Η αλήθεια για την «τριμερή» Τουρκίας – Ιταλίας – Δ. Λιβύης: Ένας «νεοαποικιοκρατικός» διάλογος

Η αλήθεια για την «τριμερή» Τουρκίας – Ιταλίας – Δ. Λιβύης: Ένας «νεοαποικιοκρατικός» διάλογος

Τελευταία, μεγάλος κουρνιαχτός έχει σηκωθεί από την αντιπολίτευση για την τριμερή Ιταλίας - Τουρκίας - Δυτικής Λιβύης. Συνηθίζεται οι όψιμοι τουρκοφάγοι να αναζητούν και να βρίσκουν «επιχειρήματα» και αφορμές, που όμως δεν εντόπιζαν όταν είχαν την ευθύνη για τη χώρα και την εξωτερική της πολιτική. Έτσι η περίφημη «τριμερής» βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο κάθε δημόσιας αντιπαράθεσης. Δυστυχώς χωρίς να δίδονται επαρκείς απαντήσεις…

Όσοι ασχολούνται με το διεθνές ρεπορτάζ, έχουν ένα προνόμιο: Κάθε φορά που συμβαίνει ένα γεγονός και χρειάζεται να το αναλύσουν, ανατρέχουν στο παρελθόν - ελληνικό και διεθνές - αναφέρονται στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον και στις νέες συμμαχίες, εντοπίζουν τις διαφορές όσον αφορά στο ιστορικό παρελθόν των εμπλεκομένων χωρών και το αξιακό υπόβαθρό τους και τελικά κάνουν την σύνδεση με τις σημερινές συμπεριφορές τους.

Τουλάχιστον αυτό πρέπει να γίνεται. Μια είδηση είναι πάντα μια είδηση, αλλά μια ξερή είδηση μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Αυτή είναι η περίπτωση όσον αφορά στην κριτική μετά την τριμερή Ιταλίας, Τουρκίας και Δυτικής Λιβύης.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη γειτονιά, αλλά ιστορικά όλοι της οι πόλεμοι ήταν αμυντικοί. Η Ελλάδα δεν είναι επιθετική και αναθεωρητική δύναμη, δεν στέλνει στρατό να επιχειρεί σε άλλες χώρες, ουδέποτε υπήρξε αποικιοκρατική δύναμη.

Φυλάμε Θερμοπύλες, δεν μπλέκουμε στους πολέμους των άλλων

Αλλά έχουμε αποδείξει - και αν χρειαστεί θα το ξανακάνουμε - ότι υπερασπιζόματε τα πάτρια εδάφη με αυταπάρνηση και ηρωισμό, ενώπιον του οποίου έχουν κατά διαστήματα υποκλιθεί ακόμη και οι αντίπαλοί μας. Επομένως είναι διαφορετικό το αξιακό υπόβαθρο της Ελλάδας, που δεν αναμιγνύεται σε πολέμους άλλων χωρών, αλλά εργάζεται για την ειρηνική συνύπαρξη και, όταν χρειάζεται, προστατεύει Θερμοπύλες.

Κάθε αμφισβήτηση αυτού του δόγματος - ειδικά όταν προέρχεται από το εσωτερικό της χώρας - δεν αποτελεί αμφισβήτηση προσώπων, αλλά του ίδιου του πατριωτισμού του Έθνους.

Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την Τουρκία και την Ιταλία.

Η Τουρκία είναι αναθεωρητική δύναμη, η οποία επιχειρεί σε πολλά και διαφορετικά μέτωπα, από την Συρία και το Ιράκ ως την Αφρική. Ειδικά στο χάος της Λιβύης αναμιγνύεται από το 2011, ενώ είναι γνωστό ότι Τούρκοι αξιωματικοί τέθηκαν επικεφαλής 18.000 Σύριων μισθοφόρων στη Δυτική Λιβύη, που σπαρασσόταν και εξακολουθεί να σπαράσσεται από διαρκείς εμφυλίους εντός του εδάφους της, όπου διαφορετικές ένοπλες δυνάμεις κυριαρχούν σε διαφορετικές ζώνες επιρροής.

