Παναγία Δεξιά

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

«Μακάρι», διάβασα σε ένα διάλειμμα από τη δουλειά μου σερφάροντας, «τα όνειρά σου να ’ναι τόσο μεγάλα που να σε τρομάζουν». Ήταν μία από αυτές τις ευχές/παραινέσεις/συμβουλές που συνηθίζουν να κάνουν οι επιτυχημένοι συγγραφείς στα social media. Παλιά, τις έκαναν στην αλληλογραφία τους· όταν κάτι τούς έλεγε πως ίσως να ερχόταν μια μέρα που οι επιστολές τους αυτές θα δημοσιεύονταν σε σώμα, φρόντιζαν να φυτεύουν εδώ κι εκεί και μερικές φράσεις που, αποσπώμενες, θα μπορούσαν να μπουν σαν μότο σε ένα βιβλίο. Καμιά φορά το έκαναν, ή και το κάνουν ακόμα, και στα ίδια τους τα βιβλία αυτό, όταν ίσως η ιστορία τούς φαίνεται μερικώς ανεπαρκής.

Να κάνεις τόσο μεγάλα όνειρα, που να τρομάζεις… Ωραίο είναι πάντως. Και, βέβαια, όπως καθετί παρόμοιο, και καθετί τσάμπα, είναι ωραία άχρηστο: μια διακοσμητική πινελιά μέσα σε ένα δωμάτιο με κλειστά τα παράθυρα και σβηστό το φως — ποιος θα τη δει; Σαν να πεταλώνεις ένα άλογο χωρίς καρφιά, οι συμβουλές έχουν ασφαλώς γλύκα, και μια καλή πρόθεση από πίσω, αλλά δεν γεμίζουν το στόμα ή το στομάχι, δεν σε χορταίνουν ούτε σε μεθούν. Η ζωή μας, οπωσδήποτε, τις έχει ανάγκη κάτι τέτοιες διακοσμήσεις, αλλά όπως έχει ανάγκη οτιδήποτε καραμελωμένο: κανείς δεν ενθουσιάζεται με τα φτερά ενός παγονιού από τη δεύτερη φορά που θα τα δει και μετά.

Όμως εμένα μού έκανε ζωηρή εντύπωση αυτή η συγκεκριμένη φράση —εξ ου και την έβαλα σε ένα αρχείο που κρατώ με παρόμοιες, με άλλες τέτοιες ουρές και ξεκολλημένα φτερά παγονιών— για εκείνο το «να σε τρομάζουν», που το πήρα κυριολεκτικά και αποκομμένο από το υπόλοιπο, χωρίς εκείνα τα «όνειρα» από δίπλα. Μαζί με τα όνειρα σημαίνει «ανατριχιάζω», ανατριχιάζω από το μέγεθος της φιλοδοξίας μου δηλαδή· σημαίνει πιστεύω, και έχω κάθε δικαίωμα να πιστεύω, στον εαυτό μου και στο κοινό προνόμιο όλων των ανθρώπων να επιτύχουν. (Δεν υπάρχει, φυσικά, τέτοιο πράγμα, δεν υπάρχει κανένα κοινό προνόμιο, υπάρχουν μόνο προνομίες για τους λίγους, με άλλα λόγια δικαιώματα κατ’ εξαίρεσιν του κοινού νόμου). Αλλά σκέτο το «τρομάζω» σημαίνει απλώς τρομάζω. Κι έτσι, για να μην τα πολυλογώ, η φράση ακούστηκε στ’ αυτιά μου εντελώς διαφορετικά: «Πόσο κρίμα. Ό,τι και να κάνεις, στο τέλος θα αποτύχεις». Ή: «Μην είσαι κορόιδο, προστάτευσε τον εαυτό σου από τα μεγάλα λόγια». Ή: «Συμμαζέψου».

Αυτό το τελευταίο (έγραψα κι έσβησα κι άλλες εκδοχές πριν καθαρογράψω το παρόν σημείωμα), το «συμμαζέψου», μου φαίνεται πιο ταιριαστό. Και με εμάς πιο ταιριαστό, και με το περιβάλλον μας· αυτό που καθορίζει —και από το οποίο εξαρτώνται— τα όνειρά μας. Έτσι, εάν έπρεπε να δώσω εγώ μια τσάμπα συμβουλή, ένα τέτοιο πλουμιστό φτερό, θα έλεγα αντίθετα: «Αν πρέπει ντε και σώνει να ονειρευτείς, ονειρέψου πως ξύπνησες και αύριο, και πως τα κατάφερες να φτιάξεις καφέ. Για τα υπόλοιπα δεν μπορείς να ξέρεις. Και, μεταξύ μας τώρα, για τα υπόλοιπα οπωσδήποτε δεν μπορείς να ελπίζεις».

* * *

Ας αποκαλυφθεί η αλήθεια: μαζί με την καραμελωμένη συμβουλή που είδα σ’ αυτό το διάλειμμα από τη δουλειά μου («Μακάρι τα όνειρά σου να ’ναι τόσο μεγάλα που να σε τρομάζουν», τι μας λες…), διάβασα, συνεχίζοντας να σερφάρω, και για την περίπτωση μίας νεαράς πολιτευτού στη Θεσσαλονίκη, που με κάτι φλου ελληνικά μάς πληροφορεί ότι έμαθε, λέει, πως πάνε οι μετανάστες κάθε βράδυ σε ένα εκκλησάκι και, τσίκι-τσίκι, ξύνουν —λογικά όχι με τα νύχια, άρα μάλλον με σουγιάδες, καθώς δεν έχουν κλειδιά: ποια πόρτα ν’ ανοίξουν;— το πρόσωπο της Παναγίας από την εικόνα που έχει εκεί. Και πως είναι, λέει, ανάστατοι όλοι στην περιοχή γιατί οι άπιστοι, οι ιερόσυλοι, οι βάνδαλοι, μην έχοντας ιερό και όσιο, απεργάζονται κι άλλα τέτοια κακά για την πίστη μας εδώ που τους έφερε τύχη κακιά, και πως αύριο Κύριος οίδε τι άλλο θα τους περάσει από το μυαλό να κάνουν. Ας το κοιτάξει, λέει, η αστυνομία πριν να ’ναι αργά.

Ε, μ’ αυτά και μ’ αυτά, μού έμεινε και μένα ο τρόμος, τι άλλο να μου μείνει;

* * *

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν μπορώ να κάνω μεγαλύτερα όνειρα από το ότι θα ξυπνήσω και αύριο, και πως θα τα καταφέρω να φτιάξω καφέ. Για τα υπόλοιπα, δεν μπορώ να ξέρω. Και, μεταξύ μας τώρα, για τα υπόλοιπα οπωσδήποτε δεν μπορεί να ξέρει, δεν μπορεί να ελπίζει κανείς μας.