Ορατά και αόρατα προβλήματα της Δικαιοσύνης

Ορατά και αόρατα προβλήματα της Δικαιοσύνης

Η διερεύνηση της σκευωρίας Novartis και οι συνομιλίες Παππά-Μιωνή έφεραν στην επιφάνεια την κορυφή μόνον του παγόβουνου των προβλημάτων της Δικαιοσύνης. Παρά τη μεγάλη σημασία τους, η δημόσια συζήτηση για τα προβλήματα της Δικαιοσύνης είναι αντιστρόφως ανάλογα μικρή και τα πραγματικά της προβλήματα παραμένουν άγνωστα.

Η ίδια η μη συζήτηση για την Δικαιοσύνη αναδεικνύει ως πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα τον ίδιο τον ανύπαρκτο δημόσιο λόγο περί αυτήν. Μείζων συνέπεια του ανύπαρκτου δημόσιου λόγου είναι ότι η Δικαιοσύνη έχει συνηθίσει να λειτουργεί ως κλειστό κονκλάβιο, επικαλούμενη μάλιστα προς τούτο την προστασία δήθεν της ανεξαρτησίας της. Όμως, αυτό προκαλεί ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα: Η Δικαιοσύνη λειτουργεί έτσι μόνον έναντι της κοινωνίας και όχι έναντι των κυβερνήσεων. Με πρώτο και κύριο τον ορισμό των προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων Δικαστηρίων, οι κυβερνήσεις επιδρούν ποικίλως στη Δικαιοσύνη, χωρίς η επιρροή τους να εξισορροπείται από την αναγκαία θεσμικά κοινωνική λογοδοσία.

Έναντι της κοινωνίας, οι δικαστές περιορίζονται σε μια ηθική αυτοαναφορικότητα, φαντασιωνόμενοι ότι η ιδιότητά τους και μόνον αρκεί για να τους προσδώσει την ηθική επάρκεια που αναμένεται από αυτούς. Οι δικαστές όμως, είτε ατομικά είτε ως συλλογικός μικρόκοσμος, δεν είναι ηθικότεροι από την υπόλοιπη κοινωνία. Απαιτούν απλώς να τους αντιμετωπίζουμε ωσάν να είναι ηθικότεροι, το δε «κλειστό κονκλάβιο» νομιμοποιεί τέτοιες συμπεριφορές.

Σε μείζον πρόβλημα εξελίσσεται η ουσιαστική επάρκεια των δικαστών. Ενώ οι εξετάσεις εισαγωγής στη Σχολή Δικαστών είναι υπέρμετρα δύσκολες και οι επιτυχόντες είναι καλά καταρτισμένοι, η ποιότητα των εκδιδόμενων αποφάσεων επιδεινώνεται με δραματικούς ρυθμούς. Για δε την ταχύτητα έκδοσης αποφάσεων ας μην γίνει καν λόγος.

Η ίδια η Σχολή Δικαστών αποτελεί πραγματικό καρκίνωμα, αφού αντί να καταρτίζει ουσιαστικά και ηθικά τους νέους δικαστές, αντιθέτως, αναπαράγει και μεγιστοποιεί προϋπάρχοντα ελαττώματα. Προσωπική μαρτυρία του γράφοντος από τη μονοετή θητεία μου ως καθηγητή στη Σχολή Δικαστών αποτελεί η ερώτηση σπουδαστή, ως προς το ποια ήταν η γνώμη μου για την παρότρυνση δικαστή-καθηγητή της Σχολής να μην πολυασχολούνται με δύσκολα θέματα και να βγάζουν αποφάσεις «στα γρήγορα». Ενώ δικαστές με τέτοιες αντιλήψεις δεν θα έπρεπε καν να παραμένουν δικαστές, όχι μόνον παραμένουν αλλά διδάσκουν τις αντιλήψεις τους και στους νεώτερους.

Σε αυτά προστίθεται ένας δικαστικός συνδικαλισμός, ο πρόσφατος δημόσιος εξευτελισμός του οποίου για τη διαμάχη σχετικά με τη διοίκηση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων είναι χαρακτηριστικός. Η ίδια η ύπαρξη δικαστικού συνδικαλισμού με την κυριολεκτική έννοια, δηλαδή με «αιτήματα» και «διεκδικήσεις», βρίσκεται πολύ μακριά ως νοοτροπία από τις επιστημονικού χαρακτήρα ενώσεις δικαστών άλλων χωρών και αποτελεί την καλύτερη απόδειξη περί της μη ανεξαρτησίας της ελληνικής Δικαιοσύνης: Όποιος έχει «αιτήματα» σημαίνει ότι τα διαπραγματεύεται (πώς;) και κάποιος «ιεραρχικά ανώτερος» τα ικανοποιεί. Όσο οξύμωρο θα ήταν να υπάρχει συνδικαλιστική «Ένωση Βουλευτών» ή «Ένωση Υπουργών», τόσο οξύμωρο είναι να υπάρχει συνδικαλιστική «Ένωση Δικαστών».