Όσο για την Ιταλία, θέλοντας να μιμηθεί τις άλλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, κατέκτησε στις αρχές του περασμένου αιώνα την Λιβύη. Η Λιβύη ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά μετά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο (1911-1912), έγινε και παρέμεινε ιταλική αποικία ως το 1943. Αλλά και η Αιθιοπία, πάντα στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας, δέχθηκε το 1935 την επίθεση του Μουσολίνι, σε ένα πόλεμο πέντε μηνών που κατέληξε με την επικράτηση της Ιταλίας. Στο αποικιοκρατικό «όραμα» του δικτάτορα προστέθηκαν και η Σομαλία και η Ερυθραία.

Ο διάλογος ήταν «νεοαποικιοκρατικός»

Στην ουσία δηλαδή, δύο δυνάμεις που στο παρελθόν κατείχαν την Λιβύη συζήτησαν για την πρώην αποικία τους με τον ηγέτη της Δυτικής Λιβύης Ντμπέιμπα, ο οποίος βολοδέρνει ανάμεσα στους διάφορους πολεμάρχους και δέχεται την πίεση του ηγέτη της Ανατολικής Λιβύης στρατηγού Χαφτάρ. Επομένως η «τριμερής» πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ενός νεοαποικιοκρατικού «διαλόγου» προς επιβολή των επιδιώξεών τους στον αδύναμο κρίκο Ντμπέιμπα.

Δεν έχουμε, λοιπόν, ούτε το ίδιο ιστορικό παρελθόν, ούτε το ίδιο αξιακό υπόβαθρο με αυτές τις δύο χώρες.

Και επειδή, ως γνωστόν οι χώρες δεν έχουν σταθερούς φίλους, ούτε σταθερούς εχθρούς, αλλά μόνο σταθερά συμφέροντα, αξίζει να θυμηθούμε ότι τον Απρίλιο του 2021, πριν κερδίσει τις εκλογές, η αρχηγός του κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας» Τζιόρτζια Μελόνι, ζητούσε από τον τότε πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι να αφαιρεθεί από την Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας για ένταξη στην ΕΕ χώρα. Έλεγε τότε:

«Τα τελευταία χρόνια, ο Ερντογάν ενίσχυσε την στροφή προς μια ισλαμιστική κατεύθυνση, περιορίζοντας τις ελευθερίες. Δεν μπορούμε να δεχθούμε την εκ μέρους της Τουρκίας χρηματοδότηση του Πολιτικού Ισλάμ στην Ευρώπη».

Μετά την άνοδό της στον πρωθυπουργικό θώκο έχει συναντηθεί ουκ ολίγες φορές με τον Ερντογάν, εξυμνώντας την… σταθερή φιλία των χωρών τους. Τώρα, η Ιταλία υποστηρίζει την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας και μάλιστα χωρίς αναφορά στην υποχρέωση εφαρμογής του Πρωτοκόλλου έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, κράτους-μέλους της Ένωσης.

Η Δημοκρατία θύμα του εθνικισμού: Πρόσχημα το μεταναστευτικό, στο επίκεντρο η μοιρασιά

Σύμφωνα με τον Χουσεΐν Μπαγκτσί, επικεφαλής του Ινστιτούτου Εξωτερικής Πολιτικής με έδρα την Άγκυρα, οι ηγέτες της Τουρκίας και της Ιταλίας έχουν πολλά κοινά σημεία.

Όπως είπε, «ο Ταγίπ Ερντογάν είναι Ισλαμιστής και Τούρκος. Η Μελόνι είναι Χριστιανή και Ιταλίδα. Αυτό σημαίνει ότι καταλαβαίνονται μεταξύ τους πολύ καλύτερα. Δεν μιλάνε για δημοκρατικές αξίες, μιλάνε για εθνικιστικές αξίες».

Η δε Μελόνι δεν πήγε στην Κωνσταντινούπολη για το μεταναστευτικό, αλλά για την μοιρασιά της Δυτικής Λιβύης, όπου η Τουρκία ελέγχει όλα τα λιμάνια της και τις ένοπλες ομάδες της. Και επομένως και οι δύο χώρες ενδιαφέρονται για τους πόρους της Λιβύης. Και η συνεργασία αυτή δεν έχει ευρωπαϊκή διάσταση, αλλά βασίζεται στα οικονομικά συμφέροντα και στα έσοδα από τα πετρέλαια.

