Κατά τις περιόδους μεγάλων γεωοικονομικών και γεωπολιτικών μετατοπίσεων, οι χώρες που συνορεύουν με εμπόλεμες χώρες, συχνά προετοιμάζουν την έλευση νέων οικονομικών σχημάτων. Τέτοιες ζώνες φέρουν έμφυτη ένταση, διότι συγκλίνουν εκεί διαφορετικές αρμοδιότητες, πολιτισμικές παραδόσεις, πολιτικές πρακτικές και ασφάλεια συμφερόντων και γι’ αυτό και υπόκεινται σε αυξημένη πολιτική και οικονομική ρευστότητα.
Παρόλα αυτά, η ίδια αυτή ρευστότητα δημιουργεί και ευκαιρίες για ταχείς οικονομικούς μετασχηματισμούς όχι τόσο ως αποτέλεσμα ενιαίων κεντρικών σχεδίων, αλλά επειδή τοπικοί δρώντες και δίκτυα αναπροσαρμόζονται άμεσα σε νέους περιορισμούς και σε απρόβλεπτα ανοίγματα που προκαλούνται από εξωτερικές πιέσεις.
Το Καζακστάν είναι η ένατη μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο και το μεγαλύτερο περίκλειστο κράτος του κόσμου με έκταση 2.724.900 τ. χλμ. αλλά είναι 63η σε πληθυσμό με περίπου 20 εκ. κατοίκους. Την 6η Νοεμβρίου 2025, κατά τη διάρκεια της πρώτης στην ιστορία, συνόδου των ΗΠΑ με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας (Καζακστάν, Τατζικιστάν, Κιργιζίας, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν) στην Ουάσινγκτον, το Καζακστάν ανακοίνωσε την προσχώρησή του στις λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ. Ήταν μια κίνηση που, παρά τον συμβολικό της χαρακτήρα για ένα κράτος που έχει ήδη διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ από το 1992, φέρει πολλαπλές και βαθιές γεωστρατηγικές και οικονομικές προεκτάσεις.
Η ανακοίνωση έγινε στο περιθώριο της συνάντησης του προέδρου Κασίμ-Ζομάρτ Τοκάγεφ με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και επισημοποιήθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών του Καζακστάν. Οι επιθέσεις της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου έχουν ανασχηματίσει βαθιά τη Μέση Ανατολή, αποδυναμώνοντας την περιφερειακή επιρροή του Ιράν και δημιουργώντας ανοίγματα για νέους οικονομικούς διαδρόμους και νέες ισορροπίες ισχύος.

Η απόφαση δεν σηματοδοτεί ξαφνική «στροφή» στη διπλωματική γραμμή του Καζακστάν καθώς διατηρεί επίσημες σχέσεις με το Ισραήλ ήδη από το 1992, συνεπώς η ένταξη έχει περισσότερο έναν οικονομικό και πολιτικό-στρατηγικό και λιγότερο έναν νέο διπλωματικό χαρακτήρα. Η προσχώρηση λειτουργεί ως θεσμική σφράγιση και ως σήμα τακτικής συμμαχίας σε ένα νέο, ΗΠΑ-νοηματοδοτούμενο περιβάλλον και παράλληλα αποτελεί μια στρατηγικά πολύτιμη διαδρομή προς τις ανοιχτές θάλασσες. Κύριοι λόγοι της απόφασης είναι:
- Γεωγραφία, μεταφορές και αναζήτηση θαλάσσιας πρόσβασης: Το Καζακστάν είναι, ουσιαστικά, μία από τις μεγαλύτερες — και παράλληλα παραδοσιακά «περιορισμένες» — χώρες στον κόσμο: μεγάλο, πλούσιο σε πόρους, αλλά χωρίς οικονομική έξοδο στη θάλασσα. Η διασύνδεση με τις διεθνείς θαλάσσιες οδούς περνά είτε μέσω της Βόρειας Ρωσίας είτε μέσω της Νότιας/Νοτιοδυτικής οδού που οδηγεί στη Μέση Ανατολή. Το Καζακστάν βλέπει τη Μέση Ανατολή και ειδικότερα διαδρόμους που διέρχονται από/μέσω του Ιράν, ως τον πιο άμεσο στρατηγικό δρόμο προς τη θάλασσα. Η προοπτική ανοίγματος νέων λωρίδων διαμετακόμισης και εμπορικών ροών μέσω της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου παραμένει κρίσιμη για τη μετατροπή του Καζακστάν σε πραγματικό κόμβο διαμεταφοράς.
