Επιστροφή από το χωριό μου, όπου έκανα διακοπές δύο εβδομάδων. Διακοπές low cost και ποιοτικές. Ξέρω, δεν έχουν όλοι χωριό με κατοικήσιμο πατρικό σπίτι, οπότε είναι υποχρεωμένοι να καλοπληρώσουν για να ξεκουραστούν λίγο. Ξέρω όμως και κάμποσους, που ενώ έχουν αυτό το προνόμιο, προτιμούν να ξοδέψουν μισθούς δύο μηνών για μια βδομάδα σ’ ένα πεντάστερο της Παροναξίας, παρά να συναναστραφούν με «χωριάτες», σε κάποιο άσημο μέρος όπου «θα μας φάνε οι λύκοι», για να τρώνε σε «βρωμοταβέρνες» δίχως ούτε ένα αστέρι Michelin.
Ω ναι αγαπητοί μου, η Ελλαδίτσα μας έχει καταπληκτικά μέρη για να κάνει κανείς όμορφες και σχετικά φθηνές διακοπές, έχει και πολλά κατεστραμμένα από την υπερδόμηση, την ακρίβεια και τον υπερτουρισμό. Η Ελλαδίτσα μας, επίσης, έχει πολύ κόσμο που ζορίζεται οικονομικά και δικαίως διαμαρτύρεται ότι δεν μπορεί να πάρει τα παιδιά του κάπου για μια βδομάδα, αλλά έχει και πάρα πολλούς που είναι βαριά ψωνισμένοι. Οι οποίοι θα πάνε στο πανάκριβο ξενοδοχείο, θα πληρώσουν πρώτη σειρά ομπρέλα 80 ή 100 ευρώ και θα κλείσουν σε ονομαστό εστιατόριο των 250 ευρώ το ζευγάρι, μακάρι να μην έχουν πεντάρα στην τσέπη τους όλο τον υπόλοιπο χρόνο.
Προσωπικά, προτιμώ χίλιες φορές να κάτσω στο καφενείο του χωριού μου, να πιω τσικουδιά με ένα ευρώ, να κουβεντιάσω με συγχωριανούς και ξαδέρφια για τις ελιές και τις προβατίνες, να πάω να κολυμπήσω σε ακτή με βραχάκια δίχως μπιτσόμπαρο και να κάτσω σε τραπέζι με σπιτικό φαγητό κάτω από την κληματαριά, παρά να βολτάρω στα σοκάκια της Μυκόνου τρακάροντας με διάφορους ψωνισμένους ημιδιάσημους που τραβάνε διαρκώς selfies και videos, κάνοντας σαν τρελοί από την δήθεν χαρά τους που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό τον συνωστισμό.
Δεν διαφημίζω την υποτιθέμενη σεμνότητα ή τη λαϊκότητά μου, απλώς έτσι έμαθα από μικρός. Έτσι περνούσα τα καλοκαίρια μου όταν νεαρός έφευγα άφραγκος με ένα παπάκι για τα νησάκια, το ίδιο έκανα κι όταν βρέθηκα με χρήμα στην τσέπη. Δεν ευχαριστιόμουν αλλιώς το καλοκαίρι. Τα πεντάστερα, τα γκουρμεδομάγαζα και τα μπιτσόμπαρα με τις τεκίλες και τα άπερολ, μου άδειαζαν τις μπαταρίες, δεν μου τις γέμιζαν.
Έπαθα δε, την πλάκα μου, όταν ως νέος πατέρας, διαπίστωσα ότι τα μικρά παιδιά μου ήταν πλήρως εξοικειωμένα με τα γιαπωνέζικα τερατάκια Πόκεμον ή ότι ήξεραν απέξω τους βροντόσαυρους και τους τυρανόσαυρους, αλλά κοίταζαν με φόβο και δέος έναν γάιδαρο ή μια αγελάδα που περνούσε από το σοκάκι του χωριού μας. Κι αν ένα παιδί της Αθήνας δεν βρει ευκαιρία να βιώσει τη φύση στις διακοπές του, πότε θα το κάνει; Το γράφω κι αυτό ως επιχείρημα, μπας και κάποιοι ξεψωνιστούν και δουν την επόμενη απόδρασή τους με άλλη λογική.
Ο καθένας βέβαια πράττει κατά βούληση και συνήθεια, ανεξαρτήτως τι του γράφω εγώ. Αλλά να ξέρουμε ένα πράγμα. Αυτή η αίσθηση του ψωνισμένου ανικανοποίητου μουρμούρη που απλώνεται μέσα στην ελληνική κοινωνία σαν πετρελαιοκηλίδα που αναβλύζει από ναυαγισμένο πετρελαιοφόρο, δεν είναι καλό σημάδι. Μοιάζουμε όλο και περισσότερο με την Ελλάδα του 1990-2000. Έχει χαθεί το μέτρο και η αίσθηση λογικής, τόσο στην καθημερινότητα μας όσο και στις διακοπές μας. Επίσης, έχει χαθεί ο ορθολογισμός στις επιλογές μας. Φλερτάρουμε με το χάος…