H Alpha «χρυσώνει» τους μετόχους, η (πολύ) ισχυρή Eurobank, οι κορυφές της Cenergy, το «χτύπημα» Μυστακίδη, τα ρεκόρ των deals, οι μικρομεσαίες ζωντανεύουν, η υπέρβαση της οικονομίας και το τρενάκι της NYCB

Εξαιρετικά αποτελέσματα ανακοίνωσε η Eurobank, η οποία έχει ανάπτυξη μπροστά της και οι προοπτικές είναι κάτι παραπάνω από θετικές. Τα οργανικά λειτουργικά κέρδη αυξήθηκαν κατά 69,4% το 2023 σε 1,47 δισ. ευρώ και τα καθαρά σε 1,14 δισ. ευρώ. Ιδιαίτερα θετικό και το business plan της τράπεζας, η οποία έως το 2026 θα διανείμει σταδιακά μέρισμα έως 50% των κερδών (φέτος θα διανείμει το 25%), ενώ η απόδοση κεφαλαίων αναμένεται να διαμορφωθεί στο 18% φέτος και στο 15% τα επόμενα έτη.

Η διοίκηση σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων στοχεύει στη δημιουργία υψηλών αποδόσεων για τους μετόχους, οι οποίες θα ενισχυθούν περαιτέρω με την πλήρη ενσωμάτωση της Ελληνικής Τράπεζας Κύπρου, στηριζόμενη στην ισχυρή της θέση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, την οργανική ανάπτυξη και την ανάληψη στρατηγικών πρωτοβουλιών στην Κύπρο και τη Βουλγαρία.

Οι δραστηριότητες στο εξωτερικό ήταν κερδοφόρες το 2023 με τα προσαρμοσμένα καθαρά κέρδη να ενισχύονται σε €468 εκατ. το 2023, από €211 εκατ. το 2022 και να συνεισφέρουν κατά 37,3% στη συνολική κερδοφορία του ομίλου. Η συνεισφορά αυτή πρόκειται να φτάσει στο 50% τα επόμενη έτη και εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως η τράπεζα θα συνεχίσει να επεκτείνεται στο εξωτερικό.

Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) μειώθηκε σε 3,5% το 2023, από 5,2% το 2022. Ο σχηματισμός νέων NPEs ήταν θετικός κατά €138εκ. το 2023, σημαντικά όμως χαμηλότερος των αρχικών προσδοκιών. Στο τέλος του 2023 τα συνολικά NPEs μειώθηκαν κατά €644εκ. σε σχέση με το 2022 και διαμορφώθηκαν σε €1,5 δισ. ή €0,2 δισ. μετά από προβλέψεις. Η κάλυψη των NPEs από τις σωρευτικές προβλέψεις ενισχύθηκε από 75,5% το 2022 σε 86,4% το 2023.


Οι εκπλήξεις στην επενδυτική κοινότητα από τις τράπεζες συνεχίζονται και αυτήν τη φορά τη σκυτάλη πήρε η Alpha Bank, δημοσιεύοντας ένα εξαιρετικό τέταρτο τρίμηνο, αλλά και δίνοντας δυνατούς στόχους για τη συνέχεια. Ο Βασίλης Ψάλτης, διευθύνων σύμβουλος, έβαλε τον πήχη για το μέρισμα στα 0,05 ευρώ ανά μετοχή ή στα 122 εκατ. ευρώ, αφού λάβει τις απαραίτητες εγκρίσεις.

Όμως μέχρι το 2026 ο πήχης έχει μπει στο 1 δισ. ευρώ. Όπως είπε σε μερίσματα και αγορές μετοχών στοχεύει να δώσει πίσω στους επενδυτές άνω του 25% της αποτίμησης της τράπεζας. «Ως τράπεζα και ως έθνος, έχουμε γυρίσει σελίδα χαράσσοντας μια ξεκάθαρη πορεία προς την ανάπτυξη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τράπεζας τα κέρδη ανά μετοχή του 2024 θα διαμορφωθούν στα 0,31 ευρώ, του 2025 περίπου στα 0,33 ευρώ και του 2026 πάνω από τα 0,35 ευρώ ανά μετοχή. Για το 2023 η τράπεζα δημοσίευσε κέρδη ανά μετοχή 0,32 ευρώ» σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ψάλτης.

