Οίκος και Πόλις: Από την οικιακή στην πολιτική οικονομία

Οίκος και Πόλις: Από την οικιακή στην πολιτική οικονομία

Μία από τις σημαίνουσες αλλαγές που δρομολογήθηκε τον 8ο π.Χ. αιώνα, και ανακλάται στα Ομηρικά Έπη, είναι η μετάβαση από τον θεσμό του οίκου σ' αυτόν της πόλεως, η μετάβαση δηλαδή από την κλειστή κοινωνία δεσποτικού τύπου στην πρώιμη ανθρωποκεντρική κοινωνία. Θεμέλιο της ομηρικής κοινωνίας αποτελούσε ο οίκος, τον οποίο εξουσίαζε ο πατριάρχης– βασιλιάς.

Ο ομηρικός οίκος ήταν θεσμός ευρύτερος από την στενή, πυρηνική οικογένεια, διότι εκτός από τους εξ αίματος συγγενείς, περιελάμβανε όλα τα συνδεόμενα μ' αυτόν άτομα, που διαβιούσαν στον ίδιο οικιστικό χώρο, ελεύθερους και δούλους, ακόμη και ξένους που έρχονταν ως φίλοι. Συγκροτείτο στη βάση της ιδιοκτησίας γης, ζώων, κτηριακών εγκαταστάσεων και εν γένει εξοπλισμού. Αποτελούσε δηλαδή πρωταρχική οικονομική μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών. Η οικονομική αυτάρκεια ενός οίκου προσέδιδε φήμη και κύρος στον επικεφαλής του, αλλά και στα μέλη του, των γυναικών συμπεριλαμβανομένων.

Έτσι διακρίνουμε στον Όμηρο, τον φτωχικό οίκο-χοιροστάσιο του Εύμαιου, τον πλούσιο οίκο του Οδυσσέα, όπως και τον παραμυθένιο οίκο του Αλκίνοου. Η κομβική αλλαγή που συντελέστηκε στην εποχή του Ομήρου, ήταν η πρωτοανθρωποκεντρική υποστασιοποίηση αυτών των δεσποτικών οίκων σε πολεοτικές κοινωνίες. Οι πρώιμες ανθρωποκεντρικές πόλεις/κράτη διακρίνονταν για την οργάνωση της οικονομίας στη βάση της  γαιοκτησίας και της αγροτοκτηνοτροφίας.

Η σχέση ιδιοκτησίας, οικονομίας και ελευθερίας 

Όπως αριστοτεχνικά αναλύει και τεκμηριώνει ο Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης στο έργο του με τίτλο “Η δημοκρατία ως ελευθερία”, το διακύβευμα των κοινωνιών του ελληνικού κόσμου ανέκαθεν είχε ανθρωποκεντρικό πρόσημο και εστιαζόταν στη σχέση μεταξύ ιδιοκτησίας, οικονομίας και ελευθερίας. Στην μεταομηρική εποχή των 7ου & 6ου π.Χ. αιώνων, το κοινωνικό πρόταγμα χαρακτηρίστηκε από το αίτημα των φτωχών ακτημόνων για ισομοιρία και αναδασμό της μεγάλης γαιοκτησίας. Εξάλλου και η μεταρρύθμιση του Σόλωνα το 592 π.Χ., στόχευε καταρχήν να εγγυηθεί την ελευθερία, μέσω της ιδιοκτησίας, καθιστώντας την λιγότερο τρωτή έναντι της φιλαργυρίας και της απληστίας των πλουσίων ευγενών. Η σεισάχθεια, δηλαδή η απόσειση -όχι όμως η ολική διαγραφή- των χρεών, αφορούσε στην απαγόρευση δανεισμού με ενέχυρο το σώμα, στην απελευθέρωση των μικροκαλλιεργητών.

Πώς λοιπόν το ανθρωποκεντρικό πρόταγμα της ελευθερίας θα μεταφραζόταν σε οικονομικό και πολιτικό σύστημα; Εδώ, μας επισημαίνει ο Κοντογιώργης ότι η δημοκρατική αρχή στο πεδίο της οικονομίας απορρίπτει εξολοκλήρου την ταύτιση του οικονομικού συστήματος, τόσο με την ιδιωτική ιδιοκτησία, όπως πρεσβεύει ο φιλελευθερισμός, όσο και με την κρατική ιδιοκτησία, όπως αντιτείνει ο σοσιαλισμός. Κι αυτό διότι και οι δύο αυτές ιδεολογίες της νεωτερικότητας απέληξαν στον κατεξουσιασμό και στην εξάρτηση του ασθενέστερου από τον ισχυρότερο, άρα και στην εν τοις πράγμασι αναίρεση της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας. Ο στοχασμός του Κοντογιώργη εκκινεί από τη διάγνωση πως εκεί όπου το οικονομικό σύστημα ταυτίζεται με την ιδιοκτησία, η κοινωνία και η πολιτική δομούνται στη βάση του ανήκειν στον αφέντη της αφροασιατικής δεσποτείας ή στον μονάρχη της δυτικής απολυταρχίας ή εντέλει στον αστό ιδιώτη ή στο κράτος της νεωτερικότητας.

