Ο Πούτιν έχασε ένα μαχητικό, κέρδισε τη Συρία
Kώστας Υφαντής

Ο Πούτιν έχασε ένα μαχητικό, κέρδισε τη Συρία

Η συζήτηση για την δυναμική και το περιεχόμενο της ρωσο-τουρκικής σχέσης είναι τόσο παλιά όσο και η νεότερη ιστορία της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Και πάντοτε ο κρίσιμος παράγοντας ήταν η πολιτική στόχευση της Μόσχας και η δυνατότητα στρατηγικής εμπλοκής.

Η Τουρκία ποτέ δεν είχε ουσιαστικές δυνατότητες να επηρεάζει αυτόνομα τις συνθήκες της ρωσικής παρουσίας, παρά μόνο ως κράτος - μέλος του ΝΑΤΟ. Ήταν οι αμερικανικές στρατηγικές προτεραιότητες και ανάγκες που έθεταν τα όρια της ρωσικής εμπλοκής. 

Εν πολλοίς αυτή παραμένει και η σημερινή πραγματικότητα. Η σχετική αμερικανική αποστασιοποίηση από την περιοχή στην διάρκεια της Προεδρίας Ομπάμα αλλά και η επιλεκτική «συναλλακτική» στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ – και οι δύο αντίθετοι στην γεωστρατηγική υπερέκταση των ΗΠΑ, από διαφορετικές όμως ιδεολογικές αφετηρίες – έδωσε την ευκαιρία στην Μόσχα να επανακάμψει στην περιοχή με όρους ευνοϊκούς και σε μία χώρα – την Συρία - το καθεστώς της οποίας ήταν παραδοσιακά το πιο σημαντικό ρωσικό προγεφύρωμα, μετά την «απώλεια» της Αιγύπτου το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970. 

Έκτοτε οι τουρκικές περιφερειακές φιλοδοξίες έχουν καταστεί «όμηρος» των ρωσικών επιδιώξεων. Η Τουρκία χρειάζεται την ρωσική συνεργασία ή/και ανοχή για να κατοχυρώσει το ελάχιστο των συμφερόντων της και η Μόσχα εκμεταλλεύεται με υπομονή και στρατηγική ευφυία την Τουρκική «αγωνία». Η Μόσχα χωρίς ποτέ να ανεβάζει τις προσδοκίες της Άγκυρας, ούτε να οξύνει τους τόνους στις διαφωνίες, ούτε να προκαλεί τις ΗΠΑ και την Δύση, αυξάνει σταθερά την τουρκική εξάρτηση από τις διαθέσεις της. 

Η κατάρριψη από την τουρκική αεροπορία του ρωσικού μαχητικού Sukhoi SU-24M στις 24 Νοεμβρίου 2015 προσδιόρισε τις εξελίξεις έκτοτε. Η Άγκυρα συμβιβάστηκε με τα «μικρά», όπως η ζώνη απαγόρευσης πτήσεων που επέβαλε η Μόσχα, και αποδέχθηκε τα «μεγάλα»: την επιβίωση του καθεστώτος Άσσαντ, την περιθωριοποίηση της αντιπολίτευσης σε θύλακες – που εκκαθαρίζονται τώρα και την εμπλοκή σε απέλπιδες διπλωματικές προσπάθειες τύπου Αστάνα και συμφωνίες τύπου Σότσι που απλώς δεν τραυμάτιζαν την τουρκική διπλωματική αξιοπρέπεια.

Βεβαίως η Άγκυρα «κέρδισε» την εξαφάνιση του Κουρδικού παράγοντα αλλά αυτή η παραχώρηση δεν είχε κανένανα κόστος για κανέναν. Το αντίθετο: Ο Ντόναλντ Τραμπ «πούλησε» στον Ταγίπ Ερντογάν έναν «σύμμαχο» που δεν είχε πλέον καμία προστιθέμενη αξία ενώ ο Άσσαντ και η Μόσχα απαλλάχθηκαν από ένα αγκάθι στο εσωτερικό της Συρίας (τον μοναδικό σύμμαχο των ΗΠΑ) με μία προσχηματική παραχώρηση μιας ζώνης ασφαλείας στην Άγκυρα, η οποία θα εκκαθαριστεί και αυτή στο όχι πολύ μακρινό μέλλον. Την ίδια στιγμή, η πώληση του συστήματος S-400 βάθυνε το ρήγμα με τις ΗΠΑ. Ένα σύστημα που η Τουρκία δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει εναντίον της Ρωσίας ή της Συρίας.  

Στην διεθνή πολιτική τίποτε δεν παραμένει σταθερό ή καλύτερα στάσιμο για πολύ. Στην Συρία (και στη Λιβύη) αν η Τουρκία θέλει όντως να προσδιορίσει αποφασιστικά τις εξελίξεις έναντι της Ρωσίας και άλλων περιφερειακών παικτών θα πρέπει να παρέμβει εκεί που κρίνονται όλα : Στο πεδίο της μάχης.

Σήμερα, η προοπτική αυτή δεν δείχνει πιθανή παρά τις απειλές και τα τελεσίγραφα της Άγκυρας. Για την Μόσχα το κόστος ελέγχου της Συρίας και της επιστροφής της στο γεωπολιτικό παιγνίδι στην περιοχή ήταν ένα μαχητικό αεροσκάφος. Έχασε ένα μαχητικό και κέρδισε μία χώρα.