Τα όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας σχετικά με την Εισαγγελία Διαφθοράς – και για τα οποία πρέπει να γνωρίζει ο μη νομικός αναγνώστης ότι δεν είναι καν τα μεγάλα προβλήματα του συγκεκριμένου, υπέρμετρα προβληματικού θεσμού – αναδεικνύουν το μείζον πρόβλημα ότι τέτοιες συμπεριφορές, ούσες καθόλα ανεκτές στο χώρο της Δικαιοσύνης, δεν υπάρχει ορατός τρόπος να ελεγχθούν και να αποβληθούν από τον χώρο.

Ας μην έχει δε κανείς την ψευδαίσθηση ότι οι δικαστές λειτουργούν με κομματικά κριτήρια. Μακάρι να λειτουργούσαν έστω με κομματικά κριτήρια – τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση θα πίστευαν σε κάτι πέρα από τους εαυτούς τους. Οι φατριασμοί μέσα στη Δικαιοσύνη, ενώ είναι υπαρκτοί, είναι ένα διαρκές μυστήριο για τους εκτός νυμφώνος το πώς διαμορφώνονται και το πώς ακριβώς επιδρούν στην απονομή της Δικαιοσύνης.

Η μεγάλη πλειονότητα των δικαστών κατά βάθος ενδιαφέρεται μόνον για την καριέρα τους και για αυτή όχι πάντοτε ενεργητικά (να προοδεύσει δηλαδή υπηρεσιακά), αλλά κυρίως παθητικά. Να μην τους ενοχλήσει κανείς δηλαδή από την απέραντη μακαριότητα στην οποία έχουν συνηθίσει να διαβούν, προστατευμένοι από οποιαδήποτε κριτική, διεκδικώντας όχι το δικαίωμα στο «αλάθητο», αλλά ένα πολύ χειρότερο: Το δικαίωμα να μην λογοδοτούν σε κανέναν ακόμη και για την χειρότερη απόφαση που θα εκδώσουν. Το δικαίωμα να μην ενδιαφέρονται καν για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Το δικαίωμα να εισπράττουν τον υψηλό μισθό τους χωρίς κανένας να τους υποχρεώνει να απονείμουν πραγματικά Δικαιοσύνη.

Χαρακτηριστική είναι η διαχρονική άρνηση των δικαστών να μαγνητοφωνούνται τα πρακτικά στις ποινικές δίκες, όπου η έντονη προφορικότητα της διαδικασίας επιτρέπει εξίσου έντονο βαθμό αυθαιρεσίας. Η μαγνητοφώνηση αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε δυνατότητα κριτικής της μιας ή της άλλης στάσης. Σε δυνατότητα ουσιαστικής αξιολόγησης του τρόπου με τον οποίο παράγεται το δικαστικό έργο.

Ασφαλώς δεν είναι όλοι οι δικαστές κακοί, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία: Οι ανεπαρκείς ηθικά και ουσιαστικά δικαστές έχουν ξεπεράσει το κρίσιμο εκείνο μέγεθος το οποίο καθορίζει συνολικά την ποιότητα του χώρου τους. Η Δικαιοσύνη δηλαδή αποτελείται πια κυρίως από ανεπαρκείς και λιγότερο από επαρκείς δικαστές. Κάποτε οι λιγότεροι ανεπαρκείς χάνονταν ανάμεσα στους περισσότερους επαρκείς. Σήμερα συμβαίνει το αντίστροφο.

Είναι ενθαρρυντικό ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Παναγιώτης Πικραμμένος, διατύπωσε πρόσφατα προτάσεις που κινούνται ακριβώς στην κατεύθυνση να σπάσει η νοοτροπία κλειστού κονκλαβίου: Ουσιαστική αξιολόγηση των δικαστών πριν από τη μονιμοποίησή τους, κατάργηση της επετηρίδας, δικαστές επί θητεία από ‘πολύπειρους’ καθηγητές ΑΕΙ ‘ή και δικηγόρους’. 

Ωστόσο η ριζοσπαστικότητα των προτάσεων του κυρίου Πικραμμένου κινδυνεύει να μείνει μόνον στη θεωρία, εάν δεν τεθούν προηγουμένως δημοσίως τα πραγματικά, μη συζητώμενα σήμερα ανοικτά προβλήματα.

