Τηλέμαχος Κώτσιας: «Τελικά ο καθένας είναι ό,τι πιστεύουν οι άλλοι»

Τηλέμαχος Κώτσιας: «Τελικά ο καθένας είναι ό,τι πιστεύουν οι άλλοι»

Το πρώτο που είχα διαβάσει δικό του ήταν εκείνο το σπαρακτικό «Βροχή στο μνήμα». Κι οι ελάχιστες μεταφράσεις του σε βιβλία του Ισμαήλ Κανταρέ. Τον είχα συνδέσει με τον Κανταρέ. Γραφή λιτή, δυνατή, με τα απολύτως απαραίτητα, να σε χαράζει σα δέρμα, σαν πέτρα, να αιμορραγείς ανεπανόρθωτα. Να γράφει και να λες πως δεν γινόταν αλλιώς. Να κατανοείς τι σημαίνει να μη βρίσκεις πού να σταθείς και πού να πεθάνεις.

Βιβλίο του δεν έχανα. Τον Τηλέμαχο Κώτσια τον καμάρωνα. Για τα βραβεία του, το Βαλκανικό, τους ελάχιστους αλλά πιστούς αναγνώστες, τους κριτικούς που επιτέλους τον αναγνώριζαν. Κι όμως ξεκίνησε να γράφει εντελώς αλλόκοτα, την εποχή που ήταν ένας ξένος Έλληνας στην Αλβανία πριν έρθει ένας ξένος Aλβανός στην Ελλάδα. Έτσι δεν γίνεται συνήθως;

«Τα διηγήματα “Περιστατικό τα μεσάνυχτα” (Κέδρος 1991) τα έγραψα τότε που δεν είχα έρθει ακόμα στην Ελλάδα και έγραφα πραγματικά για δική μου ευχαρίστηση, χωρίς καμία επιδίωξη για έκδοση. Έτσι, όπως σφυρίζει κανείς μόνος του χωρίς να χρειάζεται να τον ακούει κανείς. Τότε που δεν είχα ούτε χρόνο ούτε τόπο και ούτε υπήρχε κάποιος να τα δει και να μου πει ότι του άρεσαν αυτά που έγραφα.»

«Μερικά διηγήματα τα έγραφα και στις δυο γλώσσες. Υπήρχε μια αμφιταλάντευση σχετικά με το σε ποια γλώσσα θα μπορούσα να εκφραστώ, στην μητρική μου την ελληνική, ή στη γλώσσα της παιδείας, στην αλβανική. Τελικά γράφτηκαν, ή μεταφράστηκαν όλα τα διηγήματα στα ελληνικά», θα μας πει ο συγγραφέας Τηλέμαχος Κώστας στο Liberal.gr ανοίγοντάς μας την καρδιά του και το συγγραφικό του εργαστήρι.

«Με έχουν αποκαλέσει συγγραφέα των συνόρων και παρότι δεν είμαι υπέρ τέτοιων κατατάξεων, το έχω αποδεχτεί. Τελικά ο καθένας είναι ό,τι πιστεύουν οι άλλοι και όχι ό,τι πιστεύει ο ίδιος. Ακόμα και να ήθελα να ξεφύγω απ' αυτά τα προβλήματα, δεν θα τα κατάφερνα γιατί με κυνηγούν μοιραία σε όλη μου τη ζωή.»

Ας τον ακούσουμε, έχει κάτι πολύ σημαντικό να μας πει.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κύριε Κώτσια, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Δεν είχα ποτέ τέτοιες πολυτέλειες στη ζωή μου. Προσπαθούσα να βρω λίγη ησυχία στο σπίτι, όπου να 'ταν. Εργάστηκα πολλά χρόνια ως μεταφραστής αλλά ουδέποτε διανοήθηκα ότι το γραφείο εργασίας με τον υπολογιστή θα μπορούσε να ήταν κατάλληλο και για λογοτεχνική δημιουργία.

Όταν έχω έμπνευση και χρόνο, γιατί πάνε μαζί, ψάχνω το πιο πρόσφορο κατάλληλο σημείο της στιγμής. Πολλές φορές στη βεράντα, αν κάνει καλός καιρός, αλλά και στο σαλόνι, στην κουζίνα, ακόμα και στην κρεβατοκάμαρα. Μ' αρέσει στο σαλόνι όταν είμαι μόνος. Γράφω στον καναπέ, χειρόγραφα στην πρώτη και δύσκολη φάση, ακουμπώντας τις κόλλες στα γόνατα πάνω σε κάποιο σκληρό άλμπουμ ή μεγαλύτερο βιβλίο.

