Τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει…

Θυμάμαι τα Χανιά του 1975, του 1976 και 1977. Μαθητής ήμουν, κουζουλοκόπελο στα κρητικά, μια έγνοια είχα μαζί με όλη την παρέα. Να κατεβαίνουμε τα βράδια στο παλιό λιμάνι να κυνηγάμε Αμερικάνους. Ναι μάλιστα, όπως το διαβάζετε. Ήταν βλέπετε τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια και για όλα φταίγανε οι «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι». Όχι ότι δεν έφταιγε ο Αμερικανικός παράγοντας για την χούντα και την Κυπριακή τραγωδία, αλλά  επειδή ήταν κομμάτι δύσκολο να βρούμε τον Χένρυ Κίσινγκερ (που τα ‘κανε) στις ψαροταβέρνες απέναντι απ’ τον φάρο, κυνηγούσαμε τα ναυτάκια του 6ου στόλου.

Φτάνανε τότε στην Σούδα κάτι θηριώδη αντιτορπιλικά και τεράστιες φρεγάτες του αμερικάνικου στόλου της Μεσογείου, αδειάζανε τους ναύτες τους για ξεκούραση μερικών ημερών. Μπαίνανε αυτοί στα λεωφορεία και κατηφόριζαν στο κέντρο των Χανίων και κυρίως στο λιμάνι. Μιλάμε για πολύ κόσμο που –για τα τότε οικονομικά δεδομένα- είχε πολλά λεφτά στην τσέπη του. Κάθε φουρνιά μπορεί να είχε και 1500 άτομα. Το δολάριο τότε αντιστοιχούσε σε τριάντα δραχμές, όταν με 50 δραχμές έτρωγες φρέσκο ψάρι ΑΑΑ μέχρι να σκάσεις. Το μπουκάλι το εμφιαλωμένο κρασί σερβίρονταν με 4 δραχμές.

Και μην έχετε κατά νου τα σημερινά Χανιά. Ανάθεμα αν είχε πέντε ξενοδοχεία η πόλη, το μόνο αξιοπρεπές ήταν το Ξενία με τουαλέτα σε κάθε δωμάτια, τα υπόλοιπα είχαν κοινές τουαλέτες και ντους σε κάθε όροφο. Τουρίστες δεν υπήρχαν, πλην λίγων με τα σακίδια στην πλάτη που πήγαιναν για Μάταλα και ξέπεφταν σε καμιά χανιώτικη παραλία, ρημάζοντας τα μποστάνια με τα καρπούζια των ανθρώπων. Μέσα σ’ αυτό το οικονομικό περιβάλλον, κατέβαιναν στην πόλη 1500 άτομα δυο φορές τον μήνα, με 200 ή 300 δολάρια ο καθένας στην τσέπη.

Έλα όμως που εμείς οι νεαροί επαναστάτες (που ζούσαμε από ο χαρτζηλίκι του πατέρα μας) δεν θέλαμε τους Αμερικάνους, γιατί είχαν φέρει την χούντα και είχαν πουλήσει την Κύπρο. Λες και την συνωμοσία την είχαν κάνει οι μούτσοι και οι μάγειροι των αντιτορπιλικών. Οπότε τα βραδάκια, φτιάχναμε παρέες, κατεβαίναμε στο λιμάνι και όπου βλέπαμε αμερικάνικη ναυτική στολή ή ακούγαμε αγγλικά (διότι πολλοί έρχονταν με πολιτικά), τους αρχίζαμε στο κυνηγητό. Πετούσαμε κατά πάνω τους ό,τι βρίσκαμε, ορμούσαμε όλοι μαζί μπούγιο κι όποιον έπαιρνε ο χάρος.

Μας κοίταζαν εκείνοι εμβρόντητοι, ιδέα δεν είχαν τι συνέβαινε, τις πιο πολλές φορές έφευγαν τρέχοντας, πανηγυρίζαμε εμείς. Έτσι και προλαβαίναμε κανέναν τον πετάγαμε στην θάλασσα, μερικοί ψιλοτραυματίστηκαν από μπουνιές και κλωτσιές, άλλοι ταμπουρώνονταν μέσα σε μαγαζιά, ταβέρνες και καφετέριες, με μας απ’ έξω να βρίζουμε και να φωνάζουμε, ώσπου ερχόταν η χωροφυλακή. Οι μαγαζάτορες, αν και καταλάβαιναν ότι αυτό τους καταστρέφει, δεν μιλούσαν. Διότι αν έπαιρναν το μέρος των πελατών, τους κατεβάζαμε τις τζαμαρίες με καρεκλιές. Απλά πράγματα.

Έγινε αυτό μια φορά, δυο, τρεις, πέντε, τα καταφέραμε. Τους διώξαμε από την πόλη. Τα καράβια του 6ου στόλου έφθαναν στην Σούδα, αλλά Αμερικανοί ναύτες δεν ξαναφάνηκαν στο λιμάνι ούτε για δείγμα. Κομπάζαμε εμείς οι αντιαμερικάνοι, κοίταζαν περίλυποι οι ταβερνιάρηδες τα άδεια τους τραπεζοκαθίσματα. Τι είχε συμβεί; Είδαν κι απόειδαν οι Αμερικανοί, έφτιαξαν μέσα στην βάση τους πάνω από την Σούδα, στο Ακρωτήρι, ένα χωριό με δικά τους μαγαζιά. Ταβέρνες, καφετέριες, ντισκοτέκ, κλαμπ, κλπ. Οπότε μόλις έβγαιναν οι ναύτες απ’ τα καράβια, τους μάντρωναν εκεί.

Τους απαγόρευαν να κατέβουν στην πόλη διότι κινδύνευαν, τους έδιναν μέσα στη βάση ό,τι είχαν ανάγκη και γούσταραν, οπότε τους έπαιρναν και τα λεφτά των μισθών τους. Μείναμε το λοιπόν όλοι ευχαριστημένοι. Και οι ιμπεριαλιστές και οι αντι-ιμπεριαλιστές. Μόνο η πόλη και η οικονομία της έχασε. Για μια ολόκληρη δεκαετία δεν φάνηκε αμερικάνικο ρουθούνι στο λιμάνι, μέχρι που ατόνησε ο αντιαμερικανισμός κι αρχίσαμε να τα αγαπάμε τα ναυτάκια, μαζί με τα δολάρια τους.

Τα γράφω γιατί αυτές οι αναμνήσεις είναι καρμπόν με όσα γίνονται σήμερα με τους Ισραηλινούς τουρίστες. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, αλλά καμιά φορά και ως φαρσοτραγωδία…