Η ικανότητα της τράπεζας να αυξήσει σημαντικά την κερδοφορία της σε συνδυασμό με την ενίσχυση του ισολογισμού, όπως αποτυπώνεται από την περαιτέρω μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων σε ποσοστό χαμηλότερα από 6% και την ενίσχυση των κεφαλαίων κατά 237 μονάδες βάσης, εδραιώνουν την επιστροφή της  Alpha Bank στην κανονικότητα και ανοίγουν το δρόμο για την επιστροφή αξίας στους μετόχους.

Παράλληλα, η πλεονάζουσα ρευστότητα που παρουσιάζει ο όμιλος, με τον δείκτη Δανείων προς Καταθέσεις (LDR) να διαμορφώνεται στο 75%, θέτει τον οργανισμό στην κατάλληλη θέση να υποστηρίξει περαιτέρω την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Εντυπωσιασμένοι ήταν οι αναλυτές από τους στόχους και σημείωσαν πως έχει πλέον σημαντικό περιθώριο ανόδου, καθώς οι εκτιμήσεις καλύπτουν την υστέρηση των κερδών που είχε έναντι των άλλων τραπεζών και με το παραπάνω και θεωρούν πως πλέον αυτή η απόσταση πρέπει να κλείσει.


Η αλματώδης ανάπτυξη της Cenergy συνεχίστηκε και το 2023 και παράλληλα ο όμιλος έχει πλέον γερές βάσεις για να συνεχίσει και τα επόμενα χρόνια. Το ανεκτέλεστο των 3,1 δισ. ευρώ και οι μεγάλες επενδύσεις που κάνει ώστε να μπορέσει να καλύψει την αυξημένη ζήτηση στους κλάδους που δραστηριοποιείται αποτυπώνονται και στο χρηματιστηριακό ταμπλό, με τη μετοχή να γράφει ιστορικά υψηλά.

Η διοίκηση στην τηλεδιάσκεψη δεν έκρυψε το ενδιαφέρον της για κατασκευή εργοστασίου στις ΗΠΑ αφού η ζήτηση είναι μεγάλη για έργα, ενώ και το δίκτυο είναι παλιό και χρειάζεται επενδύσεις. Αναφορικά με τα αποτελέσματα της χρήσης 2023 η εκτίμηση της διοίκησης για EBITDA 190-200 εκατ. ευρώ ξεπεράστηκε, αφού δημοσίευσε προσαρμοσμένα EBITDA 213,8 εκατ. ευρώ και τζίρο 1,628 δισ. ευρώ.

Μάλιστα η εκτίμηση για τα κέρδη ήταν ανώτερη από τις εκτιμήσεις της πλειονότητας των αναλυτών. Τα καθαρά κέρδη ανήλθαν στα 73 εκατ. ευρώ ενισχυμένα κατά 21% παρά τη μεγάλη επιβάρυνση των χρηματοοικονομικών εξόδων. Για τόκους κατέβαλε το 2023 σχεδόν 74 εκατ. ευρώ από 36,4 εκατ. ευρώ το 2022, με τον καθαρό δανεισμό να είναι και λίγο μικρότερος.

Το «κλειδί» είναι τα επιτόκια και αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για εκκίνηση των μειώσεων μέσα στο 2024, θα αρχίσει να φαίνεται η διαφορά, αλλά και η ολοκλήρωση της επένδυσης στην Κόρινθο η οποία θα διπλασιάσει την παραγωγή υποβρυχίων καλωδίων και αναμένεται στο πρώτο τρίμηνο του 2025. Το growth πάντως που έχει η εταιρεία βάζει πιο ψηλά τον πήχη για το 2024 και μάλιστα μεταξύ 230 και 250 εκατ. ευρώ σε επίπεδο προσαρμοσμένων EBITDA με αντίστοιχες επενδυτικές δαπάνες με αυτές του 2023 (133 εκατ. ευρώ).


