Να μη βαυκαλιζόμαστε, η άρση της μονιμότητας στο δημόσιο δεν πρόκειται να γίνει πράξη. Ο Μητσοτάκης καλά κάνει και το προτείνει, αλλά το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να το ψηφίσει. Θα βρει χίλιες δικαιολογίες, τερτίπια και υπεκφυγές για να πει τελικά «όχι». Το περίφημο άρθρο 103 του Συντάγματος, στην επικείμενη αναθεώρηση δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Κι αν αναρωτιέστε πούθε αντλώ αυτή τη βεβαιότητα (αφού το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ακόμα τοποθετηθεί επίσημα για το θέμα), σας απαντώ ότι ξέρω καλά και πως σκέπτονται και πως νιώθουν και πως λειτουργούν εκεί μέσα.
Η σχέση του ΠΑΣΟΚ με τους δημοσίους υπαλλήλους, δεν είναι κάτι απλό. Έχει ρίζες, βάθος, προϊστορία. Ο δημόσιος τομέας και ειδικά οι ΔΕΚΟ, ήταν ο προνομιακός του χώρος τον καιρό της παντοδυναμίας του, ο βιότοπος μέσα στον οποίον δεν κυριαρχούσε απλώς, αλλά σάρωνε. Το Κίνημα διαμόρφωσε εν πολλοίς τον σημερινό χαρακτήρα του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα και αυτοδιαμορφώθηκε ως πολιτικός οργανισμός μέσα από την ώσμωση του με το κράτος.
Τους δημόσιους υπάλληλους βέβαια, τους έχασε μέσα σε μια βραδιά το 2012, μετακόμισαν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη. Αλλά τη νοοτροπία του δημοσιοϋπαλληλικιού, το ΠΑΣΟΚ δεν την έχασε ποτέ. Δε σας έκανε εντύπωση που ακόμα κι όταν το Κίνημα ήταν στο 4-5%, η ΠΑΣΚΕ συνέχιζε να είναι πρώτη δύναμη στις εκλογές της ΑΔΕΔΥ; Ο μόνιμος, πελατειακά εξαρτημένος και συνδικαλιστικά διαπλεγμένος υπάλληλος του δημοσίου, παραμένει το σήμα κατατεθέν της Χαριλάου Τρικούπη.
Μπροστά στην προοπτική άρσης της μονιμότητας στο δημόσιο, το ΠΑΣΟΚ παθαίνει ένα υπαρξιακό σοκ. Σκέπτεται συμφεροντολογικά όχι μεταρρυθμιστικά, νιώθει να συγκρούεται η βαθιά Παπανδρεϊκή ψυχή του με τις προφανείς ανάγκες των καινούριων καιρών και πιέζεται εσωτερικά να λειτουργήσει σαν μικροπολιτευτής όχι σαν οραματιστής. Η σύνθεση αυτών των τριών μαζί, αποκλείεται να του επιτρέψουν να συνεισφέρει θετικά και παραγωγικά, ώστε να συγκεντρωθεί το άθροισμα των 180 ψήφων που χρειάζεται η αναθεώρηση του άρθρου 103.
Μην ελπίζετε τσάμπα. Στο δίλημμα «να βουτήξουμε στα άγνωστα νερά του μέλλοντος ή να ρίξουμε άγκυρα σε όσα ξέραμε το ένδοξο παρελθόν μας;», θα νικήσει τελικά το δεύτερο. Όσο κι αν υπάρχουν εκεί μέσα κάποιοι με μεταρρυθμιστική διάθεση, κυριαρχούν οι οπαδοί της πεπατημένης. Και στο ερώτημα «να κοιτάξουμε προς τις προκλήσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης ή προς τους φόβους της εποχής Δηλιγιάννη-Κωλέτη;» θα προτιμήσουν τελικά την επίκληση των φόβων του παρελθόντος.