Ενώ παρακολουθούσα την περασμένη Τετάρτη τη συνέντευξη Μητσοτάκη, μου πέρασε απ’ το μυαλό η ακόλουθη σκέψη. Η πολιτική ανάλυση και η πιθανολόγηση των μελλοντικών εξελίξεων κινούνται πλέον σε αχαρτογράφητα νερά. Για δυο-τρεις πολύ συγκεκριμένους λόγους, από το 1974 μέχρι σήμερα δεν έχουμε ξαναζήσει παρόμοιο πολιτικό φαινόμενο σαν αυτό που βιώνουμε με την κυβέρνηση του Κυριάκου. Άρα δεν έχουμε τη δυνατότητα να συγκρίνουμε τη σημερινή πολιτική κατάσταση με κάποια άλλη, ώστε να κάνουμε τις απαραίτητες προβολές. Αυτό μας δυσκολεύει τρομερά στην πρόβλεψη, δεν μπορούμε να καταλάβουμε που πάει το πράγμα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης που οδεύοντας στον έβδομο χρόνο της εξουσίας του, συνεχίζει να διατηρεί απόλυτη πολιτική κυριαρχία. Καινούριο είναι αυτό. Δείτε την ιστορική σειρά.
Μετά το μέσο της δεύτερης τετραετίας του, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δρομολογούσε ήδη την μετάβαση του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ξέροντας ότι θα χάσει τις εκλογές του ’81. Στο ίδιο μοτίβο, στα μισά της δεύτερης θητείας του, το 1988, ο Ανδρέας Παπανδρέου, άρρωστος και κουρασμένος, είχε ήδη εγκαταλείψει την ενεργό πρωθυπουργική δράση. Ήταν έρμαιο της Δήμητρας και μιας ανάξιας αυλής, ενώ ένιωθε στον σβέρκο του την ανάσα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Στα μισά της δεύτερης θητείας του, ο Κώστας Σημίτης ήξερε ότι ο Κώστας Καραμανλής βρισκόταν προ των πυλών. Τα σκάνδαλα και η κούραση του εκλογικού σώματος είχαν ήδη υποσκάψει το πρωθυπουργικό κύρος του «λογιστάκου» και τη δυνατότητα του να ελέγχει τις εξελίξεις. Συνέχισε να παλεύει διότι ήταν στοχοπροσηλωμένος, αλλά λίγο πριν λήξει η δεύτερη τετραετία παρέδωσε στον Γιώργο.
Στα μισά της δεύτερης θητείας του, ο Κώστας Καραμανλής είχε επίσης αρχίσει να «πνέει τα λοίσθια». Είχε παραδώσει την πραγματική εξουσία στους συνεργάτες του, η οικονομική κρίση ερχόταν αλλά εκείνος δεν έκανε τίποτα, στην πραγματικότητα ήταν ήδη πλήρως αποστασιοποιημένος. Γι αυτό και πήγε σε πρόωρες εκλογές θεωρώντας εκ των προτέρων δεδομένο ότι θα τις χάσει κι αυτός θα αποχωρήσει.
Αναφέρομαι μόνο στους μεταπολιτευτικούς πρωθυπουργούς που έκαναν δυο συνεχόμενες θητείες, όλοι οι υπόλοιποι έκαναν μία ή μισή, άρα δεν μπορούν να συγκριθούν με τον Κυριάκο. Δηλαδή εδώ και μισό αιώνα, οι Έλληνες έχουν συνηθίσει στα 6 ή 7 χρόνια να αποκαθηλώνουν τους πρωθυπουργούς στους οποίους χάρισαν δεύτερη θητεία. Πρώτα τους ξαναψηφίζουν, ύστερα τους βαριούνται και μέσα σε ένα-δυο χρόνια, τους δείχνουν ολοφάνερα ότι τους πάνε για αποστρατεία.
Ο Κυριάκος είναι ο πρώτος από το 1974 που δείχνει να διαψεύδει αυτό το ιστορικό δεδομένο. Βρίσκεται στα μέσα της δεύτερης τετραετίας του και –επί του παρόντος- παραμένει αδιαφιλονίκητα πρώτος. Μπορεί το κομμάτι του πληθυσμού που δεν τον θέλει να μην έχει πια ίχνος ανοχής απέναντι του, όμως το κομμάτι που συνεχίζει να τον προτιμά παραμένει σχετικά συμπαγές και πλειοψηφικό έναντι των υπολοίπων ομάδων.
Αυτό, ανεξάρτητα με την μεριά του πολιτικού χάρτη που προτιμάμε, είναι κάτι αντικειμενικά πρωτόγνωρο για τα μεταπολιτευτικά μας ήθη. Και μας ξεβολεύει από την πάγια πρόβλεψη, «ε, έκανε δυο τετραετίες, πάμε για άλλα». Διότι ο συγκεκριμένος, όσο πιθανό είναι να επαναληφθεί το παρελθόν και να κατακρημνιστεί, το ίδιο πιθανό είναι να τον δούμε να κερδίζει και τρίτη θητεία, σπάζοντας ένα ρεκόρ. Εδώ η ανάλυση βρίσκεται μπροστά σε νέα δεδομένα και αδυνατεί να προβλέψει με τη δέουσα βεβαιότητα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό το καινούριο. Έχει κι άλλα. (Αύριο η συνέχεια).