Οι πρεσβευτές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνέρχονται στις Βρυξέλλες επιδιώκοντας συμφωνία επί σημαντικού κειμένου της μεταρρύθμισης της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής που προϋποθέτει την υπέρβαση των ιταλικών διαφωνιών, πριν από τη σύνοδο κορυφής της Ένωσης στη Γρανάδα.
Οι ρυθμίσεις που συζητούνται αφορούν τη συγκρότηση ευρωπαϊκής απάντησης σε περίπτωση μαζικών ροών μεταναστών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως συνέβη κατά τη μεταναστευτική κρίση της περιόδου 2015-2016. Επιτρέπουν την χρονική παράταση της κράτηση μεταναστών στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης.
«Ο χρόνος πιέζει!», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς μπροστά στους ευρωβουλευτές στο Στρασβούργο, λέγοντας ότι ελπίζει πως οι πρεσβευτές «θα αντιληφθούν την ανάγκη επίτευξης συμφωνίας».
Το κείμενο, το τελευταίο του Συμφώνου για το Άσυλο και τη Μετανάστευση της ΕΕ επί του οποίου τα κράτη μέλη πρέπει να συμφωνήσουν πριν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συναντά εδώ και μήνες τις διαφωνίες της Γερμανίας, για ανθρωπιστικούς λόγους.
Στον συμβιβασμό που βρέθηκε και εξασφάλισε το πράσινο φως του Βερολίνου εναντιώθηκε η Ιταλία κατά τη διάρκεια της συνόδου των υπουργών Εσωτερικών στα τέλη του Σεπτεμβρίου.
Οι ιταλικές διαφωνίες αφορούν τον ρόλο των μη κυβερνητικών οργανώσεων που βοηθούν τους μετανάστες, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές.
Η Ρώμη κατηγορεί το Βερολίνο ότι χρηματοδοτεί σειρά μη κυβερνητικών οργανώσεων στη Μεσόγειο, τα πλοία των οποίων επιχειρούν υπό γερμανική σημαία. Η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι ζήτησε οι μη κυβερνητικές οργανώσεις να αποβιβάζουν τους μετανάστες στις χώρες των σημαιών που φέρουν τα πλοία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ισπανία, η οποία ασκεί την εξάμηνη προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εξέφρασαν την πεποίθηση ότι θα υπάρξει συμφωνία πριν από την άτυπη σύνοδο κορυφής της Γρανάδας, όπου το μεταναστευτικό θα βρίσκεται στο επίκεντρο των συνομιλιών.
Πίεση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Η παράλυση στη διευθέτηση της κρίσης προκαλεί απογοήτευση στους κόλπους της ΕΕ λόγω της αύξησης των αφίξεων στα εξωτερικά της σύνορα και της κατάσταση στο ιταλικό νησί της Λαμπεντούζα.
Το κείμενο προβλέπει, σε περίπτωση «μαζικής και εξαιρετικού χαρακτήρα» ροής, την εφαρμογή εκτάκτου καθεστώτος λιγότερο προστατευτικού για του αιτούντες άσυλο σε σχέση με το ισχύον.
Παρατείνει τη διάρκεια της κράτησης των μεταναστών στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι και τις 40 εβδομάδες και προβλέπει διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων ασύλου ταχύτερες και περισσότερο απλοποιημένες για μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών (όλων όσων προέρχονται από χώρες για τις οποίες το ποσοστό θετικής απάντησης σε αιτήματα ασύλου είναι μικρότερο από 75%), ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ταχύτερης επιστροφής τους.
Προβλέπει επίσης γρήγορη κινητοποίηση του μηχανισμού αλληλεγγύης προς το κράτος μέλος της ΕΕ που αντιμετωπίζει την αυξημένη μεταναστευτική ροή υπό τη μορφή της επανεγκατάστασης των αιτούντων ή της χρηματικής συνδρομής του.
Κατά τη διάρκεια συνεδρίασης τον Ιούλιο, δεν έγινε δυνατή η εξασφάλιση της απαραίτητης πλειοψηφίας: Ουγγαρία, Πολωνία, Αυστρία και Τσεχία καταψήφισαν το κείμενο, ενώ Γερμανία, Σλοβακία και Ολλανδία απείχαν.
Η αποχή της Γερμανίας οφειλόταν στην αντίθεση των Πρασίνων, μελών του κυβερνητικού συνασπισμού, που ζητούσαν περισσότερες προστατευτικές ρυθμίσεις για τους ανήλικους και τις οικογένειες.
Για να πιέσει του 27 να συμφωνήσουν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε παύση στις διαπραγματεύσεις που βρίσκονταν σε εξέλιξη με τα κράτη μέλη σχετικά με δύο άλλα κείμενα του μεταναστευτικού πακέτου που έχουν ως στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας των εξωτερικών συνόρων. Μία συμφωνία των κρατών μελών επί των ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών κρίσεων θα επέτρεπε να ξεμπλοκάρει τις διαπραγματεύσεις.
Ο γενικός στόχος είναι η υιοθέτηση του Συμφώνου για το Άσυλο και την Μετανάστευση, που παρουσιάσθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020 από την Κομισιόν και περιλαμβάνει περί τις δέκα νομοθετικές ενότητες, πριν από την ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου 2024