Συνεπώς, η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί στην αποδέσμευση του ατόμου από το οικονομικό σύστημα και στην μη εισέτι συμμετοχή του στην οικονομική διαδικασία. Όμως και πάλι ανακύπτει εκ νέου ζήτημα πώς θα εξασφαλιστεί η παραγωγική διαδικασία και η αναδιανομή του παραγομένου πλούτου. Ο στοχαστής εμφανίζεται κατηγορηματικός εν προκειμένω: με τον θεσμό της σχόλης και της πολιτικής εργασίας. Προς επίρρωση του ισχυρισμού του ανατρέχει στις απαρχές των θεσμών, ήδη από τα τέλη του 5ου με αρχές 4ου π.Χ. αιώνα, όταν οι ανερχόμενες εμποροβιοτεχνικές και θητικές τάξεις επιδίωξαν την υπέρβαση σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο δια της απαξίωσης της μισθωτής εργασίας. Το πάλαι ποτέ αίτημα των αγροτοκτηνοτροφικών στρωμάτων για αναδασμό της γης μετεξελίχτηκε σε αίτημα για απαλλαγή από την ώνια εργασία/δουλεία. Προϋπόθεση δηλαδή για το καλώς άρχειν της πόλεως ετέθη το καλώς σχολάζειν των πολιτών!

Στο απόγειο της ελληνικής δημοκρατίας κατά τη φάση της οικουμενικής κοσμόπολης ανέκυψε το ζήτημα του εκδημοκρατισμού του οικονομικού συστήματος, που μέχρι τότε παρέμενε ολιγαρχικό. Η νέα κοινωνική τάξη των εμπόρων και βιοτεχνών μαζί με τους θήτες των πόλεων, απέρριπταν πλέον την ώνια εργασία/δουλεία και προέκριναν την πολιτική εργασία. Εξ' ου και εισήγαγαν τον πολιτικό μισθό που εξασφάλιζε ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο στους πολίτες, ώστε αυτοί να είναι ελεύθεροι να ασχολούνται με τα κοινά της πόλης τους. Η ανάγκη λοιπόν αυτοκυβέρνησης των πολιτών γέννησε τις έννοιες αυτές, που συν τω χρόνω προσέλαβαν την ολοκληρωμένη εκδοχή τους εντός των βυζαντινών πόλεων/κοινών.

Η εταιρική οικονομία στο Βυζάντιο

Ο Κοντογιώργης δεν παραλείπει να ανατρέξει στις βυζαντινές πηγές για να μελετήσει την μακραίωνη εξέλιξη του θεσμού της εταιρικής οικονομίας εντός του Βυζαντίου. Στην μετακρατοκεντρική, οικουμενική φάση που διένυε η βυζαντινή κοσμοπολιτεία, η κοινωνία οργανώθηκε στη βάση των συντεχνιών ή συντροφιών, όπου ο φορέας της εργασίας συμβαλλόταν ως εταίρος του οικονομικού συστήματος, συμμετέχοντας στα κέρδη και στις ζημίες της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή η ριζική αλλαγή του οικονομικού μοντέλου συνοδεύτηκε από την οριστική κατάργηση της ώνιας εργασίας/δουλείας, με πολιτικό αντίκτυπο στην δημοκρατική οργάνωση της βυζαντινής Κοσμόπολης. Εκεί οι βυζαντινοί ανέπτυσσαν πλήρη πολιτειότητα, όντες ταυτόχρονα πολίτες των κοινών και της μητρόπολης, δηλαδή κοσμοπολίτες, βιώνοντας την πεμπτουσία της πολιτικής αγοράς.

Πολιτική αγορά και δυτική νεωτερικότητα

Στις μέρες μας η έννοια της πολιτικής αγοράς ως ταυτολογικό γινόμενο του συνολικού κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, παραμένει άγνωστη και απρόσιτη. Κι αυτό διότι μόλις πριν δύο αιώνες, το νομικό πρόσωπο του νεωτερικού Κράτους υποκατέστησε το φυσικό πρόσωπο του ανατολικού αφέντη ή δυτικού φεουδάρχη, του δεσποτικού κοσμοσυστήματος. Επί της καταστατικής αρχής όμως, τα νεωτερικά κράτη παρέμειναν εξόχως ολιγαρχικά, διατηρώντας την ιδιοκτησιακή και κατεξουσιαστική σχέση στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα.