Η Aegean Baltic Bank γυρίζει σελίδα. Όλα δείχνουν ότι ο δισεκατομμυριούχος Τέλης Μυστακίδης θα ολοκληρώσει την εξαγορά της, μιας καθόλου αμελητέας τράπεζας με ευρύ ναυτιλιακό χαρτοφυλάκιο, εξέλιξη που δημιουργεί άμεσα τις προϋποθέσεις για τη δυναμική ανάπτυξη του ιδρύματος. Οι δυο πλευρές έχουν υπογράψει term sheet που αναμένεται να οδηγήσει στην ολοκλήρωση της συμφωνίας. Οι δικηγόροι όλων των πλευρών εξετάζουν τους τελικούς όρους του συμφωνητικού μεταβίβασης μετοχών. Αμέσως μετά θα ακολουθήσουν τα επόμενα βήματα για τη σχετική έγκριση και από την Τράπεζα της Ελλάδος. Σημειώνεται ότι το ενεργητικό της Aegean Baltic Bank εκτιμάται σε 1 δισ. ευρώ.


Αρκετά θετική εξέλιξη αποτελεί το βελτιωμένο ενδιαφέρον και των αναλυτών για ποιοτικές μετοχές της μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης. Έχουμε δει κάποιες χρηματιστηριακές να στρέφουν και σε αυτές το βλέμμα το τελευταίο διάστημα. Άλλωστε είναι πολλά τα παραδείγματα μικρών εταιρειών που μεγάλωσαν τα τελευταία χρόνια. Η Eurobank Equites ξεκίνησε την κάλυψη της Παπουτσάνης δίνοντας τιμή στόχο τα 3 ευρώ που υποδηλώνει περιθώριο ανόδου περίπου 30%. Μάλιστα η χρηματιστηριακή περιμένει σημαντική αύξηση κερδοφορίας το 2024 στα 6,2 εκατ. ευρώ από 3,9 εκατ. ευρώ που αν επιβεβαιωθεί σημαίνει πως η μετοχή διαπραγματεύεται με χαμηλό p/e περίπου 10 φορές. Να θυμίσουμε επίσης την κάλυψη της Ambrosia Capital για τη μετοχή της Lavipharm και της Intralot.


Αναμένεται να υπερβούν τα 6 δισ. ευρώ οι συναλλαγές από ιδιωτικοποιήσεις τη φετινή χρονιά καθώς το pipeline των σχετικών έργων περιλαμβάνει την ολοκλήρωση της συναλαλγής για την Εγνατία Οδό, τον διαγωνισμό για τη σύμβαση παραχώρησης της Αττικής Οδού, το IPO του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, τον διαγωνισμό για τη Λάρκο,  το placement της Τράπεζας Πειραιώς και την πώληση του πσοσοστού 67% του λιμένα Ηρακλείου.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των στελεχών της PwC που περιλαμβάνονται σε σχετική μελέτη για τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2023, η ελληνική αγορά μέσα στο 2024 αναμένει μεγάλα deals ύψους άνω των 9 δισ. ευρώ.

Σε ό,τι αφορά τους κλάδους που αναμένεται να πρωταγωνιστήσουν στα μεγάλα deals, δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη αλλαγή σε σχέση με το 2023, καθώς παραμένουν σε πρώτο πλάνο η ενέργεια, η υγεία, οι τηλεπικοινωνίες, τα ΜΜΕ και η Πληροφορική.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο κλάδος της ενέργειας κατείχε για το 2023 τη «μερίδα του λέοντος» με 22 συναλλαγές συνολικής αξίας 2,6 δισ. ευρώ. Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες κατέγραψαν 12 συναλλαγές αξίας 2 δισ. ευρώ, ενώ τηλεπικοινωνίες, media και τεχνολογία κατέγραψαν συναλλαγές 600 εκατ.ευρώ.

Σύμφωνα με την PwC το 2023, πραγματοποιήθηκαν συνολικά 116 εξαγορές και συγχωνεύσεις. Από αυτές, οι πέντε μεγαλύτερες έφθασαν στο ύψος των 2,2 δισ. ευρώ. Η συναλλαγή με την υψηλότερη αξία ανήκε στον ενεργειακό τομέα και ήταν η εξαγορά των θυγατρικών της Enel SpA στη Ρουμανία από τη ΔΕΗ ύψους 1,240 δισ. ευρώ.


