Η τελευταία εμπορική «συμφωνία» του Τραμπ με την Κίνα αποκαλύπτει το βασικό μειονέκτημα των ΗΠΑ
Politico

Η τελευταία εμπορική «συμφωνία» του Τραμπ με την Κίνα αποκαλύπτει το βασικό μειονέκτημα των ΗΠΑ

Μετά από δύο ημέρες συνομιλιών στο Λονδίνο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα ανακοίνωσαν τα βασικά σημεία μιας συμφωνίας για την τήρηση όσων είχαν ήδη συμφωνήσει τον περασμένο μήνα στη Γενεύη, αναφέρει σε δημοσίευμά του το Politico.

Για δεύτερη φορά μέσα σε δύο μήνες, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πανηγύρισε την Τετάρτη για μια νέα «συμφωνία» με την Κίνα. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για την ίδια συμφωνία που είχαν ήδη συνάψει οι δύο χώρες.

Και οι πρώτες αναγνώσεις αυτής της «συμφωνίας χειραψίας» αναδεικνύουν πόσο μακριά απέχει η κυβέρνηση Τραμπ από την επίτευξη των ευρύτερων στόχων της στις εμπορικές διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο.

«Οι δύο πλευρές έχουν ήδη συναντηθεί μία φορά για να επιχειρήσουν την αποκλιμάκωση της έντασης και, ουσιαστικά, να συμφωνήσουν να σταματήσουν να ανταλλάσσουν ακραίους δασμούς», δήλωσε η Έμιλι Κίλκρις, πρώην αναπληρώτρια βοηθός του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR) την περίοδο 2019–2021. «Και τώρα επιστρέφουν για να πουν: "Ναι, έχουμε ήδη συμφωνήσει ότι πρέπει να σταματήσουμε να αλληλοεπιτιθέμεθα. Ας τηρήσουμε τη συμφωνία αυτή τη φορά"».

Μιλώντας το βράδυ της Τρίτης μπροστά από την περίτεχνη έπαυλη του Λονδίνου, όπου πραγματοποιήθηκαν οι διήμερες συνομιλίες, ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ και ο εμπορικός εκπρόσωπος των ΗΠΑ Τζέιμισον Γκριρ δήλωσαν στους δημοσιογράφους ότι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου συμφώνησαν να αναστείλουν ενέργειες που είχαν ανακοινώσει μετά την αρχική συμφωνία αποκλιμάκωσης στις 12 Μαΐου.

Το «πλαίσιο», όπως το χαρακτήρισαν αξιωματούχοι και των δύο πλευρών, θα πρέπει ακόμη να εγκριθεί από τον Τραμπ και τον πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, ενώ πολλά επιμέρους ζητήματα παραμένουν ανοιχτά.

Ωστόσο, οι πρώτες λεπτομέρειες δείχνουν ότι η αμερικανική πλευρά βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Ενώ οι ΗΠΑ υπόσχονται πρόσθετες παραχωρήσεις - όπως αυξημένες εξαγωγές ευαίσθητων προϊόντων και την επανεκκίνηση της χορήγησης φοιτητικών θεωρήσεων προς Κινέζους φοιτητές - το Πεκίνο απλώς επαναβεβαιώνει μια παλαιότερη δέσμευση: την άρση του αποκλεισμού στις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών.

Τα ορυκτά αυτά είναι απαραίτητα για την κατασκευή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, από αυτοκίνητα και υπολογιστές μέχρι στρατιωτικό εξοπλισμό. Η Κίνα ελέγχει σχεδόν το 70% της παγκόσμιας παραγωγής αυτών των ορυκτών, σύμφωνα με την Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία, γεγονός που της δίνει κρίσιμο πλεονέκτημα σε κάθε εμπορική αντιπαράθεση.

«Πρόκειται για άλλο ένα τσιρότο», σχολίασε ο Ντέρεκ Σκισόρς, ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute και επικεφαλής οικονομολόγος του China Beige Book. «Οι Κινέζοι μπορεί, σε έξι μήνες, να πουν: "Δεν μας άρεσε αυτό που είπατε για το Κόμμα" ή "κάποιος προσέβαλε τον Σι Τζινπίνγκ". Τότε απλώς θα διακόψουν ξανά τις εξαγωγές σπάνιων γαιών».

Σύμφωνα με πρόσωπο κοντά στον Λευκό Οίκο που διατηρεί επαφή με την αμερικανική αντιπροσωπεία στο Λονδίνο, τα βήματα προόδου στον τελευταίο γύρο συνομιλιών είναι μικρά και διστακτικά. «Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι οποιαδήποτε συμφωνία με την Κίνα δεν αξίζει ούτε το χαρτί στο οποίο είναι γραμμένη, αλλά τουλάχιστον προσπαθούν να προχωρήσουν», ανέφερε η ίδια πηγή, που μίλησε ανώνυμα. «Δεν πρόκειται για εμπορική συμφωνία. Είναι ένα πλαίσιο, και απομένει πολλή δουλειά ακόμη».

