Πώς οι κυβερνήσεις συντηρούν τον πληθωρισμό

Η τιθάσευση του πληθωρισμού δεν αντιμετωπίζεται μόνο με νομισματικά μέτρα και μόνο από τις κεντρικές τράπεζες. Κατά τη γνώμη μας, κακώς η Δύση έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στη μάχη κατά του πληθωρισμού, στις κινήσεις της Fed και της ECB και μόνο. Την ίδια μάλιστα στιγμή, που οι κυβερνήσεις υπονομεύουν με τις πολιτικές τους, τα μέτρα των κεντρικών τραπεζών.

Σε ένα πιο εξειδικευμένο άρθρο στο liberalmarkets (Fed: Η διαμάχη γερακιών και περιστεριών για τα επιτόκια), είχαμε κάνει μια αναφορά στην έκθεση «Inflation as a Fiscal Limit», που είχε κυκλοφορήσει τον Αύγουστο. Σύμφωνα με την έκθεση, η συνεχιζόμενη πολιτική του Λευκού Οίκου στον τομέα των ενισχύσεων και επιδοτήσεων, που είχε ξεκινήσει μέσα στο 2020 σαν απάντηση στην υγειονομική κρίση του Covid, τροφοδοτεί υπέρμετρα τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα να μην «λειτουργεί» στην αγορά η αύξηση των επιτοκίων της Fed.

Στην αρχή της κρίσης οι κεντρικές τράπεζες μαζί με τις κυβερνήσεις αναφερόντουσαν σε παροδικό πληθωρισμό, έχοντας υποτιμήσει την έκτασή του και τη βιαιότητα της κίνησής του. Ακολούθως, όλοι οι αναλυτές είχαν αναφερθεί σε ένα πληθωρισμό, που πήγαζε μέσα από τη διατάραξη της ομαλής λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας σαν αποτέλεσμα της πανδημίας του Covid. Μετά το μικροσκόπιο άρχισε να εστιάζει στον ενεργειακό πληθωρισμό. Τώρα όμως οι αναλυτές, εστιάζουν στον πληθωρισμό που προκαλείται από τις ίδιες τις κυβερνήσεις.

Και τα πρώτα μηνύματα έρχονται από τις ΗΠΑ, διότι δεν είναι μόνο η προαναφερθείσα έκθεση, που ανέδειξε το πρόβλημα, αλλά η ίδια η ζωή. Στο ακόλουθο γράφημα από τον λογαριασμό twitter του TheTerminal, απεικονίζεται η πορεία του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, μαζί με τη διάρθρωσή του. Έτσι βλέπουμε ότι η βαρύτητα του λεγόμενου «ενεργειακού πληθωρισμού», που παρουσιάζεται με πορτοκαλί χρώμα, αρχίζει να υποχωρεί σαν ποσοστό, στην αύξηση του αθροιστικού πληθωρισμού.

Με τη μείωση της συμμετοχής της ανόδου του ενεργειακού κόστους, στο σύνολο της αύξησης του πληθωρισμού, η προσοχή όλων πρέπει να πέσει πάνω στις κυβερνητικές αποφάσεις και πολιτικές, που λαμβάνονται και ξεδιπλώνονται στις δυτικές οικονομίες και κοινωνίες. Και γιατί πρέπει να κινηθεί προς τα εκεί, η προσοχή μας; Διότι σε μεγάλο βαθμό, οι πολιτικές των κυβερνήσεων έρχονται σε κόντρα με τις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών.

Και εξηγούμεθα. Οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια, έτσι ώστε να αυξηθεί το κόστος του χρήματος και να αποθαρρυνθεί η υπερβολική ζήτηση, που από μόνη της, όχι μόνο συντηρεί, αλλά και αυξάνει περαιτέρω τις τιμές. Διότι η μείωση της ζήτησης, οδηγεί και στη μείωση των τιμών. Ωστόσο τα πακέτα των επιδοτήσεων, των ενισχύσεων και των βοηθημάτων που διοχετεύουν οι κυβερνήσεις, προς τους πολίτες, έρχονται να εξουδετερώσουν σε μεγάλο βαθμό τα μέτρα των τραπεζών. Και αυτό διότι ο πληθωρισμός «μπαίνει από την πίσω πόρτα».

Τα μέτρα που λαμβάνουν στο σύνολό τους οι κυβερνήσεις, δεν αφορούν μόνο τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ή όσους θα συμμετάσχουν ενεργά στη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης. Αφορούν σχεδόν όλους τους πολίτες. Και αυτά είναι μέτρα, που όχι μόνο ρίχνουν «καύσιμο στην πυρά της αύξησης των τιμών», αλλά θέτουν σε κίνδυνο τους ήδη εύθραυστους ευρωπαϊκούς αλλά και παγκόσμιους δημοσιονομικούς κανόνες και στόχους. Δημοσιονομικούς στόχους, που μπαίνουν ευθέως σε αμφισβήτηση, σε μια οικονομία που πορεύεται προς την ύφεση.

Τα άρθρα της συγκεκριμένης στήλης έχουν κατηγορηθεί σαν ακραία νεοφιλελεύθερα και σαν ανάλγητα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το παρόν άρθρο. Όμως η αλήθεια είναι μία. Αυτά τα οποία κερδίζουν τα νοικοκυριά ως καταναλωτές σήμερα και αυτά που εισπράττουν οι επιχειρήσεις σήμερα, θα το πληρώσουν ως φορολογούμενοι αύριο, στον βαθμό που τα κυβερνητικά προγράμματα δεν χρηματοδοτούνται με έσοδα από τη «πίττα της οικονομίας» που μεγαλώνει, αλλά με δανεικά.

Και επειδή η «πίτα» δεν μεγαλώνει σε συνθήκες ύφεσης, η ρίψη καυσίμων στη φωτιά του πληθωρισμού, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τη φτωχοποίηση που προκαλείται στους πολίτες από τον παρατεταμένο πληθωρισμό, αλλά ανοίγει νέο κύκλο δημοσίου δανεισμού σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων.

Αν δεν καταναλώσουμε λιγότερο και αν δεν ξοδέψουμε λιγότερο, δεν θα ξεπεράσουμε σχετικά ομαλά ούτε τον πόλεμο, ούτε την ενεργειακή τρικυμία, ούτε τον πληθωριστικό τυφώνα. Διότι θα μας περιμένει η επόμενη ημέρα της υπερχρέωσης και του υπερδανεισμού. Αφού ούτε σε περιβάλλον κρίσης το θρυλικό «λεφτόδενδρο» ανθίζει.