Συνεχίζει να υπεραποδίδει η ελληνική οικονομία έναντι του μέσου όρου της ευρωζώνης. Ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2023 διαμορφώθηκε σε 2%, λίγο χαμηλότερα από το 2,2% που εκτιμούσε η Ε.Ε. και από το 2,3% των εκτιμήσεων του ΔΝΤ.

Εν τούτοις οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας είναι τετραπλάσιοι από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, που ήταν 0,5%. Η υστέρηση που παρατηρείται, έναντι των προβλέψεων, οφείλεται τόσο στο δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον, όσο και σε λόγους που άπτονται της εσωτερικής αγοράς.

Σύμφωνα με τους αναλυτές το ΑΕΠ για το 2023 σε τρέχουσες τιμές ανήλθε σε 220,3 δισ. ευρώ έναντι 206,6 δισ. ευρώ το 2022, ενώ σε σταθερές τιμές στα 194,5 δισ. ευρώ,  έφθασε το επίπεδο του 2011. Η ανάπτυξη συνοδεύτηκε και από μείωση του μέσου ετήσιου ποσοστού της ανεργίας στο 11,1% του εργατικού δυναμικού, από 12,4% το 2022.

Πάντως, το ζητούμενο για την περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας θεωρείται η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία συνεχίστηκε να αυξάνεται κατά 1,8%, συνεισφέροντας περί το1,3% από το 2% της αύξησης του ΑΕΠ.

Άλλο ζητούμενο που θεωρούν αναγκαίο οι οικονομικοί αναλυτές είναι οι επενδύσεις σε πάγια που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον μετασχηματισμό του μοντέλου ανάπτυξης. Σημειώνεται ότι ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου σε σταθερές τιμές μπορεί να ξεπέρασε το 2011, όμως ως ποσοστό επί του  ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 14,3% έναντι 21,3% του μέσου όρου στην Ευρωζώνη.


Αύξηση στις επαναγορές ιδίων μετοχών από τις εταιρείες του δείκτη S&P 500 κατά 13% στα $925 δισ. βλέπει φέτος η Goldman Sachs, ανεβάζοντας την προηγούμενη εκτίμησή της για αύξηση 4%. Πέρυσι σημειώθηκε πτώση 14% στις επαναγορές ιδίων μετοχών. Ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη μείωση από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008.

«Ηγέτες» της τάσης θα είναι οι επιχειρήσεις από τον κλάδο τεχνολογίας και πληροφορικής με τους κολοσσούς κεφαλαιοποίησης να πετυχαίνουν καλύτερα περιθώρια κέρδους, εκτιμούν οι αναλυτές της Goldman Sachs. To πιθανότερο είναι ότι οι επαναγορές ιδίων μετοχών από τις «περίφημες 7» του δείκτη S&P 500 θα είναι σημαντικές. Πέρυσι οι επαναγορές από την ομάδα αυτή μειώθηκαν 11%. Για το 2025 η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι επαναγορές μετοχών θα υπερβούν το $1 τρισ. για πρώτη φορά καθώς η κερδοφορία προβλέπεται «δυνατή».


Καθώς οι επενδυτές περίμεναν με ενδιαφέρον προχθές Τετάρτη την ομιλία του διοικητή Πάουελ για να μάθουν κάτι σχετικά με τις προθέσεις της Fed, μέσα στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είδαμε μία κλασική περίπτωση μετοχής που επιβράβευσε άμεσα και πλουσιοπάροχα όσους τόλμησαν να αψηφήσουν τους φόβους της αγοράς.

Μιλάμε για την New York Community Bank (NYCB NYSE), μία τράπεζα που έχει απασχολήσει πολλές φορές τις αγορές από τον περσινό Μάρτιο. Αρχικά γιατί ήταν αυτή που αγόρασε τα απομεινάρια της τράπεζας Signature Bank, η οποία ήταν ένα από τα θύματα της περσινής κρίσης των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ και αργότερα λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει με αρκετά δάνεια που έχει χορηγήσει, ειδικά στον τομέα της ακίνητης περιουσίας.

