Η αντιμετώπιση της επίθεση της Χαμάς μόνο στρατιωτικά και ως ένα πολύ σοβαρό τρομοκρατικό επεισόδιο τοπικού χαρακτήρα, που μπορεί να εξελιχθεί σε περιορισμένη, περιφερειακή ή και ευρύτερη σύγκρουση, είναι εντελώς επιφανειακή και εξορισμού επικίνδυνη. Είναι απαραίτητο, να αξιολογηθεί αφενός μεν κάτω από το ευρύτερο πρίσμα της στρατηγικής αντιπαραθέσεως Δύσεως και Ισλάμ, η οποία θα μπορούσε να λάβει ακόμη και μορφή ισοδύναμη με αυτή του Ψυχρού Πολέμου και αφετέρου δε της γεωπολιτικής ισορροπίας της Μ. Ανατολής και της ευρύτερης περιοχής.

Έχει έλθει πλέον η ώρα ο Δυτικός κόσμος και ειδικότερα η Ευρώπη, να αναστοχασθούν πολύ σοβαρά τις σχέσεις τους με το Ισλάμ, να επανεξετάσουν τις πολιτικές τους και να διαμορφώσουν μια σαφή και συνεκτική στρατηγική, ικανή, αφενός να εμπλέξει Ισλάμ σε ένα νέο ουσιαστικό διάλογο από καινούργια βάση για τις μεταξύ τους σχέσεις και αφετέρου να ανασχέσει την αντεπίθεσή του. Σε κάθε άλλη περίπτωση, το Δυτικό οικοδόμημα  θα τεθεί αναπόδραστα σε υπαρξιακό κίνδυνο σε βάθος χρόνου. Η επίθεση της Χαμάς έχει στείλει ισχυρό μήνυμα τόσο προς τον Ισλαμικό χώρο όσο και προς τη Δύση για γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές ανακατατάξεις.

* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. - Επίτιμος Α/ΓΕΣ