Έχω ακόμα άγραφτες κόλλες από τετράδια των παιδιών από τότε που πήγαιναν στο σχολείο. Είναι πολλές και δεν ξέρω αν θα προλάβω να τις γεμίσω όλες στη ζωή μου. Ύστερα ξαναρίχνω τα χειρόγραφα στον υπολογιστή χωρίς να είμαι και τόσο πιστός σε ό,τι έχω γράψει, συνήθως εμπλουτισμένα, ή και πετσοκομμένα. Τη δουλειά μπροστά στον υπολογιστή τη θεωρώ κάπως πιο διεκπεραιωτή, δηλαδή ότι δεν εμπνέομαι και τόσο. Ίσως επειδή στον υπολογιστή πρωτεύει η τεχνική παρά η τέχνη.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Μια εικόνα ή μια φράση μπορούν να με εμπνεύσουν, αλλά για να καθίσω να γράψω πρέπει να αποφασίσω για το τέλος της ιστορίας, γιατί πρέπει να ξέρω πού θέλω να καταλήξω, όπως και στον προφορικό λόγο γιατί μόνο στο τέλος θα καταλάβει ο αναγνώστης, ακόμα κι ο συγγραφέας, τι ήθελε να πει και γιατί γράφτηκε αυτό που γράφτηκε. Συνήθως έχω ένα σχέδιο στο κεφάλι οι λεπτομέρειες του οποίου αναπτύσσονται κατά τη γραφή.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Ασφαλώς το πρώτο. Τα διηγήματα «Περιστατικό τα μεσάνυχτα» (Κέδρος 1991) τότε που δεν είχα έρθει ακόμα στην Ελλάδα και έγραφα πραγματικά για δική μου ευχαρίστηση, χωρίς καμία επιδίωξη για έκδοση. Έτσι, όπως σφυρίζει κανείς μόνος του χωρίς να χρειάζεται να τον ακούει κανείς. Τότε που δεν είχα ούτε χρόνο ούτε τόπο και ούτε υπήρχε κάποιος να τα δει και να μου πει ότι του άρεσαν αυτά που έγραφα.

Μερικά διηγήματα τα έγραφα και στις δυο γλώσσες. Υπήρχε μια αμφιταλάντευση σχετικά με το σε ποια γλώσσα θα μπορούσα να εκφραστώ, στην μητρική μου την ελληνική, ή στη γλώσσα της παιδείας, στην αλβανική. Τελικά γράφτηκαν, ή μεταφράστηκαν όλα τα διηγήματα στα ελληνικά.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Όταν σκέφτηκα ότι μια μέρα ίσως τα καταφέρω και γίνω συγγραφέας, μου γεννήθηκε αμέσως η ιδέα ότι η ιστορία της οικογένειάς μου θα είχε μεγάλο ενδιαφέρων. Στην πορεία άλλαξε ο στόχος, να βρω πιο εκπροσωπευτικούς ήρωες και πιο εντυπωσιακά γεγονότα που θα έφτιαχναν την αρχική ιστορία. Όμως μόνο το 2009 τόλμησα να εκδώσω το μυθιστόρημα «Στην απέναντι όχθη» που ήταν εμπνευσμένο ακριβώς από αυτό το θέμα.

Το πρώτο μου μεγάλο μυθιστόρημα «Τα εφτά παράθυρα» (Κέδρος 2005) είχε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία που ως συνήθως, κάθε συγγραφέας έχει ένα τέτοιο έργο. Τα προηγούμενα, νουβέλες και διηγήματα, όλα από τις Εκδόσεις Κέδρος, ήταν σαν άσκηση για να γράψω κάτι πιο σύνθετο.  

Όσο για τις εμμονές ασφαλώς και υπάρχουν, είτε για καλό, είτε ως περιορισμός. Είναι η αντιπαράθεση των δυο πολιτικών συστημάτων, του ολοκληρωτισμού και του πολυκομματικού, οι πάσης φύσεως στερήσεις, ο ελληνισμός σε μια άλλη χώρα, η παθητική αντίσταση για την ύπαρξή του, οι εντάσεις που προκαλεί η ζωή στα σύνορα, τα ίδια τα σύνορα, η χάραξη τους και η επίδραση στον ψυχισμό των ανθρώπων.

