Όσα αντέχουμε θυμόμαστε και μακάρι να αντέχουμε να θυμόμαστε ώσπου να λείψουμε

Όσα αντέχουμε θυμόμαστε και μακάρι να αντέχουμε να θυμόμαστε ώσπου να λείψουμε

Του χρωστάμε πολλά. Το περιοδικό Εμβόλιμον που εκδίδει από το 1988 στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, τις ποιητικές ανθολογίες των άλλων, διότι αυτό κάνει μια ζωή, καίτοι ο ίδιος ποιητής και μάλιστα σπουδαίος, δίνει χώρο στους άλλους, το βιβλίο «Δίστομο - 10 Ιουνίου 1944 το ολοκαύτωμα, εκδ. Βιβλιοπωλείο "Σύγχρονη Έκφραση", 2010», έργο το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο 2011 στην κατηγορία Χρονικό–Μαρτυρία. Και διασώζει τις μνήμες. Διότι ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης θυμάται, δεν γίνεται να μη θυμάται και με τη Μνήμη κάνει λογοτεχνία και ποίηση και ό,τι κάνει.

Το τελευταίο του βιβλίο «Δίφορη μνήμη» που προσφάτως κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις και στέκεται ανάμεσα στην ποιητική πρόζα, ενώνοντας την μικροϊστορία με την μακροϊστορία και είναι κάτι ανάμεσα με αυτοβιογραφία, μαρτυρία και ντοκουμέντο, ο συγγραφέας διασώζει την γενέθλια Δεσφίνα για να διασωθεί. Παραδίδοντάς μας ένα συναξάρι από το Φως των απλώς ανθρώπων που ο καθένας μας θα έχει συναντήσει στη δική του Δεσφίνα και ας φροντίσει να πράξει αναλόγως.

Για τη μνήμη θα πούμε, που πονά, γι’ αυτό και είναι επιλεκτική αλλά μήπως αυτό δεν είμαστε; μνήμη; «Το παρελθόν ποτέ δεν είναι τετελεσμένο, αφού ενυπάρχει ως μνήμη, ως βιωμένη πράξη μέσα μας. Άλλωστε μη ξεχνούμε τον τετελεσμένο μέλλοντα της γραμματικής, ο οποίος δεν είναι καν συντελεσμένος, αλλά το δηλούμενο στο ρήμα μέλλεται να συντελεστεί σε μελλοντικό χρόνο». Θα μας πει ο ποιητής.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

-Κύριε Θεοχάρη, είμαστε ό,τι θυμόμαστε;

Ένας στίχος μου στη συλλογή «Από μνήμης» (Μελάνι 2010) λέει: Ό,τι θυμάμαι είμαι / ή μήπως μετατρέπονται τα όνειρα σε μνήμη;. Το έβαλε moto στην αυτοβιογραφία του ο Ντίνος Κατσουρίδης (Αναζητώντας τον Κ, Γαβριηλίδης 2012), συνεπώς ναι, πολλές φορές η μνήμη είναι μια επινόηση.

-Αν είχαμε γεννηθεί αλλού, από άλλους γονείς, με άλλες αναμνήσεις, θα είχαμε άλλον χαρακτήρα, άλλη στάση ζωής τελικά;

Η καταγωγική μας αφετηρία, με ό,τι από την επαφή μας με την καθημερινότητα του τόπου που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, διαμορφώνει τον ενήλικα εαυτό μας καθοριστικά, πολλές φορές. Η μνήμη της γονεϊκής συμπεριφοράς λειτουργεί, συχνά, ως πρότυπο και διαμορφώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου, όπως και οι συμπεριφορές των φίλων, των γειτόνων, των δασκάλων αργότερα. Οι αναμνήσεις, οι μνήμες, λειτουργούν στην ψυχή μας άλλοτε ως ευλογία κι άλλοτε ως τυραννία, αλλά δεν πιστεύω ότι επηρεάζουν καίρια τη στάση ζωής μας.

-Η μνήμη είναι ή δεν είναι επιλεκτική;

Είναι επιλεκτική η μνήμη. Άλλες φορές γιατί σπρώχνονται οι ενθυμήσεις γεγονότων που μας πόνεσαν στην αθέατη μεριά κι άλλες γιατί χρειάζεται ένα τωρινό ερέθισμα ώστε να τις ανασύρουμε από το βάθος του μνημονικού εναποθετηρίου.

