Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει

Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει

Το ελληνικό εργασιακό θεσμικό πλαίσιο, ο εκπεφρασμένος στόχος του οποίου είναι η «προστασία» του εργαζομένου (από τον κλέφτη εργοδότη, για να δανειστώ τον πρόσφατο χαρακτηρισμό του αρμόδιου Υπουργού), ήταν και είναι συγκρουσιακό και κυρίως απολύτως ξεπερασμένο σε σχέση τις ανάγκες της οικονομίας και τις σημερινές συνθήκες.

Η απόσταση που το χωρίζει από ένα σύγχρονο και  αναπτυξιακό πλέγμα ρυθμίσεων μεγάλωσε μάλιστα ακόμη περισσότερο εξαιτίας των αλλαγών και των νέων, υβριδικών, μοντέλων εργασίας που έφερε η πανδημία του κορονοϊού.

Δυστυχώς, το νέο εργασιακό νομοσχέδιο όπως έχει δοθεί για διαβούλευση δε συνιστά εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας και προσαρμογής της στις σημερινές συνθήκες, εξυπηρετώντας μάλλον εκλογικές στοχεύσεις. 

Η άμεση εξίσωση του επιπέδου αποζημιώσεων εργατοτεχνιτών και μισθωτών  που προβλέπει είναι κατ’αρχήν προς την σωστή κατεύθυνση, διότι ο διαχωρισμός αυτός είναι αναχρονιστικός.

Το συγκεκριμένο μέτρο αποτελούσε μάλιστα υποχρέωση που επέβαλε η τρόικα με το μνημόνιο της 3ης.5.2010 από την οποία ξεγλίστρησε, άγνωστο πως, η ελληνική διοίκηση.

Το πρόβλημα είναι ότι, καίτοι επιβεβλημένη, η εξίσωση των αποζημιώσεων με αναδρομική ισχύ και χωρίς καμία μεταβατική περίοδο δημιουργεί δυσβάσταχτο κόστος στις επιχειρήσεις σε όρους καθαράς παρούσης αξίας των μελλοντικών, πολλαπλάσιου κόστους, αποζημιώσεων. Η πρόσθετη υποχρέωση η οποία βαρύνει δυσανάλογα συγκεκριμένους, πλην κρίσιμους κλάδους, όπως η βιομηχανία, πρέπει να αποτυπωθεί στα βιβλία βάσει των λογιστικών προτύπων (ΔΛΠ19, ΔΛΠ37) προκαλώντας σημαντική επιβάρυνση στην καθαρή θέση των επιχειρήσεων και στην πιστοληπτική τους ικανότητα.

Την ίδια στιγμή στέλνει εντελώς λάθος μηνύματα στους επίδοξους ξένους επενδυτές οι οποίοι βλέπουν ότι στην Ελλάδα όχι δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει αλλά κατά τα φαινόμενα μπορεί να αλλάξει και αυτό που σου είχε ξημερώσει.

Η άλλη, ιδιαίτερα προβληματική διάταξη αφορά στην ψηφιακή κάρτα εργασίας.

Η υποχρέωση εφαρμογής συστήματος ωρομέτρησης είναι πλέον ευρωπαϊκή, μετά από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστήριο που δικαίωσε το Ισπανικό Συνδικάτο COOO, όταν αυτό προσέφυγε κατά της Deutsche Bank SAE για πλημμελή καταγραφή των υπερωριών των υπαλλήλων της.

Στην απόφασή του κατέληξε στο ότι τα «κράτη-μέλη πρέπει απαιτήσουν από τους εργοδότες να εφαρμόσουν ένα αντικειμενικό, αξιόπιστο και προσβάσιμο σύστημα το οποίο θα επιτρέπει καθημερινά τη μέτρηση της διάρκειας απασχόλησης κάθε εργαζόμενου».

Το πρόβλημα εν προκειμένω βρίσκεται στο ότι ο Έλληνας νομοθέτης, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει διεθνώς, δεν εμπιστεύεται τον εργοδότη να συμμορφωθεί με όποιον τρόπο θεωρεί εκείνος ενδεδειγμένο, αλλά επιφυλάσσει στο κράτος τον ρόλο του ενδιάμεσου - χωροφύλακα - Big Brother… Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η ψηφιακή κάρτα δεν εφαρμόζεται στο Δημόσιο που είναι ο μόνος τομέας όπου το κράτος, ως εργοδότης το ίδιο, νομιμοποιείται να επιβάλλει τη χρήση της. 

Ακόμη όμως και αν ξεπεραστούν ουσιώδη πρακτικά ζητήματα όπως το γεγονός ότι το σύστημα Εργάνη είναι ιδιαίτερα ασταθές, το ότι τα προσωπικά δεδομένα που θα τηρούνται ενέχουν κινδύνους για την ιδιωτικότητα των εργαζομένων που δε δικαιολογούνται από τον επιδιωκόμενο σκοπό και το ότι η γραφειοκρατική επιβάρυνση από το «ενιαίο κοστούμι για όλους» μπορεί να μειώσει ακόμη περισσότερο τη χαμηλή παραγωγικότητα της Ελληνικής οικονομίας,  παραμένει το κρίσιμο ερώτημα εάν θέλουμε κράτος διαιτητή ή παιδονόμο -«ωρομέτρη με το στανιό».

Εάν δηλαδή ο εργαζόμενος χρήζει «προστασίας» ή εάν είναι προτιμότερο το κράτος να εξασφαλίζει αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν ένα «level playing field». Κάτι που σήμερα δεν ισχύει αφού για παράδειγμα οι εργαζόμενοι που αποχωρούν ή απολύονται εισπράττουν το σύνολο της μη ληφθείσας αδείας τους, ασχέτως του πόσες μέρες έχουν εργαστεί εντός του έτους.

Παλαιότερα, η διάταξη αυτή είχε νόημα, γιατί ο εργαζόμενος δεν εδικαιούτο αδείας το πρώτο έτος της απασχόλησής του, σήμερα όμως λειτουργεί καταχρηστικά υπέρ του εργαζόμενου.

Το λυπηρό είναι ότι θυσιάζοντας ένα σύγχρονο εργασιακό θεσμικό πλαίσιο στον βωμό του λαϊκισμού, τελικά χάνουμε όλοι -εργαζόμενοι και εργοδότες- σε ανάπτυξη, ευημερία και προκοπή.

* Ο Βασίλης Μασσέλος είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής & Ετοίμου Ενδύματος