Με έχουν αποκαλέσει συγγραφέα των συνόρων και παρότι δεν είμαι υπέρ τέτοιων κατατάξεων, το έχω αποδεχτεί. Τελικά ο καθένας είναι ό,τι πιστεύουν οι άλλοι και όχι ό,τι πιστεύει ο ίδιος. Ακόμα και να ήθελα να ξεφύγω απ' αυτά τα προβλήματα, δεν θα τα κατάφερνα γιατί με κυνηγούν μοιραία σε όλη μου τη ζωή.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Υπάρχουν άπειρες ιστορίες. Όλη η καθημερινή ζωή είναι μια απίθανη ιστορία, ακόμα και η πιο βαρετή είναι η ζωή και ο κόσμος ενός ανθρώπου. Όμως ο συγγραφέας θέλει να πει κάτι που το θεωρεί ξεχωριστό. Έχει κάποιον κρυφό σκοπό να πει εκείνα που θέλει αυτός. Και επιλέγει μια ιστορία, από την οποία θα μπορεί να μεταφέρει ευκολότερα εκείνα που θέλει. Υπάρχουν πολλές ιστορίες, όμορφες, απίθανες, όπως και πολλοί ωραίοι άνθρωποι. Όπως ο σκηνοθέτης που διαλέγει για ηθοποιό εκείνον τον άνθρωπο που έχει φωτογένεια, έτσι και ο συγγραφέας επιλέγει εκείνη την ιστορία που έχει τη δική της φωτογένεια στη λογοτεχνία. 

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Αυτό που είπα και πιο πριν: θα διαλέξει, θέμα, ήρωα, ιστορία που να τον βολεύουν να πει εκείνα που θέλει. Η επιλογή των ηρώων, των χαρακτήρων, η αληθοφάνεια τους, θεωρώ ότι έχει καίρια σημασία για την ποιότητα του έργου.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Μερικές φορές προκύπτουν στην πορεία ήρωες που γίνονται πιο σημαντικοί και πιο χειροπιαστοί από εκείνους που ο συγγραφέας επινόησε πρώτα. Ας πούμε η ιστορία της Άννας Χαρίση στο μυθιστόρημα «Στην απέναντι όχθη» (Ψυχογιός 2009) ή ο Γρηγόρης στο «Σινική μελάνη» (Πατάκης 2017).  

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Αυτό δεν μπορώ να το θυμάμαι. Με εντυπωσίαζαν από μικρό παιδί τα κείμενα του αναγνωστικού, τα εξωσχολικά βιβλία που μας έδιναν οι δάσκαλοι, από τη σοβιετική λογοτεχνία, μεταφρασμένα στα ελληνικά για την Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, βιβλία τα οποία εξυπηρετούσαν το σύστημα. Θυμάμαι ακόμα το «Παβλίκ Μοροζόφ», αλλά δεν θυμάμαι το συγγραφέα. Όταν μεγάλωσα διάβαζα πλέον αλβανικά. Προτιμούσα τα γαλλικά και τα ρώσικα μυθιστορήματα του Δέκατο Ένατου Αιώνα. Γνωρίζω τους δρόμους του Παρισιού και της Αγίας Πετρούπολης από τα μυθιστορήματα που διάβαζα.

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Όχι. Δεν υπάρχει τέτοιο βιβλίο. Με επηρέασε το καθένα με τον τρόπο του και κυρίως δημιούργησε και τα λογοτεχνικά μου γούστα. Επιστρέψω μερικές φορές σε παλιά κλασικά βιβλία για να ξανακοιτάξω το ύφος του συγγραφέα με μια νέα ματιά. 

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Είμαι αυτής της γενιάς που θαύμασε την παλιά λογοτεχνία. Το ρεαλισμό του Δέκατου Ένατου Αιώνα. Τον Μπαλζάκ, τον Βίκτωρ Ουγκώ, τον Ντοστογέβσκι, τον Γκόγκολ και αργότερα τον Στέφαν Τσβάιγκ. Από ποιητές ξεχώριζα τον Γουώλτ Ουίτμαν και τον Μαγιακόβσκι. Τώρα βεβαία έχουν προστεθεί κι άλλοι.

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Δεν ακούω τίποτε, όχι μόνο όταν γράφω, αλλά ακόμα κι όταν σκέφτομαι. Αφοσιώνομαι στη δική μου έμπνευση.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Γράφω διάφορα τα οποία δεν είναι ακόμα ανακοινώσιμα γιατί δεν ξέρω αν και πότε και με ποιον τρόπο θα τα τελειώσω. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι βρίσκεται υπό έκδοση το νέο μου μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Πατάκη «Το δαχτυλίδι του στρατηγού Τελίνι». Θα είχε ήδη κυκλοφορήσει να δεν μας είχε επισκεφτεί ο κορονοϊός.