Περί αυτοδικίας

Περί αυτοδικίας

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Η αυτοδικία, το λιντσάρισμα, η απόδοση μιας φρικώδους ψευδο-δικαιοσύνης είτε από τον όχλο, είτε από αστυνομικούς και δεσμοφύλακες, είτε από συγκρατουμένους τροφίμων σε φυλακές, είτε από συγγενείς θυμάτων, από ακροδεξιούς και ακροαριστερούς φασίστες, από «αγανακτισμένους πολίτες», από χούλιγκαν των γηπέδων, ή από ανθρώπους που ληστεύτηκαν, δεν είναι τωρινή υπόθεση, δεν είναι απότοκο καμίας κρίσης και δεν εγκαινιάστηκε ασφαλώς επί ΣΥΡΙΖΑ. Η μνήμη όλων μας είναι γεμάτη από ανάλογες υποθέσεις. Αν όχι, ένα απλό γκουγκλάρισμα αρκεί για να μας τη φρεσκάρει.

Από τον εικοσάχρονο εργάτη γης Φάνι Ναμπούλι, που, τον Απρίλιο του 1998, πήγε να κλέψει ένα καρπούζι από το μποστάνι του εξηντάχρονου τότε Θανάση Μάτου, για να πέσει νεκρός λίγα λεπτά μετά με μια σφαίρα στην πλάτη (ο αγροφύλακας δολοφόνος δεν μπήκε ούτε μια μέρα φυλακή, απροπό, παρά την ομολογία του και την καταδίκη του σε τρία χρόνια φυλάκιση — με αναστολή) μέχρι τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου προχθές (για να μείνουμε μόνο μέσα στα όρια μιας εικοσαετίας), υπήρξαν πάμπολλες περιπτώσεις που κάποιοι άλλοι, και όχι ο νόμος, επιχείρησαν να αποδώσουν «δικαιοσύνη», και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες με παρόμοια, κοινά χαρακτηριστικά. Είναι κάτι που γίνεται και που δεν μπορεί να αποτραπεί σε κοινωνίες που προχωρούν στο μέλλον έχοντας το κεφάλι γυρισμένο διαρκώς προς τα πίσω.

Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι «επιχειρήσεις αρετή» παραστρατιωτικών οργανώσεων τύπου Χρυσής Αυγής — η αυτοδικία, από μία απλή απάντηση σε βρισιά μέχρι μία βεντέτα, δεν λαμβάνει χώρα πάντα εν θερμώ, δεν έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Θυμίζουμε, για παράδειγμα, τον Παντελή Καζάκο, μέλος τής ΧΑ, που τον Οκτώβριο του 1999 σκότωσε κατά τη διάρκεια τριών καταδρομικών «αποστολών» του δύο ξένους και τραυμάτισε σοβαρά άλλους εφτά (τουλάχιστον ο ένας τους έμεινε ανάπηρος, καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο, για όλη του τη ζωή) με το πιστόλι του, γιατί, όπως είπε, «το κακό με τους αλλοδαπούς έχει παραγίνει».

Όσοι ζούμε ή έχουμε ζήσει στα Εξάρχεια, πάλι, ξέρουμε τι σημαίνει απόδοση δικαιοσύνης αλά Δικαστής Ντρεντ: μόλις δοθεί το σήμα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σηκώνονται από τις καρέκλες και τα παγκάκια όσοι πρέπει να σηκωθούν, φορούν τις μπαλακλάβες και κάνουν αυτό που κάνουν, χωρίς σχεδόν να πάρει μυρωδιά (ψέματα: χωρίς να θέλει να πάρει μυρωδιά) κανείς από τους θαμώνες της ιστορικής και το πάλαι ποτέ ωραίας πλατείας. Κανείς, πλην τού εκάστοτε θύματος. Του θύματος που μπορεί να είναι το λάθος βαποράκι, αυτός που πείραξε το τάδε κορίτσι, ένα μέλος της αντίπαλης κατάληψης ή όποιος διάολο θέλει — αυτές είναι λεπτομέρειες που δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει μόνο να βρουν τον στόχο τους τα κράνη: να ακουστεί το κρακ και το βογκητό.

