Η γελοιοποίηση μιας θεσμικής διαδικασίας και η άτυπη ηγεμόνας της αντιπολίτευσης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ / EUROKINISSI
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ / EUROKINISSI

Η γελοιοποίηση μιας θεσμικής διαδικασίας και η άτυπη ηγεμόνας της αντιπολίτευσης

Σπάνια ένα τόσο σοβαρό ζήτημα όσο η διερεύνηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών υπουργών εκφυλίζεται σε τέτοιο βαθμό, που να καθίσταται ολόκληρη η κοινοβουλευτική διαδικασία πολιτικό θέατρο παραλόγου.

Κι όμως, αυτό ακριβώς συνέβη στη χθεσινή συνεδρίαση της Βουλής, με φόντο τις προτάσεις για σύσταση προανακριτικής επιτροπής σχετικά με τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τους υπουργούς Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη.

Όσα εκτυλίχθηκαν απογύμνωσαν τη θεσμική σοβαρότητα όχι της κυβέρνησης, αλλά της αντιπολίτευσης – και ανέδειξαν γι ακόμα μια φορά ως ηγεμόνα της, τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Η συζήτηση στη Βουλή ξεκίνησε με δύο σχεδόν πανομοιότυπες προτάσεις, μία από το ΠΑΣΟΚ και μία από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά, αποτυπώνοντας τη στρατηγική αμηχανία και τον ανταγωνισμό εντός της «τοξικής πολυκατοικίας» της αντιπολίτευσης.

Και σε αυτήν τη συνθήκη, η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν αρκέστηκε να παρακολουθεί. Αν και δεν είχε τη δυνατότητα να καταθέσει δική της πρόταση, μπήκε πρώτη στο παιχνίδι της πολιτικής παρέμβασης με τον γνωστό της τρόπο: καταγγέλλοντας προκαταβολικά μεθοδεύσεις, προβλέποντας αποχωρήσεις, απειλώντας με οικεία σε αυτή διαδικαστικά τερτίπια – και φέρνοντας, με μια παρωχημένη τεχνική κοινοβουλευτικής παρακώλυσης, την ψηφοφορία πολύ μετά τα μεσάνυχτα.

Το σχέδιό της ήταν διαυγές, αν και κυνικό: να επικαλεστεί αποχώρηση της πλειοψηφίας ώστε να δημιουργηθεί πολιτικό ζήτημα, ή έστω να προκληθεί ζήτημα απαρτίας και να αναγκάσει τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης να συρθούν πίσω από τη δική της ατζέντα αποχώρησης.

Όμως η Νέα Δημοκρατία, ήδη εξαρχής, είχε ξεκαθαρίσει πως δεν θα αποχωρούσε - και δεν το έκανε εντέλει. Αντιθέτως, παρέμεινε στην ψηφοφορία και καταψήφισε τις προτάσεις. Και το αποτέλεσμα ήταν το εξής πρωτοφανές: εκείνοι που είχαν καταθέσει τις προτάσεις για την εξεταστική, εντέλει αποχώρησαν. Η πλειοψηφία και μερικοί ανεξάρτητοι έμειναν, ψήφισαν και – σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής και το Σύνταγμα – απέρριψαν την πρόταση με το σώμα να βρίσκεται έτσι κι αλλιώς σε απαρτία.

Ποιος κέρδισε όμως από όλη αυτή την κακοπαιγμένη κοινοβουλευτική παράσταση λοιπόν; Σίγουρα όχι η Βουλή, που θεσμικά εκτέθηκε γι ακόμη μια φορά. Ούτε η ουσία της υπόθεσης, που πνίγηκε κάτω από τον πολιτικό βολονταρισμό και τη μικροπρέπεια των προσωπικών τακτικισμών.

Το ΠΑΣΟΚ, που μετά από κόπους και δισταγμούς κατέθεσε την πρόταση ως αξιωματική αντιπολίτευση, τελικά με μια διαδικαστική πρόφαση, αποχώρησε χωρίς να την υπερασπιστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ και τα παρακλάδια του, που επιχείρησαν να εμφανιστούν ξανά από την ανυποληψία και την πολυδιάσπαση ως ενιαία ηθική δύναμη λογοδοσίας, υπέκυψαν ξανά σε έναν ετεροκαθορισμό – αυτή τη φορά από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ο Κυριάκος Βελόπουλος είναι μια άλλη περίπτωση, καθώς φαντάζεται εαυτόν συγκυβερνήτη της Πλεύσης Ελευθερίας, αγνοώντας την προϊστορία του Πάνου Καμμένου.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου ήταν λοιπόν εκείνη που πέτυχε τον στόχο της. Ήταν η μόνη από την αντιπολίτευση που ψήφισε την εξεταστική επιτροπή, διατηρώντας ένα θεσμικό πάτημα για να επικαλείται. Ήταν αυτή που έσυρε, με μόλις έξι βουλευτές, την πλειονότητα της αντιπολίτευσης σε αποχώρηση, μετατρέποντας την κοινοβουλευτική διαδικασία σε σκηνή προσωπικής προβολής.

Αν αυτό δεν είναι ένδειξη πολιτικού ηγεμονισμού, τότε τι είναι;

Το πολιτικό παράδοξο είναι πως η κυβέρνηση ύστερα από όλα αυτά δεν είχε κανέναν λόγο να ανησυχεί. Η πλειοψηφία παρέμεινε, έδειξε ψυχραιμία και κέρδισε τις εντυπώσεις, χωρίς καν να χρειαστεί να υπερασπιστεί τους εμπλεκόμενους υπουργούς επί της ουσίας.

Η αντιπολίτευση έπαιξε μόνη της σε ένα θέατρο σύγχυσης, χωρίς πλοκή και χωρίς ρόλους. Ο μόνος που ανέβηκε στη σκηνή με σαφή στρατηγική ήταν η Ζωή Κωνσταντοπούλου – κι ας ήταν η στρατηγική της καταστροφική για τον θεσμικό διάλογο.

Το συμπέρασμα είναι θλιβερό αλλά αναγκαίο. Στη σημερινή Βουλή, η αντιπολίτευση δεν έχει κατά βάθος συλλογική στρατηγική, ούτε κοινό βηματισμό. Έχει απλώς μια διαρκή εσωτερική διαμάχη για την ηγεμονία στο χώρο του ετερόκλητου αντι-μητσοτακισμού.

Μέσα σε αυτή τη σύγχυση, η πιο ακραία και αντικοινοβουλευτική φωνή καταφέρνει να παρασύρει τους πάντες. Και αυτό, όσο κι αν δεν αρέσει σε πολλούς, ενισχύει αντικειμενικά την κυβερνητική σταθερότητα, όχι επειδή η κυβέρνηση δεν έχει προβλήματα, αλλά επειδή απέναντί της στέκεται ένα φαντασιακό αντίπαλο δέος, που δεν ξέρει ούτε τι θέλει ούτε πώς να το διεκδικήσει. Μόνο φωνάζει και καταγγέλλει.

Η κρίση που επαπειλείται δεν αποτελεί κρίση θεσμών, αλλά πρωτίστως κρίση σοβαρότητας. Γιατί αν ποτέ επανέλθουν στην εξουσία αυτοί οι τακτικιστές χωρίς σχέδιο, χωρίς αυτογνωσία και χωρίς επίγνωση του θεσμικού τους ρόλου, το κόστος δεν θα το πληρώσουν οι ίδιοι. Θα το πληρώσει η ίδια η χώρα.