Γιατί η Ταϊβάν φοβάται εισβολή της Κίνας το 2027
Το αμερικανικό αντιτορπιλικό USS Milius σε διέλευση ρουτίνας στα Στενά της Ταϊβάν (U.S. Navy via AP)
Το αμερικανικό αντιτορπιλικό USS Milius σε διέλευση ρουτίνας στα Στενά της Ταϊβάν (U.S. Navy via AP)

Γιατί η Ταϊβάν φοβάται εισβολή της Κίνας το 2027

«Τείχος» δυτικής διπλωματικής και στρατιωτικής υποστήριξης έναντι της αυξανόμενης κινεζικής απειλής επιχειρεί να χτίσει η Ταϊβάν, «δείχνοντας» το 2027 ως το έτος κατά το οποίο πιθανώς το καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ θα εξαπολύσει επίθεση επιδιώκοντας να υποτάξει και να προσαρτήσει τη δημοκρατικά διοικούμενη νήσο του Ινδο-Ειρηνικού.

Σε έναν παραλληλισμό της επιθετικότητας Πεκίνου και Μόσχας λίγο μετά τις νέες κινεζικές «πρόβες πολέμου» στα Στενά της Ταϊβάν, η κυβέρνηση της νήσου στρέφει το βλέμμα στη Δύση «υπενθυμίζοντας» ότι η διεθνής κοινότητα δεν είχε επαρκώς «ζυγίσει» τις ρωσικές κινήσεις που προηγήθηκαν της εντολής του Βλαντιμίρ Πούτιν για εισβολή πλήρους κλίμακας στο έδαφος της Ουκρανίας.

«Δεν εμποδίσαμε τη Ρωσία να καταλάβει την Κριμαία. Και οι Ρώσοι ενθαρρύνθηκαν να προχωρήσουν και να εξαπολύσουν έναν πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Δεν εμποδίσαμε την Κίνα να επιβάλει το νόμο για την εθνική ασφάλεια στο Χονγκ Κονγκ. Και οι πολίτες ρωτούσαν: Η Ταϊβάν θα είναι επόμενη; Τώρα, η Ταϊβάν τελεί υπό όλη αυτή την πίεση», σημειώνει ο υπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν, Τζόζεφ Γου, επαναφέροντας σε συνέντευξή του σε βρετανικά μέσα το 2027 ως τη χρονιά κατά την οποία η νήσος μπορεί να βρεθεί σε σύρραξη με την Κίνα.

Το χρονοδιάγραμμα που οδηγεί στο 2027 δεν έρχεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο, ούτε «ανήκει» στην Ταϊβάν. Αμερικανοί στρατηγοί και αξιωματούχοι, καθώς και ο διευθυντής της CIA, Ουίλιαμ Μπερνς, έχουν δηλώσει δημόσια ότι η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ θεωρεί πως ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, έχει δώσει εντολή στο στρατό του «να είναι έτοιμος» έως το 2027 για να εισβάλει στην Ταϊβάν, την οποία η Κίνα θεωρεί «ιερή» επαρχία της προορισμένη προς επανένωση, ακόμη και διά της βίας.

Άλλοι στρατηγοί θεωρούν ότι μία σύγκρουση μπορεί να έλθει νωρίτερα, με τον τετράστερο Μάικ Μίνιχαν, τέως αναπληρωτή αρχηγό της αμερικανικής Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού, να κάνει προβλέψεις περί κινεζικής εισβολής το 2025. Η διαρροή εσωτερικού υπομνήματος, στο οποίο ο στρατηγός έγραφε «ελπίζω να κάνω λάθος, αλλά το ένστικτό μου λέει ότι λέει ότι θα δώσουμε μάχη το 2025» πυροδότησε αναταραχή τον Ιανουάριο και επικρίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχαν προηγηθεί εκτιμήσεις του αρχηγού Ναυτικών Επιχειρήσεων του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, ναυάρχου Μάικλ Γκιλντάι, περί πιθανής εισβολής ακόμη και το 2024.

Η όλη φημολογία προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας του Πενταγώνου, το οποίο και διεμήνυσε πως στρατηγοί και αξιωματούχοι δεν μπορούν να ομιλούν για χρονοδιαγράμματα εισβολής, ενώ ο επικεφαλής της Διοίκησης των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό, ναύαρχος Τζον Ακουιλίνο, πήρε αποστάσεις από εικασίες και προβλέψεις λέγοντας την περασμένη Τρίτη ενώπιον επιτροπής του Κογκρέσου ότι «όλοι πιθανολογούν», και ο ίδιος σήμερα «είναι υπεύθυνος για να αποτρέψει αυτή τη σύγκρουση και αν αποτύχει η αποτροπή για να μπορέσουμε να πολεμήσουμε και να κερδίσουμε».

H Γιουν Σαν, επικεφαλής του προγράμματος για την Κίνα στη «δεξαμενή σκέψης» Stimson Center των ΗΠΑ, δηλώνει: «Οι στρατιωτικές δυνατότητες είναι απαραίτητη αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση για την Κίνα προκειμένου να εξαπολύσει επίθεση. Η στρατιωτική ετοιμότητα δεν υποδηλώνει ότι η Κίνα θα κάνει την κίνηση». Επισημαίνοντας πως οι κινεζικές αρχές δεν έχουν ποτέ θέσει δημοσίως ως στόχο το 2027, αναφέρει: «Δεν νομίζω ότι ο Σι σχεδιάζει να εισβάλει στην Ταϊβάν το 2027, εκτός εάν η Ταϊβάν ανακηρύξει την ανεξαρτησία της μέχρι εκείνη τη στιγμή».

Το κύμα προβλέψεων στους κόλπους των ανώτατων κλιμακίων των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων είναι, ωστόσο, σαφώς ενδεικτικό της ανησυχίας για την αυξανόμενη επιθετικότητα της Κίνας έναντι της Ταϊβάν, τη στιγμή ακριβώς που τη σχέση Ουάσινγκτον-Πεκίνου βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο από το 1979 και τη διπλωματική αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επί διακυβέρνησης Τζίμι Κάρτερ. «Εκείνοι που παίζουν με τη φωτιά, θα καταλήξουν να καούν» προειδοποίησε ξανά την Παρασκευή ο επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας, Τσιν Γκανγκ, στη σκιά του τριήμερου αποκλεισμού που επιβλήθηκε στην Ταϊβάν ως «απάντηση» στη συνάντηση της προέδρου της, Τσάι Ινγκ-γουέν, με τον επικεφαλής της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι.

Και στο βάθος εκλογές

Η ίδια η Ταϊβάν προετοιμάζεται για το χειρότερο, και επιχειρεί όλο και περισσότερο να αποκωδικοποιήσει την πραγματική φύση και το εύρος της αμερικανικής δέσμευσης απέναντί της, και μέχρι που θα μπορούσε να φθάσει εν τέλει η στρατιωτική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μεταξύ των απόρρητων εγγράφων του αμερικανικού Πενταγώνου που διέρρευσαν προσφάτως περιλαμβάνονται υπομνήματα, που δημοσιοποίησε η Washington Post, στα οποία στρατιωτικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ εκφράζουν αμφιβολίες για την ικανότητα της Ταϊβάν να αποκρούσει αεροπορική επίθεση από τον κινεζικό στρατό, ενώ αναγνωρίζεται ότι και οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να έχουν περιορισμένη ικανότητα να «ανιχνεύουν» μια επικείμενη επίθεση στην Ταϊβάν.

Η νήσος προσπαθεί να βελτιώσει το βαθμό ετοιμότητάς της έναντι ενδεχόμενης κινεζικής εισβολής, έχοντας μεταξύ άλλων αυξήσει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για τους άνδρες από τέσσερις μήνες σε ένα έτος. Όμως, ανησυχεί για τον αργό ρυθμό των παραδόσεων στρατιωτικού εξοπλισμού (όπως αντιαεροπορικών πυραύλων Stinger, αεροσκαφών F-16 και αντιπλοϊκών πυραύλων) από τις ΗΠΑ, γεγονός το οποίο Ταϊβανέζοι αξιωματούχοι έχουν μεταφέρει στη διακυβέρνηση Μπάιντεν εδώ και καιρό.

Αρκετά μέλη του Κογκρέσου έχουν επιβεβαιώσει την πρόθεσή τους να πιέσουν την κυβέρνηση Μπάιντεν να επιταχύνει τις παραδόσεις, αλλά οι περιορισμοί στην κατασκευή, οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας και, σε μικρότερο βαθμό, η ζήτηση που δημιουργήθηκε από τις αποστολές όπλων προς υποστήριξη της εμπόλεμης Ουκρανίας, συνέβαλαν στην επιβράδυνση -εξ ου και η Ταϊπέι δεν σταματά να υπενθυμίζει στις ΗΠΑ και διεθνώς πως ο κίνδυνος εισβολής είναι υπαρκτός και η ίδια θα πρέπει να είναι σε θέση να την αποκρούσει.

Σε άρθρο γνώμης στο CNN, ο Λανχί Τζ.Τσεν, ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Hoover, αναφέρει -στον απόηχο επίσκεψης που πραγματοποίησε στην Ταϊπέι στα τέλη Μαρτίου ως μέλος αμερικανικής αντιπροσωπείας- ότι οι πολιτικοί της Ταϊβάν κατανοούν καλά το ρόλο που θα διαδραματίσουν στα όσα επακολουθήσουν οι εκλογές που επίκεινται τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στην ίδια την Ταϊβάν.

Ο τέως πρόεδρος και επικρατέστερος για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, Ντόναλντ Τραμπ, επαινείται στην Ταϊβάν για την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ Ουάσινγκτον και Ταϊπέι και την έναρξη διπλωματικών επισκέψεων υψηλού επιπέδου μεταξύ ανώτατων αξιωματούχων της αμερικανικής κυβέρνησης και Ταϊβανέζων ομολόγων τους, με την ίδια την πρόεδρο Τσάι να έχει δεχθεί συγχαρητήριο τηλεφώνημα από εκείνον αφότου εξελέγη το 2016, γεγονός που θεωρήθηκε τότε ως παραβίαση του διπλωματικού πρωτοκόλλου. Ο Τζο Μπάιντεν αντιμετωπίζεται επίσης ευνοϊκά στην Ταϊβάν, ειδικά μετά τη δήλωση της 23ης Μαΐου 2022 ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπίζονταν στρατιωτικά τη νήσο εάν δεχόταν κινεζική επίθεση, απομακρυνόμενος από τη μακρόχρονη πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας» που άφηνε ανοιχτό το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό οι ΗΠΑ θα παρέμβουν σε περίπτωση επίθεσης -αν και αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν επανειλημμένα τονίσει ότι, παρά τις αναφορές Μπάιντεν, η πολιτική της «Μίας Κίνας» παραμένει ακέραια.

Στην Ταϊβάν, οι επόμενες προεδρικές εκλογές θα διεξαχθούν τον Ιανουάριο του 2024 και τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα (το κυβερνών Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα [DPP] και το Εθνικιστικό Κόμμα ή Κουομιτάνγκ) λαμβάνουν ήδη θέσεις «μάχης». Ενώ διαφέρουν οι πολιτικές τους σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, η κύρια διάσπαση μεταξύ τους είναι ο τρόπος με τον οποίο η Ταϊβάν θα προσεγγίσει την Κίνα και τα ευρύτερα γεωπολιτικά ζητήματα της περιοχής.

Το Κουομιτάνγκ, το οποίο έχει υποσχεθεί κάποιο βαθμό προσέγγισης με το Πεκίνο, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι η ψήφος για το DPP είναι ψήφος για σύγκρουση (και ίσως ακόμη και πόλεμο) με την Κίνα. Στο αντίποδα, το DPP υποστηρίζει ότι μόνο οι ηγέτες του θα συνεχίσουν να ενθαρρύνουν την εγγύτητα με τις ΗΠΑ και άλλους περιφερειακούς συμμάχους. Οι αξιωματούχοι της Ταϊβάν βρίσκονται ενώπιον της πραγματικότητας ότι κάθε μέρα που περνά, μια επίθεση από την Κίνα μπορεί να πλησιάζει. Η εστίασή τους στη στρατιωτική ετοιμότητα, αλλά και στην πολιτική τόσο στο εσωτερικό, όσο και στις ΗΠΑ, «κουβαλά» αυτό το φόβο -είτε αυτό συμβεί το 2027, είτε νωρίτερα, είτε ποτέ.