Αυτοδικία όμως είναι και οι προπηλακισμοί και τα χτυπήματα σε πολιτικούς, δημοσιογράφους, επιστήμονες και διανοουμένους — και ηθική αυτουργία σε τέτοιες επιθέσεις επισύρει η παρότρυνση σε λιντσάρισμα («Λιντσάρετε τον Πάχτα», π.χ.), ή η ανάρτηση διευθύνσεων στο διαδίκτυο πιθανών στόχων είτε τρομοκρατών είτε «δυναμικών συμμάχων» του καθεστώτος (όπως έκανε τις προάλλες ο Πολάκης, επί παραδείγματι, και όπως είναι κοινός τόπος στις φαβέλες του Ρίο και στη Σικελία: «Ξέρουμε πού μένεις»). Αυτοδικία είναι και η καθύβριση και η τρομοκράτηση δημοσίων προσώπων εν μέση οδώ. Αυτοδικία είναι και οι επιθέσεις και οι μαφιόζικοι εκβιασμοί του Ρουβίκωνα. Ο κάθε παρανοϊκός vigilante της γειτονιάς, ο κάθε αυτόκλητος υπερασπιστής του δικού του δικαίου, ο κάθε Ρομπέν των Δασών που φορά κουκούλα τής Κου-Κλουξ-Κλαν είναι ένας κοσμηματοπώλης που πήρε τον νόμο (έναν φαντασιακό νόμο) στα χέρια του και πήρε το αίμα του πίσω.

Πάντα υπήρχαν τέτοιοι. Δεν τους γέννησε η κατάρρευση της Lehman Brothers, προς Θεού. Ούτε ο πόλεμος στη Συρία.

Όμως πράγματι έχει αλλάξει κάτι αυτά τα τελευταία τριάμισι χρόνια. Τι; Έχει αλλάξει το γεγονός ότι στην κυβέρνηση, και γύρω από την κυβέρνηση (φιλοκυβερνητικός Τύπος, καθηγητές, καλλιτέχνες κ.ά.), βρίσκονται άνθρωποι που επικροτούν τουλάχιστον κάποιες από τις παραπάνω επιθέσεις. Τις «καλές» εκδηλώσεις «αυτοάμυνας» και απόδοσης «δικαιοσύνης», ας πούμε. Την «υγιή αγανάκτηση». Το πανεπιστημιακό άσυλο (άσυλο σε πράξεις και όχι σε ιδέες). Τη βία των αντιπάλων της «άρχουσας τάξης». Την καλή, αριστερή, λαϊκιά, ανταποδοτική βία. Μια νέα, light ΟΠΛΑ. Άνθρωποι που την ασφάλεια τη λένε αστυνομοκρατία.

Λοιπόν, αυτό είναι που έχει αλλάξει. Και, σε συνδυασμό με τη μουντή καταιγίδα κατήφειας που δέρνει τη χώρα, αυτή την αίσθηση ανημπόριας και πικρίας που μας πνίγει όλους, αυτή την αίσθηση αδιεξόδου που μας έχει αρπάξει από τον λαιμό και που δεν μας αφήνει όχι μόνο να χαρούμε τις χαρές μας, μα ούτε καν να λυπηθούμε με τις λύπες μας όπως πρέπει — όλα αυτά σημαδεύουν το σώμα μας, σημαδεύουν το κοινωνικό σώμα, και εξαιτίας τους —ας το πάρουμε χαμπάρι— δεν κληροδοτούμε μόνο στη νέα γενιά μια φτωχή χώρα, αλλά και μια χώρα φοβισμένων, μια χώρα απελπισμένων και μια χώρα τρελών. Μια χώρα μεσαιωνική.

ΥΓ. Συλλυπητήρια στους οικείους και στους φίλους του άτυχου Ζακ.