Μια ρωσική κρατική εταιρεία ετοιμάζεται να εμπλακεί στην παραγωγή πυρηνικού καυσίμου στην «καρδιά» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο μιας αμφιλεγόμενης πρότασης που αναμένει την έγκριση των γερμανικών αρχών.
Όπως αναφέρει το Politico, η γαλλορωσική κοινοπραξία, η οποία θα κατασκευάζει ράβδους και συγκροτήματα πυρηνικού καυσίμου στο Λίνγκεν της βορειοδυτικής Γερμανίας, προβάλλεται ως κρίσιμη για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ, σε μια περίοδο κατά την οποία η πυρηνική ενέργεια θεωρείται απαραίτητη για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Ωστόσο, το σχέδιο έρχεται σε αντίθεση με την προσπάθεια της ΕΕ να απαγορεύσει πλήρως τις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία, ως απάντηση στην πλήρους κλίμακας εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία, και προκαλεί ανησυχίες τόσο σε περιφερειακό όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο στη Γερμανία για κινδύνους κατασκοπείας και άλλες απειλές για την ασφάλεια.
Οι γερμανικές αρχές αναμένεται να αποφασίσουν μέσα στις επόμενες εβδομάδες αν θα εγκρίνουν ή όχι το σχέδιο.
Το εργοστάσιο θα λειτουργεί από τη Framatome, θυγατρική της γαλλικής κρατικής ενεργειακής εταιρείας EDF, με ρωσικά εξαρτήματα που θα προμηθεύει η TVEL, μέλος του κρατικά ελεγχόμενου ρωσικού πυρηνικού κολοσσού Rosatom.
Η TVEL δεν θα συμμετέχει άμεσα στη λειτουργία του εργοστασίου, αλλά θα προμηθεύει τα ρωσικής κατασκευής εξαρτήματα που είναι απαραίτητα για την παραγωγή του πυρηνικού καυσίμου.
Πυρηνικό καύσιμο ρωσικού σχεδιασμού χρησιμοποιείται σήμερα σε 19 αντιδραστήρες σοβιετικής εποχής σε πέντε χώρες της ΕΕ στην Ανατολική και Βόρεια Ευρώπη, καθώς και σε άλλους 15 αντιδραστήρες στην Ουκρανία.
Η Framatome ασκεί έντονες πιέσεις για να εξασφαλίσει την έγκριση των γερμανικών αρχών, επιστρατεύοντας τη στήριξη της γαλλικής κυβέρνησης μέχρι και τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν.
Κατά την εταιρεία, ό,τι είναι καλό για τη Framatome είναι καλό και για την Ευρώπη.
Για τη Γερμανία, ωστόσο, το «ναι» είναι πολιτικά δύσκολο. Αρχές στο Βερολίνο ανησυχούν για κινδύνους ασφαλείας και ρωσική κατασκοπεία, με ορισμένους αξιωματούχους να προειδοποιούν ότι δεν πρέπει να επιτραπεί σε μια ρωσική εταιρεία να αποκτήσει ερείσματα σε μια χώρα που βρίσκεται ουσιαστικά σε αντιπαράθεση με το καθεστώς Πούτιν και εξακολουθεί να «στοιχειώνεται» από την παλαιότερη εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια.
Απαιτείται επίσης η έγκριση των περιφερειακών αρχών — οι οποίες κάθε άλλο παρά ενθουσιώδεις εμφανίζονται.