-Οι πρώτες εικόνες, οι πρώτες γεύσεις, οι πρώτες μυρωδιές, τα πρώτα ακούσματα που έχετε και πάντα θα σημαίνουν Δεσφίνα, για σας, κύριε Θεοχάρη;

Το φυσικό τοπίο του χωριού που γεννήθηκα είναι πανέμορφο. Χτισμένο στη βάση ενός λόφου, του Προφήτη–Ηλία, προσανατολισμένο δυτικά «βλέπει» απέναντί του τις κορυφές της Γκιώνας και βόρεια τον όγκο του Παρνασσού. Αμπέλια και λιόφυτα και παλιότερα, στα παιδικά μου χρόνια, σιτάρια, κριθάρια, ρεβίθια, λαθούρια, κουκιά. Και συκιές πολλές που επιβιώνουν ακόμα κι αμυγδαλιές κι αχλαδιές.

Και πεύκα και πολλά, πολλά κυπαρίσσια σε συστοιχίες στα όρια των χωραφιών για να κόβουν το βοριά ή και για να δίνουν ξυλεία για τα σπίτια. Το τοπίο με τα κυπαρίσσια αν κάποιος τα δει και δεν γνωρίζει μπορεί να υποθέσει ότι σε τούτο το χωριό γεννήθηκε ο μεγάλος ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς κι αυτές οι εικόνες του φυσικού τοπίου πλούτισαν την παιδική του μνήμη.

Και ακόμη πάμπολλα ξωκλήσια και προσκυνητάρια. Λίγο πάνω από τα τελευταία σπίτια στον λόφο του Προφήτη-Ηλία αντικρίζει κανείς τον Κορινθιακό κι αν φτάσει στη δυτική άκρη του χωριού θα δει την Ιτέα, το Γαλαξίδι και τη βόρεια ακτή της Πελοποννήσου. Αν περπατήσει προς βορά θα φανούν οι Δελφοί και η Αράχωβα.

Δεν ζω στο χωριό από τα 12 μου χρόνια, έφυγα για εγκύκλιες σπουδές στην Άμφισσα κι ύστερα έζησα στην Αντίκυρα της Βοιωτίας και τώρα, εδώ και δεκαετίες, στα Άσπρα Σπίτια της Παραλίας Διστόμου. Όμως συχνά-πυκνά ανεβαίνω με το αυτοκίνητο στο χωριό κι αφήνομαι, περπατώντας στο χώρο, σε μια λειτουργία μέθεξης στα χρώματα, τ’ αρώματα, τους ήχους που πλούτισαν την παιδική μου ψυχή.

Οι κόρες μου κάποιες φορές μου ζητούν να τους μιλώ Δεσφινιώτικα, και το κάνω με ευχαρίστηση. Είναι μεγάλα τα πάθη των φωνηέντων και ο άκρατος τσιτακισμός στο ιδιόλεκτο του χωριού μου κι έχουν οι λέξεις στην εκφορά τους μια μουσικότητα ιδιαίτερη.

-Το παρελθόν, εν τέλει, πιστεύετε, ότι είναι χρόνος τετελεσμένος; Ή ότι μετακινείται κι αυτός μαζί με τη μνήμη μας; Όσα αντέχουμε θυμόμαστε;

Όσα αντέχουμε θυμόμαστε και μακάρι να αντέχουμε να θυμόμαστε ώσπου να λείψουμε. Μα το παρελθόν ποτέ δεν είναι τετελεσμένο, αφού ενυπάρχει ως μνήμη, ως βιωμένη πράξη μέσα μας. Άλλωστε μη ξεχνούμε τον τετελεσμένο μέλλοντα της γραμματικής, ο οποίος δεν είναι καν συντελεσμένος, αλλά το δηλούμενο στο ρήμα μέλλεται να συντελεστεί σε μελλοντικό χρόνο.

