Πάγαινε… πάγαινε να μπλέξεις

Το διηγούμαι δίχως να αλλάξω ούτε κιχ. Ο κύριος, γνωστός μου όχι φίλος μου, με πήρε τηλέφωνο με φανερή αγωνία. «Η γυναίκα μου έχει κάνει χαρτιά για θέση με οκτάμηνη διάρκεια που προκηρύχθηκε στον τάδε οργανισμό του δημοσίου. Έχει όλα τα προσόντα, αλλά της λείπουν κάτι επιστημονικές δημοσιεύσεις. Δεν της λείπουν δηλαδή, έχει δημοσιεύσεις σε κάποιες ιστοσελίδες, αλλά αυτοί δεν τις αναγνωρίζουν, θέλουν σε επιστημονικό περιοδικό. Μπορείς να κάνεις κάτι;»

«Λυπάμαι, δε μπορώ» του απάντησα με τη μία. Δεν παριστάνω τον άγιο, αλλά μετά από 37 συναπτά έτη στο κουρμπέτι (1985 το πρώτο μου ένσημο), ξέρω πως όταν μπλέξεις σε τέτοιο κυκεώνα δεν ξεμπλέκεις εύκολα. Στο τέλος, ο «μεσολαβητής» κακιώνει με όλους, οπότε η ευθύς εξ αρχής άρνηση είναι η καλύτερη επιλογή. Πλην σε τούτο τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που δεν το βάζουν εύκολα κάτω.

«Μα δεν ζητώ ρουσφέτι, ούτε ευνοϊκή μεταχείριση. Αποκατάσταση δικαιοσύνης ζητώ. Να της αναγνωριστούν τα μόρια που δικαιούται και μετά ας κριθεί δίκαια μαζί με τους άλλους υποψήφιους. Τι διαφορά έχουν δηλαδή οι ιστοσελίδες από ένα επιστημονικό περιοδικό; Όχι πες μου.» Και τι να του έλεγα εγώ; Ότι άλλο είναι να εγκριθεί η δημοσίευση άρθρου σε ένα επιστημονικό περιοδικό κύρους και άλλο να το καταχωνιάσει κανείς σε μια τυχάρπαστη ιστοσελίδα γενικής ύλης, όπου ο καθένας γράφει ότι του καπνίσει; Αφού ο άνθρωπος είχε διαμορφωμένη δικανική πεποίθηση επί του θέματος.

«Μην με μπερδεύεις» επέμεινα. «Έλα ρε, τόσους υπουργούς ξέρεις» συνέχισε ακάθεκτος να με πιέζει. «Ναι, αλλά όταν εγώ ζητήσω ρουσφέτι από έναν υπουργό, αύριο που θα κάνει τη βλακεία και την μπουμπουνίσω στην τηλεόραση και στο σάιτ, θα με πάρει τηλέφωνο και θα μου πει ‘’εγώ σε εξυπηρέτησα, εσύ τώρα γιατί είσαι αχάριστος;'’. Οπότε να λείπει, σε παρακαλώ.» Ούτε αυτό τον πτόησε. «Όποιος δεν θέλει να βοηθήσει, βρίσκει χίλιες δικαιολογίες» μουρμούρισε.

Πήγα να απαλύνω λίγο το πράγμα, δεν ήθελα να τσακωθούμε. «Μα καλά, εσένα η γυναίκα σου δουλεύει εδώ και χρόνια. Θα αφήσει τώρα την εταιρεία της για να πάει ένα οκτάμηνο στο δημόσιο;» Είχε εύκολη τη λύση. «Ε άμα μπει ένα οκτάμηνο, θα βρούμε τρόπο να πάρει άλλο ένα συνεχόμενο, μετά κάποιον θα πιάσουμε, στα δικαστήρια θα πάμε, θα μονιμοποιηθεί.» Τόσο απλό ήταν στο μυαλό του.

Τέλος πάντων, του ξεκαθάρισα ότι εγώ δεν επρόκειτο να σηκώσω το τηλέφωνο για τέτοιο πράγμα. Δεν του έκανα κήρυγμα περί αξιοκρατίας ομολογώ, αλλά δεν ενέδωσα κιόλας στην «εξυπηρέτηση». Χολώθηκε για τα καλά, αναμενόμενο. Οπότε στο τέλος του τηλεφωνήματος, ήρθε και το εκ μέρους του κρεσέντο της συνομιλίας μας. «Διαβάζω ότι είχες και πρόταση να γίνεις βουλευτής. Άντε λοιπόν, πάγαινε… πάγαινε να μπλέξεις με τα σκατά της πολιτικής».