Υπόθεση «Αγια-Σοφιά»: Τροχιοδεικτική βολή;

Υπόθεση «Αγια-Σοφιά»: Τροχιοδεικτική βολή;

Μέχρι πρότινος το ερώτημα-κλειδί για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν εάν το καθεστώς Ερντογάν είχε αποφασίσει τη στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής του πολιτικής ή όχι.

Φαινόταν να είναι εύλογο. Αν η Τουρκία πράγματι εγκατέλειπε τη συμβατική διπλωματία σήμαινε ότι έβλεπε στον πόλεμο το μέσο με το οποίο θα τη συνέχιζε με καλύτερα αποτελέσματα. Υπήρχαν, άλλωστε, οι ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο γινόταν όλο και πιο πιθανό.

Ως υπουργός Άμυνας ο Ακάρ έπαιρνε τον τελευταίο καιρό συχνότερα από τον Τσαβούσογλου τον λόγο σε σχέση με την Ελλάδα και μιλούσε επιθετικότερα από τον υπουργό Εξωτερικών. Ως έναν βαθμό ήταν λογικό. Πάντα σχεδόν ο υπουργός Άμυνας παίζει τον κακό αστυνομικό και ο υπουργός Εξωτερικών τον καλό.

Πλην όμως τα μηνύματα που έστελνε ο Ακάρ δεν διέφεραν μόνον ως προς τους τόνους, αλλά και ως προς την ουσία. Έδιναν την εντύπωση ότι η Τουρκία είχε μπει στον δρόμο που θα οδηγούσε με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια σε ένα θερμό επεισόδιο. Είτε διότι θεωρούσε ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να περάσει στη δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων με δικούς της όρους είτε διότι σκόπευε με ένα σμπάρο να κατεβάσει δυο τρυγόνια. Και κάνα νησάκι (κατά προτίμηση το Καστελόριζο) ως πρώτο κρατούμενο. Και έναρξη συνομιλιών για τα υπόλοιπα, που θα αφορούσαν την υφαλοκρηπίδα και τον διαμερισμό του Αιγαίου.

Ούτως ή άλλως, η στρατιωτικοποίηση είχε γίνει εμφανής από τη συμπεριφορά της στη Λιβύη και ήταν ολοφάνερο ότι εκεί δεν έστελνε μόνον τους τζιχαντιστές από τη Συρία για να συνδράμουν τον Σάρατζ. Προωθούσε και τις δικές της στρατιωτικές μονάδες για να προετοιμάσουν τις επόμενες κινήσεις, με στόχο τη χρησιμοποίηση των ναυτικών και αεροπορικών βάσεων της Λιβύης όταν αυτές θα βρίσκονταν στα χέρια των δυνάμεων της Τρίπολης. Ο,τι, δηλαδή, χρειαζόταν η Τουρκία για να βρεθεί στα νώτα της ελληνικής αμυντικής διάταξης διά παν ενδεχόμενον και κυρίως εν όψει της εφαρμογής του τουρκολυβικού μνημονίου και της έναρξης των γεωτρήσεων νοτίως της Κρήτης.

Το ερώτημα, όμως, πια δεν είναι η στρατιωτικοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Το ζήτημα, δηλαδή, δεν είναι (μόνον) εκεί.

Η στρατιωτικοποίηση, άλλωστε, ήταν εδώ και χρόνια μέρος της προσαρμογής της τουρκικής διπλωματίας στην αναθεωρητική στρατηγική Ερντογάν. Εξ ου και οι παραβάσεις και παραβιάσεις στον ελληνικό εναέριο χώρο. Το ζήτημα πλέον είναι η θρησκευτικοποίηση του τουρκικού αναθεωρητικού δόγματος.


 

Με αυτή την έννοια, η εξέλιξη της υπόθεσης Αγια-Σοφιά θα είναι τροχιοδεικτικής σημασίας. Θα μάθουμε σε δεκαπέντε ημέρες εάν η ανακίνηση του θέματος της λειτουργίας της Αγιας-Σοφιάς ως τζαμί έχει αποδέκτη την εσωτερική μουσουλμανική κοινή γνώμη της γείτονος ή εάν αποτελεί ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση της αναγόρευσης του Τούρκου προέδρου σε χαλίφη των ανά τον κόσμο μουσουλμάνων αδελφών.

Εάν, παρά την επαναλειτουργία των διαύλων ελληνοτουρκικής επικοινωνίας στο υψηλότερο επίπεδο, ο Ερντογάν εμμείνει στην ιδέα του Πορθητή να μετατρέψει και πάλι την Αγια-Σοφιά της χριστιανικής Βασιλεύουσας (και) σε μουσουλμανικό τέμενος, αυτό θα σημαίνει ότι το πρόβλημά του δεν είναι (μόνον) το Αιγαίο και η συνεκμετάλλευσή του. Είναι κυρίως η επίδειξη δύναμης και η διείσδυση στον «Οίκο των απίστων».

Αν πράγματι ισχύσει το τελευταίο, καμία προσφυγή σε καμία Χάγη δεν θα του λύσει το πρόβλημα. Θα πρόκειται για μια λεπτομέρεια που ίσως να μην τον πολυενδιαφέρει καν. Γιατί εκείνο που θα τον ενδιαφέρει πολύ περισσότερο είναι να αποδείξει ότι ο Σάμιουελ Χάντινγκτον έκανε λάθος κατατάσσοντας την Τουρκία στους ουδέτερους της «σύγκρουσης των πολιτισμών» και μάλιστα με ειρηνευτικό ρόλο. Θα έπρεπε να είχε προβλέψει ότι επί Ερντογάν οι φιλοδοξίες της Τουρκίας θα μεγάλωναν και απώτερος στόχος θα ήταν να τεθεί επικεφαλής στον «Οίκο του Αλλάχ» και να τον οδηγήσει εναντίον των απίστων.

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία αρκετά χρόνια μεγάλο μέρος του σύμπαντος φαίνεται να συνωμοτεί για να επιβεβαιωθεί η ορθότητα της θεωρίας του Χάντινγκτον, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος οδεύει προς την τελική αναμέτρηση της Χριστιανικής Δύσης με τις δυνάμεις της Ανατολής, που ανταγωνίζονται τον πολιτισμό της και αρνούνται τις αξίες της και τον τρόπο της ζωής της.

Το χαλιφάτο του ISIS ήταν το πρώτο που επιχείρησε να δείξει τις πολεμικές διαθέσεις του και να αποδείξει ότι όχι απλώς θα υπάρξει σύγκρουση πολιτισμών, αλλά ότι θα είναι και πολύ αιματηρή.

Ωστόσο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε προ πολλού προηγηθεί κάνοντας τον ιερό πόλεμο λόγο της ύπαρξής της. Το εμπόριο και τις λοιπές κοσμικές δραστηριότητες τα άφηνε να ασκούνται ελευθέρως από όσους δεν είχαν το προνόμιο να μπορούν να γίνουν μάρτυρες του μεγαλοδύναμου Αλλάχ.

Εάν ο Ερντογάν επιδιώκει να γίνει συνεχιστής της, θα πρέπει να απαντήσει και εάν αναβιώνοντας συμβολικά το ιστορικό του πρότυπο θα αρκεστεί στην ιερή αποστολή του ή θα θέλει να τη συνδυάσει και με τις business, αποβλέποντας στα οικονομικά οφέλη που θα έχει το Χαλιφάτο του αναγορευόμενο σε περιφερειακή Αυτοκρατορία.

Ισως και να σκεφθεί ότι οι θρησκείες μπορεί (και) να ενώνουν.