Η ανησυχία των αγορών για την πορεία της τράπεζας έχει οδηγήσει την μετοχή της σε πολύ χαμηλά επίπεδα, με απώλειες πάνω από 80% από τα 14,22 δολάρια που είναι το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 52 εβδομάδων. Απανωτές αρνητικές ειδήσεις έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και έχουν κάνει τους αναλυτές να μειώσουν κατά πολύ τις εκτιμήσεις τους για τις οικονομικές επιδόσεις της εταιρείας.

Αυτό που έγινε την Τετάρτη όμως ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακό. Η μετοχή ξεκίνησε την συνεδρίαση με μικρή πτώση από τα 3,22 δολάρια που ήταν το κλείσιμο της Τρίτης και για αρκετή ώρα βρισκόταν λίγο πάνω από τα 3,10 δολάρια. Μέχρι που εμφανίστηκε ένα δημοσίευμα της Wall Street Journal σύμφωνα με το οποίο η τράπεζα ήταν έτοιμη να ξεκινήσει την διαδικασία άντλησης κεφαλαίων από το χρηματιστήριο με έκδοση νέων μετοχών.

Η προοπτική αυτή τρομοκράτησε τους επενδυτές οι οποίοι κυριολεκτικά πετούσαν τις μετοχές τους από το παράθυρο. Μέσα σε μισή ώρα η τιμή της μετοχής έπεσε κατά σχεδόν 50% και έφθασε στα 1,70 δολάρια, όπου και σταμάτησε η διαπραγμάτευση με απόφαση των εποπτικών αρχών μέχρι να δοθούν οι απαραίτητες διευκρινίσεις από την διοίκηση της εταιρείας. Όπως αποδείχθηκε, οι πληροφορίες της Wall Street Journal ήταν απόλυτα σωστές.

Η Τράπεζα προχώρησε σε μία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου «αστραπή», με την συμμετοχή μεγάλων επαγγελματιών επενδυτών με επικεφαλής το Liberty Strategic Capital του Steven Mnuchin, ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ. Η τράπεζα άντλησε 1,05 δισ. δολάρια, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ήταν με την μορφή κοινών μετοχών με τιμή έκδοσης τα 2 δολάρια.

Επίσης, εκδόθηκαν και προνομιούχες μετοχές με τιμή μετατροπής σε κοινές τα 2 δολάρια και κάποια warrants με τιμή εξάσκησης τα 2,50 δολάρια. Παρά το γεγονός πως η τιμή έκδοσης των μετοχών ήταν πολύ χαμηλή σε σχέση με την τιμή κλεισίματος της Τρίτης (3,22 δολάρια), η άντληση κεφαλαίων λειτούργησε ευεργετικά για την μετοχή αφού αυτομάτως απομακρύνθηκαν οι φόβοι για κάτι χειρότερο.

Αυτό φάνηκε αμέσως με την επαναδιαπραγμάτευση της μετοχής, η οποία εκτοξεύθηκε στα 4 δολάρια και έφθασε μέχρι τα 4,40 πριν υποχωρήσει και κλείσει την ημέρα στα 3,46 δολάρια. Όσοι αγόρασαν την ώρα του πανικού αποκόμισαν κέρδη μέχρι και 155% μέσα σε ένα τρίωρο! Όσο για την ίδια την τράπεζα, τα πράγματα είναι σίγουρα καλύτερα, τουλάχιστον σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών που υποδέχθηκαν με ανακούφιση την κεφαλαιακή ενίσχυση της τράπεζας από την ομάδα των επενδυτών.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως ο Mnuchin είχε ασχοληθεί με «διάσωση» τραπεζών και κατά την κρίση του 2008, μάλλον με επιτυχία όπως μας θύμισε ο διεθνής οικονομικός Τύπος. Όπως επισήμανε το  Breakingviews του Reuters, η χθεσινή κίνηση του πρώην υπουργού και των υπόλοιπων επενδυτών μπορεί να αποδειχθεί η πρώτη από σειρά τέτοιων ενεργειών για την ενίσχυση αδύναμων αμερικανικών τραπεζών. Αυτό μας ακούγεται μάλλον σαν καλό.   

 

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.