Tο σχέδιο Προϋπολογισμού του Φρίντριχ Μερτς για το 2026 «έρχεται» αυτή την εβδομάδα στη Μπούντεσταγκ αντικατοπτρίζοντας τη γερμανική -και ευρωπαϊκή- πολιτική πραγματικότητα των μεταρρυθμίσεων που μένουν πίσω όταν τίθεται ζήτημα διατήρησης της πολιτικής σταθερότητας. Η κατάθεση του Προϋπολογισμού έχει συνοδευτεί από εσωτερικούς κραδασμούς στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) και πιέσεις από βουλευτές της νεότερης γενιάς του κόμματος, η οποία αμφισβητεί βασικές επιλογές του Γερμανού καγκελάριου.
Με δεδομένη την εύθραυστη πλειοψηφία του μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών -που μόνο από συνοχή δεν χαρακτηρίζεται-, ο Μερτς φαίνεται να προκρίνει τη σιγουριά έναντι του πολιτικού ρίσκου, διατηρώντας υψηλές τις δημόσιες δαπάνες και χαμηλές τις δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις. Στη Γερμανία, όπως και στην Ευρώπη συνολικά, η κυβερνητική σταθερότητα υπερισχύει των δύσκολων αποφάσεων για την εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών· οι παρεμβάσεις στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας θεωρούνται αναγκαίες, αλλά η απαιτούμενη πολιτική υποστήριξη δεν διαμορφώνεται.
Στο επίκεντρο των εντάσεων, βρίσκονται σταθερά οι συντάξεις και το ασφαλιστικό σύστημα. Στη Γαλλία, η αμφιλεγόμενη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση-«σημαία« του Εμανουέλ Μακρόν έπεσε στο βωμό της επιβίωσης της (δεύτερης) κυβέρνησης Λεκορνί και προκειμένου να μπορέσει να ψηφιστεί ο προϋπολογισμός του 2026, ενώ μετά την αντίσταση βουλευτών των Εργατικών στη Βρετανία κατά περικοπών στο κοινωνικό κράτος, η κυβέρνηση Στάρμερ οδηγείται σε νέες αυξήσεις φόρων.
Ο γερμανικός Προϋπολογισμός αποφεύγει ουσιαστικές τομές στο ευαίσθητο ζήτημα των συντάξεων. Η διατήρηση έως το 2031 επιπέδου σύνταξης που αντιστοιχεί στο 48% του μέσου εισοδήματος κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου πυροδότησε εσωκομματική «ανταρσία» στην CDU από ομάδα βουλευτών νεότερης ηλικίας, που υποστηρίζουν ότι η πολιτική αυτή μεταθέτει το βάρος στις επόμενες γενιές και απειλεί τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος. Ο Γιοχάνες Φόλκμαν, εγγονός του πρώην καγκελάριου Χέλμουτ Κολ, έχει προειδοποιήσει ότι η επιλογή αυτή θα δημιουργήσει χρέος πολλών δισεκατομμυρίων για τους σημερινούς νέους.
Ο Μερτς υπερασπίζεται τη διατήρηση του υφιστάμενου πλαισίου ως τμήμα της κυβερνητικής συμφωνίας με τους Σοσιαλδημοκράτες, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι η δημογραφική γήρανση πιέζει το σύστημα σε βάθος χρόνου. Ένας ενδεχόμενος συμβιβασμός που συζητείται αφορά την επίσπευση δημιουργίας διακομματικής επιτροπής για μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού μετά το 2031 - μια λύση που ουσιαστικά μεταθέτει το πρόβλημα. Κλάδοι που πρόσκεινται στην CDU και παραδοσιακά στηρίζουν τη δημοσιονομική πειθαρχία, όπως οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στην παρούσα συγκυρία τηρούν σε μεγάλο βαθμό σιγή δίνοντας προτεραιότητα στην επίτευξη ενός συμβιβασμού και τη συνοχή του συνασπισμού.