Κυρίως, θα πρέπει να τεθεί ως μείζων παράμετρος η ηθική ανεπάρκεια όχι μόνον της ίδιας της Δικαιοσύνης, αλλά της σημερινής κοινωνίας ως συνόλου. Διότι καλή μεν ακούγεται επί της αρχής η ιδέα των δικαστών επί θητεία. Ποια θα είναι όμως η διαδικασία επιλογής; Ποιος διασφαλίζει ότι δεν θα γίνουν δικαστές επί θητεία, αντί για τους καλύτερους, οι χειρότεροι μεταξύ των καθηγητών και των δικηγόρων; Αλλά και ποιος διασφαλίζει ότι οι τακτικοί δικαστές δεν θα κάνουν ό,τι μπορούν για να δυσφημήσουν μια τέτοια πρωτοβουλία από την οποία κινδυνεύει σοβαρά το ανεξέλεγκτο ραχατιλίκι των περισσοτέρων από αυτούς και να την οδηγήσουν σε βραχυκύκλωμα;

Μερικές λιγότερο ριζοσπαστικές σκέψεις που θα ήταν άμεσα εφαρμόσιμες και δεν θα οδηγούσαν σε επαναστατικού χαρακτήρα αντιδράσεις από τους σημερινούς τακτικούς δικαστές, είναι οι ακόλουθες:

α) Αύξηση του κατώτατου ορίου ηλικίας στη Σχολή Δικαστών από τα 28 έτη στα 38 έτη. Οι νέοι δικαστές θα αναγκάζονται να γευθούν την πραγματική ζωή προτού να γίνουν δικαστές, να εργαστούν και να αποκτήσουν κοινωνική εμπειρία που σήμερα ουδόλως έχουν. Ο τυπικός σημερινός νέος δικαστής, τελειώνει το μεταπτυχιακό του 24-25 χρονών και μετά από σύντομη, διστακτική πελαγοδρόμηση στη δικηγορία, ξεκινάει διάβασμα για την εισαγωγή στη Σχολή Δικαστών έχοντας ελάχιστη ή μηδενική επαφή με τα πραγματικά νομικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Η αύξηση του ορίου ηλικίας θα μειώσει καταλυτικά και τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία.

β) Απεξάρτηση της Σχολής Δικαστών από τους δικαστές των ανωτάτων δικαστηρίων, η καταλυτική παρουσία των οποίων δημιουργεί συνθήκες υποταγής των νέων δικαστών στα ανώτατα δικαστήρια. Ο δικαστής των κατωτέρων δικαστηρίων θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος πρωτίστως έναντι των ανώτατων δικαστών, οι οποίοι αποτελούν και τον ομφάλιο λώρο της αδιόρατης επιρροής της πολιτικής εξουσίας επί της Δικαιοσύνης. Τούτο βέβαια, χωρίς να παρασύρεται βέβαια από τον συνήθη για νέους δικαστές πειρασμό του δικαστικού ακτιβισμού. Καθηγητές και επικεφαλής στη Σχολή Δικαστών δεν πρέπει λοιπόν να είναι εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί, παρά μόνον συνταξιούχοι.

γ) Διορισμός νέων νομικών ως βοηθών των ανωτάτων δικαστών με μέγιστη θητεία τα δύο έτη, ώστε αφενός να βελτιωθεί η ποιότητα των αποφάσεων των ανωτάτων Δικαστηρίων (ιδίως του Αρείου Πάγου) και αφετέρου να αποφευχθεί, δια της χαμηλής διάρκειας της θητείας, η δημιουργία μιας νέου τύπου δημοσιοϋπαλληλοποιημένης κάστας στη Δικαιοσύνη. Συναφώς, κατάργηση του βαθμού του Εισηγητή στο Συμβούλιο της Επικρατείας και εισαγωγή απευθείας στο βαθμό του Παρέδρου, σε συνδυασμό με την ουσιώδη αύξηση του ορίου ηλικίας. Κάθε ανώτατος δικαστής να έχει τρεις προσωπικούς επί διετή θητεία βοηθούς νομικούς, που θα επιλέγει ελεύθερα ο ίδιος, για την υποβοήθηση της έρευνάς του.

δ) Αλλαγή του τρόπου επιθεώρησης των δικαστών, με κατάργηση της επιλογής των επιθεωρούμενων αποφάσεων από τους ίδιους τους επιθεωρούμενους και επιλογή των αποφάσεων από τους επιθεωρητές, μεταξύ άλλων και από όσες αποφάσεις θα ανεβάζει ηλεκτρονικά στο φάκελο του κάθε δικαστή προς το σκοπό αυτό με ανοικτή, ετήσια δημόσια πρόσκληση ο κάθε δικηγόρος χωρίς παρεμβολή των Δικηγορικών Συλλόγων.

Ας ξεκινήσουμε από τα παραπάνω, που δεν απαιτούν καμία συνταγματική αναθεώρηση. Τυχόν ριζοσπαστικότερες μεταβολές πρέπει να ωριμάσουν πρώτα στη συνείδηση της κοινωνίας.

* Ο κ. Γεώργιος Ι. Μάτσος είναι Δ.Ν., Δικηγόρος