Η κυβέρνηση Τραμπ, ωστόσο, δείχνει πρόθυμη να άρει εν μέρει ένα από τα βασικά εργαλεία πίεσης που διαθέτει απέναντι στο Πεκίνο: τους ελέγχους εξαγωγών σε ευαίσθητες τεχνολογίες. Στις δηλώσεις του την Τρίτη το βράδυ, ο Λάτνικ ανέφερε ότι ορισμένοι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί το τελευταίο διάστημα - π.χ. σε εξαρτήματα αεροπλάνων, ημιαγωγούς και λογισμικό - θα «εφαρμόζονται με ισορροπημένο τρόπο» κατά την έγκριση αδειών εξαγωγής για κρίσιμα ορυκτά.

Η Κίλκρις χαρακτήρισε αυτή την προσέγγιση «εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο».

«Υπήρχε η πάγια αρχή ότι οι έλεγχοι εξαγωγών είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας και, ως εκ τούτου, δεν τίθενται σε διαπραγμάτευση», σημείωσε. «Τώρα, όμως, δώσατε στην Κίνα το δικαίωμα να επιστρέφει σε κάθε μελλοντική διαπραγμάτευση και να απαιτεί χαλάρωση των περιορισμών. Και δεν θα περιοριστούν στους νέους ελέγχους που επιβλήθηκαν για λόγους πίεσης. Θα απαιτήσουν άρση των ελέγχων στα τσιπ, στην Τεχνητή Νοημοσύνη, σε όλα όσα αντιμάχονταν εδώ και δεκαετίες. Μόλις ανοίξαμε την πόρτα».

Από την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ χρησιμοποιεί τους ελέγχους εξαγωγών τόσο επιθετικά - αν όχι περισσότερο - από τους δασμούς, με στόχο την αναμόρφωση των εμπορικών σχέσεων ΗΠΑ - Κίνας. Κατά τη δεύτερη θητεία του, η κυβέρνηση διεύρυνε την εφαρμογή τους ακόμη και σε φθηνότερα τσιπ καθημερινής χρήσης, που μέχρι πρότινος δεν θεωρούνταν ευαίσθητη τεχνολογία. Ανώτεροι αξιωματούχοι, όπως ο Λάτνικ, έχουν δεσμευτεί για αυστηρότερη επιβολή των περιορισμών.

Ωστόσο, οι πιέσεις από την πλευρά των μεγάλων επιχειρήσεων των ΗΠΑ για χαλάρωση των ελέγχων και για διευκόλυνση της πρόσβασης στην κινεζική αγορά παραμένουν έντονες - σε αντίθεση με την κατάσταση στην αυταρχική Κίνα.

Η Κίνα, εν τω μεταξύ, διατηρεί σχεδόν μονοπωλιακή θέση στην παγκόσμια προμήθεια σπάνιων γαιών - μεταλλικών στοιχείων αναγκαίων για πλήθος πολιτικών και στρατιωτικών εφαρμογών. Από τον Δεκέμβριο, το Πεκίνο έχει περιορίσει τις εξαγωγές 11 τέτοιων ορυκτών, ανοίγοντας ένα δεύτερο μέτωπο στον ολοένα και βαθύτερο εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ και τις άλλες δυτικές χώρες.

Όλα τα παραπάνω ορυκτά περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας με τα 50 «κρίσιμα ορυκτά» για την οικονομία και την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Σε αυτά περιλαμβάνονται το αντιμόνιο, απαραίτητο για την κατασκευή πυρομαχικών, το σαμάριο, που χρησιμοποιείται σε όπλα ακριβείας, και το γερμάνιο, βασικό υλικό για συσκευές νυχτερινής όρασης.

Οι ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει να επενδύουν στην ανάπτυξη εγχώριων δυνατοτήτων εξόρυξης και επεξεργασίας σπάνιων γαιών ήδη από την εποχή του Τζο Μπάιντεν, όμως εξακολουθούν να υπολείπονται σημαντικά της Κίνας - λόγω των κρατικά υποστηριζόμενων επενδύσεων και της στρατηγικής του Πεκίνου να κυριαρχήσει στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού.

Αυτή η κυριαρχία, σε συνδυασμό με το περιορισμένο απόθεμα των ΗΠΑ, δίνει στην Κίνα σημαντικά περιθώρια πίεσης, που η Ουάσιγκτον αδυνατεί να αντισταθμίσει.

«Η Κίνα είχε πάντοτε αυτό το ατού. Ξέρει πώς να το αξιοποιήσει, το έχει κάνει στο παρελθόν και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι δεν θα το επαναλάβει», δήλωσε ο Μαρκ Μπους, καθηγητής διεθνούς επιχειρηματικής διπλωματίας στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν και σύμβουλος του USTR και του υπουργείου Εμπορίου.