-Ζούμε και κάνουμε ποίηση και λογοτεχνία με τις μνήμες μας;

Υποθέτω ότι πολλοί της Συντεχνίας αξιοποιούν τη μνήμη ως υλικό έμπνευσης και γραφής. Σ’ ό,τι με αφορά εκείνο το Ομηρικό «Μήνιν άοιδε» το έχω μετατρέψει σε «Μνήμην άοιδε», αφού τη μνήμη τραγουδώ διαχρονικά. Δύο ποιητικά μου βιβλία έχουν τη μνήμη ως ψίχα τους: «Ενθύμιον» (Καστανιώτης 2004) και «Από μνήμης» (Μελάνι 2010), αλλά μήπως και το βιβλίο μου ιστορικής έρευνας «Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 – το Ολοκαύτωμα» (Σύγχρονη Έκφραση 2010) με τη μνήμη των νεκρών της Σφαγής δεν έχει να κάνει;

-Πόσο χρονών φύγατε από την Δεσφίνα; Η Δεσφίνα υπάρχει και στο υπόλοιπο έργο σας; Έχω την εντύπωση ότι παντού συναντάμε την μικροϊστορία με την μακροϊστορία. Όπως και την ποίηση στον πεζό λόγο.

Όπως σας είπα πιο πριν έφυγα από τη Δεσφίνα το 1963 στα 12 χρόνια μου και δεν ξαναγύρισα να μείνω. Το πατρικό σπίτι το πουλήσαμε στον γείτονα το 1965 κι η οικογένεια κατέβηκε στην Αντίκυρα της Βοιωτίας. Είναι αλήθεια ότι το χωριό μου διατρέχει όλη μου την ποιητική κατάθεση, όπως και σύμπλεξη της μικροϊστορίας των ανθρώπων με την μακροϊστορία. Ας σημειωθεί ότι στον Εμφύλιο υπήρξαν μεγάλες εντάσεις στο χωριό, όπως άλλωστε και σε πολλά μέρη της ελληνικής επαρχίας. Ωστόσο κι αν έφυγα από τη Δεσφίνα, εκείνη μ’ ακολουθούσε μέσ’ από τις μνήμες των γονιών μου και των συγγενών.

-Κύριε Θεοχάρη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Γράφω παντού και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Μεγάλο μέρος της ποιητικής μου παραγωγής έχει προκύψει στο χώρο και την ώρα της επαγγελματικής μου ενασχόλησης.

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Μου αρκεί μια εικόνα για να λειτουργήσει η έμπνευση ή και μια αρχική φράση από ένα άκουσμα, μια αφήγηση ψυχικής κατάστασης άλλου ή και από την ανάγνωση ενός βιβλίου.

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Το βιβλίο για τη Σφαγή στο Δίστομο, θα έλεγα, που συγκέντρωνα έτσι από παρόρμηση υλικό για πάνω από 15 χρόνια και στοιβάζονταν χαρτιά που σε κάποια στιγμή λες και ζήτησαν να τα κάνω κάτι να τα δώσω στην ανάγνωση.

Επίσης η «Δίφορη μνήμη» προέκυψε ως επιθυμία και στανική προτροπή της Μάρως Δούκα που είχε ακούσει να της αφηγούμαι ιστορίες της Δεσφίνας και με παρότρυνε να τις βάλω σε ένα βιβλίο. Δικαιωματικά, λοιπόν, της το έχω αφιερώσει.

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Ας θεωρήσουμε συγγραφική μου εμμονή την συχνή επιστροφή στη μνήμη. Επανέρχομαι, συχνά, στην αναμνημόνευση των νεκρών μου προσπαθώντας να εννοήσω τον θάνατο και την τραγικότητα της παρουσίας του, την καταστροφική επενέργειά του στο δώρο της ζωής. Οι τεχνικές μου είναι αυτές της ελευθερόστιχης ποίησης και της ποιητικής πρόζας, καταφεύγοντας όμως πολλές φορές και στον παλιό ρυθμό της μετρικής.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Να συγκλονίζει την ύπαρξή μου. Να με συγκινεί έως βάθους υπάρξεως.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Να είναι αυθεντικός χαρακτήρας. Η υπόστασή του, η πράξη του, να φέρουν σπερματικά χαρακτηριστικά της ποίησης που θα μου εμπνεύσουν να τον/την ιστορήσω.

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Ο αρτιμελής εαυτός μου, σε όνειρο, ενώ ήμουν σε ημιπαράλυτη κατάσταση, και μπήκε στο ποίημα με τίτλο Ένας αγνωστικιστής ονειρεύεται.

Το ίδιο κι ο «Βαγγέλης της Γιώργαινας» και ο ίδιος ο Άγγελος Σικελιανός, και πάλι σε όνειρο ξημερώματα Μ. Σαββάτου και μπήκαν κι οι δύο στο ποίημα Στου Όσιου Λουκά το Μοναστήρι 73 χρόνια αργότερα.