Θα το επαναλάβω για άλλη μια φορά μήπως και εμπεδωθεί: Όταν ασκείς διπλωματία, λαμβάνεις υπόψη σου τα ιστορικά γεγονότα - παλαιότερα και πρόσφατα - αξιολογείς την παρούσα κατάσταση και βάσει όλων αυτών αποφασίζεις κάθε φορά πώς θα κινηθείς.

Προσέγγιση Χαφτάρ, ΑΟΖ με Αίγυπτο: Δρέπουμε σήμερα τους καρπούς του χθες

Η επιλογή της προσέγγισης του Χαφτάρ (2019-2020) από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τον τότε υπουργό των Εξωτερικών Νίκο Δένδια ήταν σωστή και εκεί πρέπει να επιμείνουμε.

Αυτή είναι η απάντηση στην λεγόμενη «τριμερή», που στην Ελλάδα παρουσιάστηκε από κάποιους ως… μεγάλη επιτυχία των γειτόνων μας και «διπλωματική ήττα» της χώρας μας.

Το βάρος πρέπει να δοθεί στην Αίγυπτο, χώρα με την οποία διατηρούμε πλέον στενούς δεσμούς. Πριν από λίγες ημέρες είχαμε την επίσκεψη στην Αθήνα του Αιγύπτιου υπουργού Εξωτερικών και τις συνομιλίες με τον Γ. Γεραπετρίτη, ενώ έκλεισαν πέντε χρόνια από την ιστορική υπογραφή της συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και στο Δίκαιο της Θάλασσας.

Έγιναν δηλαδή το 2019 και το 2020 συγχρόνως δύο σωστές κινήσεις: Προσέγγιση του Χαφτάρ και ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Αυτούς τους καρπούς δρέπουμε σήμερα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι την προηγουμένη της «τριμερούς», η Ιταλίδα πρωθυπουργός είχε επισκεφθεί την Τυνησία και είχε συνομιλίες με τον πρόεδρο της χώρας, όπου επίσης έγιναν ανακοινώσεις περί σύμπνοιας και αγαστής συνεργασίας. Μιλάμε για τον Καΐς Σάγεντ, που τον Ιούλιο του 2021 ανέλαβε όλες τις εξουσίες και έχει εξαπολύσει διωγμούς εναντίον των αντιφρονούντων, περιορίζοντας ελευθερίες και δικαιώματα και φιμώνοντας την αντιπολίτευση. Παρ’ όλα αυτά η Τυνησία θεωρείται «ασφαλής χώρα» για επιστροφές.

Βροχή οι αρνητικές αποφάσεις για το μεταναστευτικό

Πολύ περισσότερο που στην Ιταλία η Τζιόρτζια Μελόνι αντιμετωπίζει ουκ ολίγα προβλήματα. Την ίδια μέρα που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ερχόταν και η απανταχούσα από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το μεταναστευτικό. Με την απόφασή του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιτρέπει στους Ιταλούς δικαστές (οι οποίοι είχαν προσφύγει στο ΔΕΕ) να αποφασίζουν αν μια χώρα που έχει χαρακτηριστεί ασφαλής, είναι πραγματικά ασφαλής για τον συγκεκριμένο άνθρωπο που αιτείται άσυλο. Δηλαδή οι εθνικοί δικαστές θα επαληθεύουν αν είναι ασφαλής η χώρα για τον προσφεύγοντα. Όπως ανέφερε το ΔΕΕ, για να θεωρηθεί ασφαλής μια χώρα πρέπει να παρέχει ασφάλεια σε όλο το έδαφός της και στο σύνολο του πληθυσμού.

Επομένως, το ΔΕΕ είχε τινάξει στον αέρα την μεταναστευτική πολιτική των Μελόνι - Σαλβίνι. Μαζί και τα (άδεια) κέντρα που η Ιταλία κατασκεύασε στην Αλβανία μετά την «συμφωνία» Μελόνι - Ράμα. Οι ίδιοι, βέβαια, κατηγορούν τους δικαστές ότι τορπιλίζουν την μεταναστευτική πολιτική της χώρας!

Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 5 Αυγούστου, το δικαστήριο του Ακράγαντα διέταξε την άρση της διοικητικής καθήλωσης του πλοίου Aurora (της γερμανικής ΜΚΟ Sea Watch) στο λιμάνι της πόλης. Μια εξάμηνη διοικητική ποινή που είχε επιβληθεί επειδή ο κυβερνήτης του πλοίου δεν υπάκουσε στην εντολή να πλεύσει προς το λιμάνι του Ποτσάλλο, αλλά αποβίβασε στην Λαμπεντούζα τους 70 μετανάστες που είχε διασώσει, καθώς οι μετεωρολογικές συνθήκες καθιστούσαν δύσκολη την συνέχιση του ταξιδιού.

Σύμφωνα με το δικαστήριο, ο καπετάνιος είχε σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο, που προβλέπει την διάσωση των ανθρώπων που κινδυνεύουν στη θάλασσα.

Στη Δικαιοσύνη Ιταλοί υπουργοί για την απελευθέρωση του εγκληματία πολέμου

Και για το τέλος το καλύτερο: Στις 4 Αυγούστου, το ειδικό δικαστικό συμβούλιο ζήτησε την παραπομπή σε δίκη των υπουργών Δικαιοσύνης Κάρλο Νόρντιο, Εσωτερικών Ματτέο Πιαντεντόζι, και του υφυπουργού παρά τη πρωθυπουργώ, Αλφρέντο Μαντοβάνο. Για την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να ζητηθεί η παραπομπή της στη Δικαιοσύνη.

Κι’ αυτό εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ιταλία είχε κάνει «δώρο» στη Δυτική Λιβύη τον Λίβυο στρατηγό Ναζέμ Οσάμα, γνωστό και ως Αλ Μάσρι, ο οποίος είχε συλληφθεί στο Τορίνο, στις 19 Ιανουαρίου, μετά από ένταλμα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Ό,τι δηλαδή είχε γίνει στο παρελθόν με τον μακελάρη του Λόκερμπι, τον οποίο η Βρετανία είχε προσφέρει ως «δώρο» στον Καντάφι. Μετά, στην χώρα είχε καταφθάσει η βρετανική πετρελαϊκή εταιρία BP…

Ο Αλ Μάσρι κρίθηκε υπεύθυνος για εγκλήματα πολέμου και βασανιστήρια. Μετά από τρεις ημέρες, η εισαγγελία της Ρώμης είχε αποφασίσει την αποφυλάκιση του Λίβυου καταζητούμενου, ο οποίος και μεταφέρθηκε άμεσα στην Τρίπολη, με ιταλικό κρατικό αεροσκάφος.

Με την διαφορά ότι διαπιστώθηκε ότι ο εισαγγελέας δεν είχε λάβει εγκαίρως τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία από το ιταλικό υπουργείο Δικαιοσύνης. Τώρα, διατυπώνονται κατηγορίες ότι η κυβέρνηση Μελόνι υπέκυψε στις πιέσεις της κυβέρνησης της Τρίπολης. Με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να κατηγορεί την Ιταλία ότι «δεν σεβάστηκε τις υποχρεώσεις της».

Για να παραπεμφθούν στο ακροατήριο μέλη της κυβέρνησης στην Ιταλία πρέπει το αίτημα του δικαστικού συμβουλίου να υπερψηφιστεί τουλάχιστον από το 50% συν έναν των βουλευτών ή γερουσιαστών.

Η κ. Μελόνι διαμαρτυρήθηκε επειδή δεν παραπέμφθηκε και η ίδια, αλλά το δικαστικό συμβούλιο απάντησε ότι η πρωθυπουργός συγχέει τις πολιτικές με τις ποινικές ευθύνες.

Ερώτημα σημαντικό και καταληκτικό: Τι σχέση μπορεί να έχει η Ελλάδα με τέτοιες πρακτικές; Δηλαδή με εθνικισμούς, αποικιοκρατικές βλέψεις, ύμνους σε δικτάτορες, παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και συναλλαγές με τρομοκράτες;


* Η Σοφία Βούτεψη είναι Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών ΝΔ, δημοσιογράφος