Σ' αυτό το κομβικό σημείο εντοπίζει ο Κοντογιώργης την πολιτειακή ομοιότητα των νεωτερικών κρατών με την προΣολώνεια εποχή της μονοσήμαντης ατομικής ελευθερίας, της μισθωτής εργασίας, που ήταν προαντιπροσωπευτική και κυριολεκτικά εκλόγιμη μοναρχία, η οποία αγνοούσε την κοινωνική και πολιτική ελευθερία. Υπό ο πρίσμα αυτό απείχε πλήρως της δημοκρατίας και καθολικής ελευθερίας.

Εξ' ου και ορίζεται, όπως η εποχή μας, ως πρώιμη ανθρωποκεντρική. Το γεγονός της πρωτοανθρωποκεντρικής υποστασιοποίησης των νεωτερικών κοινωνιών δεν αναιρείται ούτε από τη στιγμιαία συμμετοχή των πολιτών-υπηκόων στην εκλογική διαδικασία, ούτε από τη συμμετοχή τους σε διάφορες ομάδες πίεσης ή συμφερόντων, που ευδοκιμούν εντός της διαμεσολαβημένης κοινωνίας. Τούτο άλλωστε συνέβαινε και στην προσολώνεια εποχή. Η συναίνεση των πολιτών στην ετερονομία του πολιτικού συστήματος, υπό τη μορφή της εκλογικής ψήφου, σχετίζεται με τη νομιμοποίηση του συστήματος, χωρίς καθόλου να θίγει την απολυταρχική φύση του. Η υφιστάμενη διχοστασία κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής δεν καταργείται από τη στιγμιαία παρουσία της διαμεσολαβημένης κοινωνίας (των ομάδων συμφερόντων) σε ρόλο νομιμοποιητικού επιδιαιτητή μεταξύ περισσοτέρων εκλεκτών του συστήματος.

Φιλελευθερισμός και Σοσιαλισμός

Για τον Κοντογιώργη, ανέκαθεν το ζητούμενο στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι ήταν η ομόλογη ελευθερία δια της θεσμικής συγκρότησης της κοινωνίας σε φορέα της πολιτικής, ενοίς και της οικονομίας. Ούτε ο κλασικός φιλελευθερισμός, ούτε ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατάφεραν να υλοποιήσουν το πρόταγμα της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας, άλλως της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η πρωτοανθρωποκεντρική φάση που διέρχεται η νεωτερική εποχή μας δεν επιτρέπει καμία τέτοια εξέλιξη, καθώς δεν φαίνεται να ενδιαφέρει κανέναν η αυτονόμηση του οικονομικοπολιτικού συστήματος από την ιδιοκτησία. Η αποϊδιοποίηση κράτους-συστήματος δεν εντάσσεται στο κοινωνικό πρόταγμα της νεωτερικότητας.

Εν κατακλείδι, το δημοκρατικό ιδεώδες, να ζει ο άνθρωπος με καθολική ελευθερία ως κοινωνικοπολιτικό ον, και όχι ως υπήκοος, υπό την εξουσία και για λογαριασμό τρίτου τινός, κείται εκτός της νεωτερικής σκέψης. Στην αντίληψη του νεωτερικού ανθρώπου, η συνάντηση της κοινωνίας με την οικονομία διέρχεται μονοσήμαντα μέσα από την αγορά, η οποία πλέον έχει υπερκεράσει τις κρατικές δομές κι έχει διεθνοποιηθεί. Αυτός είναι ο λόγος που έχει πάψει η κοινωνία να συναντά την πολιτική αφού έχουν διαρραγεί οι μεταξύ τους διαμεσολαβητικοί θεσμοί.  Οι δυτικές κοινωνίες έχουν ερμητικά εγκιβωτιστεί σε ρόλο ιδιώτη και παρακολουθούν τα τεκταινόμενα ερήμην τους. Ο Κοντογιώργης κρούει τον κώδωνα της συλλογικής αφύπνισης: δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τον νεωτερικό άνθρωπο απ' αυτόν που διδάσκει το ελληνικό κοσμοσύστημα, της ανθρωποκεντρικής δηλαδή υποστασιοποίησης των κοινωνιών με όρους καθολικής ελευθερίας και δημοκρατίας.        

* H Ευαγγελία Κοζυράκη είναι Δικηγόρος Αθηνών, ειδική  επιστήμων του Συνηγόρου του Καταναλωτή και τ. Νομική σύμβουλος ΥΠΕΘΑ.