- Ενίσχυση της οικονομικής και τεχνολογικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ: Στη σύνοδο της Ουάσινγκτον συνάφθηκαν επί πλέον σημαντικές οικονομικές συμφωνίες: μνημόνια για κρίσιμα ορυκτά, εμπορικές συνεργασίες και μεγάλες επενδύσεις τεχνολογίας (π.χ. συμφωνίες στον χώρο των ημιαγωγών/τσιπ και της Tεχνητής Nοημοσύνης). Η προσχώρηση στις Συμφωνίες του Αβραάμ συνοδεύει και λειτουργεί ως «συγκολλητική» πολιτική χειρονομία προς την ενίσχυση αυτών των δεσμών με τις ΗΠΑ. Το πρακτικό όφελος είναι σαφές: πρόσβαση σε κεφάλαια, τεχνολογία και αγορές που μπορούν να καταστήσουν το Καζακστάν λιγότερο εξαρτώμενο από παραδοσιακούς εταίρους όπως η Ρωσία και η Κίνα.
- Μείωση της δομικής επιρροής Ρωσίας και Κίνας: Η προσέγγιση των ΗΠΑ δεν έχει μόνον οικονομικό χαρακτήρα αλλά έχει και στρατηγικό: ενίσχυση των σχέσεων με κράτη-κλειδιά της κεντρικής Ασίας για διαφοροποίηση εφοδιαστικών αλυσίδων (π.χ. σπάνιες γαίες, ουράνιο) και αποθάρρυνση μονομερούς επηρεασμού από μεγάλες γειτονικές δυνάμεις. Για το Καζακστάν, το εγχείρημα της «επιμήκυνσης» διπλωματικών δεσμών προς τη Μέση Ανατολή και τη Δύση εξυπηρετεί τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της για πολυκατευθυντική πολιτική δηλαδή τη δυνατότητα να συνεργάζεται ταυτόχρονα με διαφορετικούς πόλους χωρίς να δεσμεύεται αποκλειστικά σε έναν.
- Περιφερειακές ισορροπίες: Η γεωπολιτική του Καζακστάν διατρέχεται από την «παγίδα» των ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή. Το Ιράν αποτελεί κρίσιμο παράγοντα: για να λειτουργήσουν οι πιο σύντομοι διάδρομοι προς τον Περσικό Κόλπο, η σταθερότητα στην Τεχεράνη είναι ουσιώδης και ταυτοχρόνως, η σχέση με την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν (κοινές τουρκικές/παντουρκικές πολιτιστικές αφετηρίες) δημιουργεί επιπλέον πολιτικές ευαισθησίες. Το Καζακστάν, παρακολουθώντας στενά τις πολιτικές μεταπτώσεις στο Ιράν και τις προσπάθειες των ΗΠΑ να αναμορφώσουν τη διαπεριφερειακή αρχιτεκτονική, αξιοποιεί την ένταξη ως εργαλείο για να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους και να προωθήσει την ανοικοδόμηση διαδρόμων διέλευσης.
- Συμβολική διάσταση και διεύρυνση του ρόλου των Συμφωνιών του Αβραάμ: Οι Συμφωνίες του Αβραάμ, που ξεκίνησαν το 2020 ως πρωτοβουλία εξομάλυνσης σχέσεων Ισραήλ–αραβικών κρατών, πλέον εξελίσσονται σε πλατφόρμα διεύρυνσης (και αναζωογόνησης) της αμερικανικής επιρροής σε περιοχές πέραν της «παραδοσιακής» Μέσης Ανατολής. Η προσχώρηση του Καζακστάν σηματοδοτεί τη μετάβαση της πρωτοβουλίας προς έναν ευρύτερο, γεωπολιτικό πυλώνα που συμπεριλαμβάνει και χώρες της Κεντρικής Ασίας — με όλα τα συνεπακόλουθα οφέλη και ρίσκα.