Ο προϋπολογισμός του 2026 προβλέπει νέο δανεισμό σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, ο συνολικός νέος δανεισμός -συμπεριλαμβανομένων του βασικού προϋπολογισμού και των ειδικών ταμείων για άμυνα, υποδομές και κλίμα- ανέρχεται σε περίπου 180 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο δανεισμού στην μεταπολεμική Γερμανία -έπεται μόνο εκείνου που χορηγήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19. Μόνο στον πυρήνα του προϋπολογισμού, τα νέα δάνεια ανέρχονται σε 97,7 δισ. ευρώ, περίπου 8 δισ. περισσότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις. Τα επιπλέον ειδικά ταμεία, ύψους περίπου 82 δισ. ευρώ, κατευθύνονται κυρίως στην αναβάθμιση της Μπούντεσβερ, σε επενδύσεις στις υποδομές και σε δράσεις για την προστασία του κλίματος - και εξαιρούνται από το συνταγματικό «φρένο χρέους».
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του προϋπολογισμού για το 2026 είναι η προτεραιότητα που δίνει στην άμυνα. Σε απάντηση στις γεωπολιτικές εντάσεις, που προέρχονται κυρίως από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Γερμανία έχει δεσμευτεί να αυξήσει σημαντικά τις στρατιωτικές δαπάνες, με τον Μερτς να δηλώνει πως θα καταστήσει την Μπούντεσβερ τον ισχυρότερο ευρωπαϊκό στρατό. Οι αμυντικές δαπάνες αυξάνονται από 95,1 δισ. ευρώ το 2025 σε 161,8 δισ. ευρώ έως το 2029, καλύπτοντας τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων και ευρύ φάσμα εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους έχει πάντως καταστήσει σαφές ότι η Γερμανία δεν θα πετύχει τον στόχο για αμυντικές δαπάνες ύψους 3,5% το 2029 στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Αντ' αυτού, οι προβλέψεις δείχνουν ποσοστό 3,05%, χαμηλότερο από τον στόχο που είχε θέσει ο υπουργός Οικονομικών Λαρς Κλίνγκμπαϊλ νωρίτερα φέτος. Υπό την πίεση του Ντόναλντ Τραμπ, στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη οι σύμμαχοι συμφώνησαν σε νέο ανώτατο στόχο 5% του ΑΕΠ έως το 2035, εκ των οποίων 3,5% για αμυντικούς προϋπολογισμούς και 1,5% για συναφείς επενδύσεις.
Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό προσφέρει πρόσφορο έδαφος αντιπαράθεσης για την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), η οποία εδραιώνεται πλέον ως πρώτη δύναμη στις δημοσκοπήσεις. Ο εκπρόσωπός της για θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, Μίχαελ Εσπεντίλερ, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «κρύβει χρέος» μέσω των ειδικών ταμείων για άμυνα και υποδομές, τα οποία αποκάλεσε «ειδικό χρέος», ενώ επικαλέστηκε το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο έχει προειδοποιήσει ότι η κυβέρνηση υπερβαίνει συστηματικά τις πραγματικές δημοσιονομικές της δυνατότητες.
Στους κόλπους της αντιπολίτευσης και οι Πράσινοι κατηγορούν την κυβέρνηση ότι παρουσιάζει παραπλανητική εικόνα για τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Ο Σεμπάστιαν Σέφερ υπογραμμίζει ότι οι περικοπές θέσεων στο Δημόσιο δεν επαρκούν για να καλύψουν την αύξηση των δαπανών και ζητά ενισχυμένες επενδύσεις στους δήμους, την προστασία του κλίματος και τις κοινωνικές δομές
Ο καγκελάριος Μερτς δεν δίνει την μάχη του προϋπολογισμού με τους καλύτερους οιωνούς. Μια μάχη από την οποία μπορεί να βγει μεν νικητής, αν το κριτήριο είναι να ψηφιστεί ο προϋπολογισμός, αλλά με επιπλέον πολιτικά τραύματα από αυτά που ήδη φέρει, την ώρα που η δημοτικότητά του βρίσκεται στο ναδίρ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον ίδιο δεν είναι μόνο η AfD ή οι πιέσεις πιέσεις που δέχεται εκ των έσω από τους νεαρούς βουλευτές της CDU, αλλά η βαθιά έλλειψη συνοχής στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού.
Η Μπούντεσταγκ θα ψηφίσει επί του σχεδίου Προϋπολογισμού για το 2026 την επόμενη εβδομάδα, μετά τις καθιερωμένες ομιλίες του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς στις 26 Νοεμβρίου και του αντικαγκελάριου και υπουργού Οικονομικών Λαρς Κλίνγκμπαϊλ των Σοσιαλδημοκρατών την προηγούμενη ημέρα.
