Τα σύνορα πριν τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967) δεν αποτέλεσαν ποτέ διεθνώς αναγνωρισμένα μόνιμα όρια, αλλά τη γραμμή ανακωχής του 1949. Η Δυτική Όχθη βρισκόταν υπό ιορδανικό έλεγχο και η Γάζα υπό αιγυπτιακή διοίκηση, χωρίς παλαιστινιακή κρατική υπόσταση. Μια «επιστροφή» σε εκείνα τα σύνορα δεν θα αποκαθιστούσε προϋπάρχουσα παλαιστινιακή κρατικότητα, αλλά θα δημιουργούσε νέα πραγματικότητα εκ του μηδενός.
Η διεθνής διπλωματία αναγνώρισε ότι τα παλιά σύνορα δεν ήταν βιώσιμα. Το Ψήφισμα 242 του ΟΗΕ μιλούσε για απόσυρση «από εδάφη» και όχι πλήρη επιστροφή. Οι Συμφωνίες του Όσλο (1993) ανέθεσαν το θέμα των συνόρων σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Μια μονομερής επιστροφή στις γραμμές του ’67 θα ακύρωνε αυτό το πλαίσιο. Όλοι οι Ισραηλινοί ηγέτες, από τον Ράμπιν έως τον Νετανιάχου, έχουν απορρίψει ρητά την πλήρη επιστροφή.
Κοινωνιολογική Διάσταση
Μετά το 1967, η δημογραφική πραγματικότητα άλλαξε δραματικά. Περισσότεροι από 700.000 Ισραηλινοί κατοικούν σήμερα στην Ιουδαία και Σαμάρια (Δυτική Όχθη) και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η απομάκρυνσή τους θα σήμαινε τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό σοκ. Η αποχώρηση από τη Γάζα το 2005, μόλις 8.000 εποίκων, προκάλεσε βαθιά κρίση στην ισραηλινή κοινωνία· μια αντίστοιχη διαδικασία στη Δυτική Οχθη θα ήταν πολλαπλάσια δυσκολότερη. Εκ του αποτελέσματος είδαμε την κατάληξη αυτής της απομάκρυνσης.
Η παραμονή των εποίκων σε μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος είναι εξίσου ανέφικτη, καθώς απορρίπτεται από την Παλαιστινιακή Αρχή. Η διαίρεση της Ιερουσαλήμ, όπως ίσχυε το 1948-1967, θα έκοβε γειτονιές και θα στερούσε την πρόσβαση σε ιερούς τόπους. Η πλειοψηφία των Ισραηλινών (77%) απορρίπτει την πλήρη υποχώρηση, ακόμη και αν υπόσχεται ειρήνη. Συνεπώς, οι κοινωνικές και δημογραφικές συνθήκες καθιστούν αδύνατη την επιστροφή στα σύνορα του ’67.
Περιφερειακή Ασφάλεια
Γεωγραφικά, τα προ του 1967 σύνορα αφήνουν το Ισραήλ με πλάτος μόλις 15 χιλιομέτρων στο στενότερο σημείο, ευάλωτο σε αιφνίδιες επιθέσεις. Ο Ράμπιν τόνιζε ότι η «γραμμή ασφαλείας» πρέπει να βρίσκεται στην κοιλάδα του Ιορδάνη. Χωρίς έλεγχο των υψιπέδων, ισραηλινές πόλεις θα ήταν στόχος ρουκετών ή πυροβολικού.
Η εμπειρία της Γάζας είναι καθοριστική: η αποχώρηση του 2005 οδήγησε στην κατάληψη της περιοχής από τη Χαμάς και στην έναρξη συνεχών πολέμων και επιθέσεων. Ανάλογη κατάσταση στη Δυτική Όχθη θα έφερνε τη Χαμάς ή άλλες οργανώσεις στο κατώφλι της Ιερουσαλήμ και του Τελ Αβίβ. Επιπλέον, η Ιορδανία κινδυνεύει να αποσταθεροποιηθεί. Μια μονομερής αποχώρηση θα ερμηνευόταν ως αδυναμία, ενθαρρύνοντας περαιτέρω την τρομοκρατία. Οι αναλυτές προτείνουν λύση με προσαρμογές συνόρων, αποστρατιωτικοποίηση και ισραηλινή παρουσία στον Ιορδάνη.
Οι Συμφωνίες του Όσλο
Το Όσλο θεμελίωσε ότι καμία πλευρά δεν θα προχωρούσε σε μονομερείς ενέργειες για τα σύνορα. Η επιστροφή στις γραμμές του 1967 θα ακύρωνε αυτήν τη δέσμευση. Ο Ράμπιν, στην τελευταία του ομιλία, ξεκαθάρισε ότι δεν προβλέπεται πλήρης επιστροφή και ότι η Ιερουσαλήμ θα παραμείνει ενιαία. Η επιστολή του προέδρου Μπους (2004) επίσης αναγνώρισε ότι τα τελικά σύνορα πρέπει να είναι αμυντικά βιώσιμα και όχι οι γραμμές του 1967.
Αν τα σύνορα προκαθοριστούν μονομερώς, οι Παλαιστίνιοι δεν θα έχουν κίνητρο για συμβιβασμό. Το Ισραήλ επίσης θα μπορούσε να απαντήσει με μονομερείς προσαρτήσεις. Έτσι, η επιστροφή στα παλιά σύνορα υπονομεύει τη βάση του Όσλο.
Διεθνείς και Νομικές Πτυχές
Τις τελευταίες μέρες, Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία και Πορτογαλία αναγνώρισαν το Παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα του 1967, ακολουθώντας τη Γαλλία. Αυτή η μεταστροφή μεγάλων δυτικών χωρών πιέζει το Ισραήλ διπλωματικά, αλλά έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα. Στην πράξη, το Ισραήλ εξακολουθεί να ελέγχει όλα τα εξωτερικά σύνορα, τον εναέριο χώρο, τις μετακινήσεις, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της ασφάλειας στη Δυτική Όχθη. Οι αναγνωρίσεις δεν μεταβάλλουν αυτή την πραγματικότητα: η Παλαιστινιακή Αρχή δεν έχει στρατό, δεν ελέγχει τα σύνορά της και σε πολλές περιοχές της Δυτικής Όχθης η επιρροή της είναι περιορισμένη, ενώ στη Γάζα έχει πλήρως αντικατασταθεί από τη Χαμάς.
Από ισραηλινή σκοπιά, αυτό σημαίνει ότι η αναγνώριση δεν δημιουργεί λειτουργικό κράτος. Ακόμα κι αν περισσότερα κράτη, ή και ο ΟΗΕ συλλογικά, αναγνωρίσουν την Παλαιστίνη, στο έδαφος δεν υπάρχει ανεξάρτητη παλαιστινιακή διοίκηση που να μπορεί να εγγυηθεί ασφάλεια, σταθερότητα ή να διαχειριστεί κρατικές δομές. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια κάπως de jure αναγνώριση που δεν συνοδεύεται από de facto κυριαρχία. Για το Ισραήλ, αυτό αποδεικνύει ότι η διεθνής κίνηση είναι πολιτική χειρονομία «ηθικής στήριξης», αλλά όχι εργαλείο που επιλύει την πραγματική σύγκρουση.
Επιπλέον, το Ισραήλ θεωρεί ότι τέτοιες αναγνωρίσεις υπονομεύουν τη διαπραγματευτική διαδικασία, αφού προσφέρουν στους Παλαιστινίους τα οφέλη της κρατικής υπόστασης χωρίς να απαιτούνται οι απαραίτητες παραχωρήσεις σε ζητήματα όπως η ασφάλεια, η Ιερουσαλήμ ή οι πρόσφυγες. Έτσι, η αναγνώριση μπορεί να σκληρύνει τη στάση της παλαιστινιακής ηγεσίας, καθιστώντας λιγότερο πιθανό έναν ρεαλιστικό συμβιβασμό.
Τέλος, από την πρακτική σκοπιά, η αναγνώριση δεν βελτιώνει την καθημερινότητα των Παλαιστινίων: οι έλεγχοι ασφαλείας παραμένουν, η ελεύθερη μετακίνηση περιορίζεται, οι οικονομικές εξαρτήσεις από το Ισραήλ συνεχίζονται, και οι εποικισμοί δεν επηρεάζονται από τις διπλωματικές δηλώσεις. Για τους Ισραηλινούς, αυτό δείχνει ότι οι διεθνείς κινήσεις, όσο κι αν είναι πολιτικά θορυβώδεις, δεν αλλάζουν το θεμελιώδες ζήτημα: ότι η ειρήνη και τα όρια μπορούν να καθοριστούν μόνο με άμεση συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών και όχι με εξωτερικές επιβολές.
Κλείνοντας, η επιστροφή στα σύνορα του 1967 δεν είναι βιώσιμη σε καμία διάσταση. Πολιτικά, δεν αποτελούσαν ποτέ μόνιμα σύνορα και η επιστροφή θα υπονόμευε τη βάση του Όσλο. Κοινωνικά, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα έπρεπε να μετακινηθούν, δημιουργώντας νέο προσφυγικό ζήτημα και κοινωνικό διχασμό. Στρατιωτικά, θα καθιστούσε το Ισραήλ στρατηγικά ανυπεράσπιστο και θα αύξανε τον κίνδυνο τρομοκρατίας. Διπλωματικά, θα ακύρωνε χρόνια διαπραγματεύσεων και θα έστελνε μήνυμα αδυναμίας. Οι διεθνείς αναγνωρίσεις ενισχύουν την παλαιστινιακή πλευρά, αλλά δεν αλλάζουν την πραγματικότητα επί τόπου.
Η μόνη ρεαλιστική προοπτική ειρήνης αν και σήμερα φαντάζει εντελώς ανέφικτη μετά τη βίαιη, βάναυση και αιματηρή τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς είναι μια διαπραγματευμένη λύση δύο κρατών, μεταξύ του Ισραήλ και μιας παλαιστινιακής ηγεσίας που θα είναι πραγματικά πρόθυμη να συζητήσει και να εγγυηθεί ειρηνική συνύπαρξη με το εβραϊκό κράτος, καθώς και ένα οριστικό τέλος όχι μόνο της τρομοκρατίας αλλά και της συνεχούς επιβράβευσής της. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι τη δεδομένη στιγμή αυτό παραμένει εξαιρετικά δύσκολο και μάλλον αδύνατο.
Μια μονομερής επιστροφή στα προ του 1967 όρια δεν οδηγεί σε βιώσιμη ειρήνη, αλλά σε νέα αστάθεια.
*Ο Γιαακώβ Χαλιώτης είναι Ελληνοκύπριος Εβραίος, με καταγωγή επίσης από την Κεφαλονιά, μέλος του Διπλωματικού Σώματος του Παγκόσμιου Εβραϊκού Συνεδρίου (WJC) και διαμένει σήμερα στο Λονδίνο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο. Ειδικεύεται στην αντιμετώπιση του αντισημιτισμού και της αντισιωνιστικής ρητορικής, με ενεργή παρουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα, την Κύπρο, καθώς και σε διεθνή διπλωματικά fora. Διαθέτει μακρά εμπειρία στον τομέα της στρατηγικής επικοινωνίας και της δημόσιας διπλωματίας, εκπροσωπώντας τις φωνές της εβραϊκής διασποράς και προωθώντας τον διαθρησκευτικό διάλογο και την κοινωνική συνοχή. Έχει εργαστεί σε διάφορους οργανισμούς, μεταξύ των οποίων το Υπουργείο Παιδείας του Ηνωμένου Βασιλείου ως Chief Social Media Officer και στη Shell ως Global Brand Analytics Lead. Πρόσφατα ίδρυσε στο Λονδίνο τον οργανισμό Group of Verified Intelligence.