Υπάρχουν όμως κίνδυνοι και διαφορετικές αναγνώσεις. Από ρωσικής πλευράς, η κίνηση μπορεί να εκληφθεί ως προσπάθεια «υπονόμευσης» της γεωγραφικής της επιρροής — κάτι που ενδέχεται να επιφέρει πολιτικές ή οικονομικές αντιδράσεις εναντίον του Καζακστάν καθώς αποτελεί μοχλό πίεσης προς τη Ρωσία, τη στιγμή που πολεμά στο μέτωπο της Ουκρανίας. Από Κινέζικης πλευράς, στην πόλη Khorgos, η Κίνα έχει το μεγαλύτερο «λιμάνι» μεταφόρτωσης ξηρού φορτίου από τα τραίνα της Κίνας στις φαρδύτερες ράγες των σιδηρόδρομων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και θεωρεί την περιοχή ως ένα από τους σημαντικούς «Δρόμους του Μεταξιού». Η θέση απέναντι στο iσραηλο-παλαιστινιακό κύμα και το μέτωπο στη Γάζα δημιουργεί πολιτικό κόστος σε ορισμένους μουσουλμανικούς εταίρους και εγχώριες ομάδες. Υπάρχει ο κίνδυνος η ένταξη να παραμείνει περισσότερο τελετουργική παρά μετασχηματιστική, εάν οι υποδομές μεταφορών και τα εμπόδια διαλειτουργικότητας (τελωνεία, σιδηροδρομικά τυπικά) δεν αντιμετωπισθούν.
Για να αξιοποιήσει το Καζακστάν τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται θα πρέπει να κάνει επενδύσεις στην υποδομή του Μεσαίου Διαδρόμου (Trans-Caspian / Middle Corridor) και διευκόλυνση θαλάσσιων συνδέσεων, με διεθνή χρηματοδότηση και δημόσιο-ιδιωτικά σχήματα. Επίσης, χρειάζεται διπλωματική ρεαλιστική «διπλή γραμμή»: διατήρηση στενών οικονομικών δεσμών με Ρωσία και Κίνα, ταυτόχρονα αξιοποίηση των ευκαιριών της Συμφωνίας του Αβραάμ για διαφοροποίηση και αποτελεσματική πολυκατευθυντικότητα. Απαιτούνται ενεργές πρωτοβουλίες οικοδόμησης εμπιστοσύνης με το Ιράν ώστε να εξασφαλισθούν ασφαλείς διάδρομοι διαμετακόμισης (απαντώντας και στις ευρύτερες ανησυχίες ασφαλείας), Η μετατροπή της συμβολικής ένταξης σε απτά οφέλη, απαιτεί συγκεκριμένα πρωτόκολλα συνεργασίας σε ενέργεια, εφοδιαστικές αλυσίδες κρίσιμων υλικών και τεχνολογία (ημιαγωγοί, Tεχνητή Nοημοσύνη κλπ.) που παρουσιάστηκαν παράλληλα στη Σύνοδο.
Η ένταξη του Καζακστάν στις συμφωνίες του Αβραάμ δεν είναι ένα μονοδιάστατο «άλμα φιλίας» με το Ισραήλ. Αντιθέτως, πρόκειται για στρατηγική κίνηση, που επιχειρεί να απαντήσει σε μια σειρά μόνιμων ζητημάτων: γεωγραφική απομόνωση, ανάγκη διαφοροποίησης από μεγάλες γειτονικές δυνάμεις, εκμετάλλευση αναδυόμενων εμπορικών διόδων και πρόσβαση σε τεχνολογίες και κεφάλαια με σκοπό να αναπτύξει την οικονομία του.
Αξιοποιώντας αυτές τις πολύπλευρες σχέσεις, το Καζακστάν επιδιώκει να υπερβεί το γεωγραφικό μειονέκτημα της ενδοχώρας και να ενσωματώσει την Κεντρική Ασία πιο αποτελεσματικά στα παγκόσμια γεωοικονομικά δίκτυα. Το πραγματικό τεστ θα είναι κατά πόσον αυτή η συμβολική ένταξη θα μεταφραστεί σε υποδομές, επενδύσεις και κυρίως σε ασφαλείς και αξιόπιστους διαδρόμους εμπορίου που θα αλλάξουν τις οικονομικές προοπτικές του Καζακστάν αλλά και ευρύτερα της Κεντρικής Ασίας.
*Ο Ατσαλάκης Γιώργος, είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων
