Ο βυθός του βάλτου της μνήμης

Ο βυθός του βάλτου της μνήμης

Γιόκο Ογκάουα «Η αστυνομία της μνήμης»,

Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου,

εκδ. Πατάκη, σελ. 370

«Δεν πρέπει να γράφεις με το κεφάλι σου. Θέλω από σένα να γράφεις με το χέρι σου», μου είπε. «Αποκεί πρέπει να βγαίνει η ιστορία».

Αποκαλυπτική και γενναιόδωρη, μαγική και μαγεμένη, πιο αλλόκοτη και δυστοπική από ποτέ, η γιαπωνέζα συγγραφέας που ήρθε για να μας σαγηνεύσει και να αλλάξει κατά κυριολεξία τις σταθερές και τους κανόνες μας στη λογοτεχνία, επιστρέφει, με άλλον εκδότη κι άλλον μεταφραστή για να δομήσει και να αποδομήσει μπροστά στα μάτια μας τον Κόσμο.

Το Σύμπαν της Γιόκο Ογκάουα ξεπροβάλει διπλό μέσα από το καινούργιο βιβλίο της «Η αστυνομία της μνήμης»:

Ο κόσμος όπως τον ζει και τον αντιλαμβάνεται, μεταβαλλόμενος διαρκώς. Και ο λογοτεχνικός της κόσμος έτσι όπως στήνεται εν οδύνη και κρυπτώ στο άσπρο χαρτί.

Μέχρι τώρα στα βιβλία της είχαμε εκπαιδευτεί και δοκιμαστεί ήδη στην απώλεια σε ατομικό επίπεδο: τα παπούτσια εισβολείς και ο κομμένος παράμεσος στον «Παράμεσο», το απόλυτο άρωμα με την εξαφάνιση του μεγαλοφυούς αρωματοποιού στο «Άρωμα πάγου», τους αριθμούς και τη μνήμη του στον «Αγαπημένο τύπο του καθηγητή». Στην «αστυνομία της μνήμης» αποδομείται και εξαφανίζεται διαδοχικά το σύμπαν.

Η μητέρα της αφηγήτριας η οποία είναι και συγγραφέας, κάνοντας τα γλυπτά της, αποκαλύπτει στην κόρη της ό,τι έχει ήδη χαθεί: κορδέλα, σμαράγδι, γραμματόσημο, άρωμα…

Τα έχει φυλάξει στο υπόγειο εργαστήρι της κι αργότερα μέσα στα πήλινα και ξύλινα γλυπτά της, κρατώντας την καρδιά της ζωντανή, με μια μνήμη που δεν ξεχνά, όπως συμβαίνει στους υπολοίπους, αλλά ωστόσο την καθιστά επικίνδυνη.

Κάποια στιγμή η Αστυνομία της Μνήμης θα την ειδοποιήσει ότι θα την χρειαστεί, αφήνοντας την αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι τιμητικό, αλλά δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Και μαζί της θα εξαφανιστούν η γλυπτική από το νησί και όλα της τα έργα.

Το ίδιο θα συμβεί και με τον ορνιθολόγο πατέρα της. Μαζί του θα χαθούν και το Παρατηρητήριο και τα πουλιά.

Έτσι θα χάνονται διαδοχικά τα μικρά και μεγάλα πλοιάρια που τους πήγαιναν απέναντι, τα τριαντάφυλλα και οι τριανταφυλλιές, ακόμα και τα βιβλία. Όλοι ξέρουν πως όποτε κάποιο είδος εξαφανίζεται από το νησί, έχουν χρέος να καταστρέψουν ό,τι υπάρχει από εκείνο το είδος στο σπίτι, εξάλλου σε λίγο θα έχει σβηστεί και η ανάμνησή του από το μυαλό.

Τους ελάχιστους που θυμούνται λόγω γονιδιακής ιδιαιτερότητας, η Αστυνομία της μνήμης τους στέλνει στα καταφύγια.

Έτσι η αφηγήτρια συγγραφέας μας θα αναγκαστεί να αποχαιρετήσει την οικογένεια του καθηγητή Ινουί ο οποίος της παραδίδει τα τελευταία γλυπτά της μητέρας της και να κρύψει στο καταφύγιο ανάμεσα στο πάτωμα και το υπόγειο του σπιτιού της τον επιμελητή της Ρ. ο οποίος θυμάται τα πάντα και κινδυνεύει.

Ζώντας με το χειρόγραφό της, μια ιστορία που, επίσης, διαβάζουμε εν εξελίξει και αφορά μια δακτυλογράφο που χάνει τη φωνή της και επικοινωνεί με τον εραστή δάσκαλό της μέσα από την γραφομηχανή, τον γέρο τον φίλο της που ζει στο εγκαταλειμμένο καράβι του, και φροντίζοντας εν κρυπτώ τον δικό της επιμελητή, παρακολουθεί την Αστυνομία της μνήμης να εξαφανίζει άπειρα είδη και να μαζεύει ανθρώπους για να τους στείλει στα καταφύγια. Αρκετές φορές θα κινδυνέψει και η ίδια.

Μέχρι που θα φτάσει εκείνη η στιγμή για να απαγορευτούν τα μυθιστορήματα. Όλοι οφείλουν να κάψουν τα βιβλία που έχουν στο σπίτι τους σε μεγάλες φωτιές, και την ίδια στιγμή λαμπαδιάζει και η δημόσια βιβλιοθήκη, εξάλλου την επόμενη μέρα κανείς δεν θα τα θυμάται κι όσοι θυμούνται είναι ήδη εξόριστοι.

Αυτό ήταν και ο μέγιστος φόβος της. Μυθιστορήματα γράφει, τι θα συμβεί όταν θα χαθούν και οι λέξεις.

Ο επιμελητής της αναλαμβάνει στο καταφύγιό του να διασώσει τα χειρόγραφα του καινούργιου μυθιστορήματός της, κάποια βιβλία και αρκετά πολύτιμα από τη συλλογή της μητέρας της (καραμέλες λεμόνι, ένα εισιτήριο για το καραβάκι που πήγαινε απέναντι, την παιδική της φυσαρμόνικα), προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσει την καρδιά της ζωντανή. Δηλαδή διασώζοντας όσο μπορεί την ελάχιστη μνήμη.

Έτσι την βλέπουμε, δακτυλογράφο πια, εφόσον αναγκάστηκε να αλλάξει δουλειά, να προσπαθεί με τη γραφομηχανή γράμμα γράμμα να συνεχίσει και να αναστήσει την ιστορία της.

Οι περισσότεροι θα μιλήσουν για δυστοπία, ίσως βιαστούν ακόμα και να την συσχετίσουν με την πανδημία, εξάλλου μεταφρασμένη αυτή τη φορά η συγγραφέας από τα αγγλικά, σε εξαιρετική μετάφραση ομολογουμένως από την Χίλντα Παπαδημητρίου μοιάζει κρυστάλλινη, πιο σαφής, περισσότερο δυτική, γίνεται εύκολα η αγαπημένη.

Αλλά έτσι ή αλλιώς ο λογοτεχνικός κόσμος της Ογκάουα ανέκαθεν αυτό ήταν, διστοπικός, αλλά με έναν τρόπο καθαρά υπαρξιακό, αλληγορικό, κρυπτικό, ο οποίος πάντοτε ξεπροβάλει μέσα από ομίχλες. Την ομίχλη της, η γλώσσα της αγοράς και του εμπορίου, σχεδόν την εξαφανίζει. Αναδεικνύει τις προθέσεις της όμως, κάνοντας πολλούς να την προσομοιάζουν με τον Όργουελ και τον Ρέι Μπράντμπερι στο «Φαρενάιτ 451». Ίσως να είναι και αυτό, μπορεί να διαβαστεί κι έτσι, σαν δυστοπία που μιλά για τους κρατικούς σκοτεινούς μηχανισμούς. Ωστόσο τα άπαντα έργα της μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι στο δικό της λογοτεχνικό Σύμπαν κάθε φορά αποδομείται και επαναδομείται ο κόσμος. Φθείρεται καθημερινά από τον χρόνο, τον εκφυλισμό και τον θάνατο και διασώζεται από τη μνήμη, τον έρωτα, την λογοτεχνία, τη μουσική, τα μαθηματικά, και τις τέχνες.

Κι αυτή τη φορά έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο διπλό: αυτό που αφηγείται η ηρωίδα κι εκείνο τον άλλο εξίσου εφιαλτικό που βιώνει. Το δικό της χειρόγραφο κάποια στιγμή μας θυμίζει κάπως και τα παπούτσια-εισβολείς (Παράμεσος), διεισδύει το ένα στο άλλο, γίνεται η ίδια η δακτυλογράφος που επινοεί. Η γραφομηχανή είναι πια η φωνή της όπως και το δικό της χειρόγραφο στην αρχή το αριστερό της πόδι και το δεξί της χέρι.

Μια ποιητική αλληγορική δυστοπική ιστορία γραμμένη με την ηρεμία του σχοινοβάτη, την ακρίβεια του εντομολόγου, την καταφατική διάθεση ενός ανθρώπου που ήδη τα έχει γνωρίσει κι αποδεχτεί, αποκαλύπτοντάς μας, ταυτοχρόνως, το πώς ζωντανεύει στο άσπρο χαρτί η δική της αφήγηση, η ιστορία.

Επειδή, τελικά, μόνο εκείνη δεν θα χαθεί: εν κρυπτώ ή εντελώς φανερά, η Ιστορία θα παραμείνει.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Ένας ροδώνας χωρίς τριαντάφυλλα ήταν ένα μέρος ανούσιο κι έρημο, και ήταν τρομερά θλιβερό να βλέπεις τις πέργολες και τα άλλα σημάδια της φροντίδας που απολάμβαναν κάποτε τα λουλούδια. Το μουρμουρητό του ποταμού δεν έφτανε εδώ και το πλούσιο, μαλακό χώμα, έβγαζε έναν ευχάριστο ήχο κάτω από τα πόδια μου. Με τα χέρια στις τσέπες περιπλανήθηκα στον λόφο σαν να βάδιζα σε νεκροταφείο με τάφους χωρίς όνομα.

«Τα προηγούμενα χρόνια είχα μελετήσει προσεκτικά τους βλαστούς, τα φύλλα και τα κλαδάκια και είχα διαβάσει τα ταμπελάκια που ονομάτιζαν τις διαφορετικές ποικιλίες, αλλά τώρα συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν πια σε θέση να θυμηθώ με τι έμοιαζε αυτό το πράγμα που λεγόταν τριαντάφυλλο».

«Ήδη τη δεύτερη μέρα οι άνθρωποι που μεγαλώνουν τριανταφυλλιές στους κήπους τους ήρθαν στο ποτάμι για να ενταφιάσουν τα πέταλά τους. Μαδούσαν προσεκτικά τα λουλούδια, πέταλο το πέταλο, και τα έριχναν σιωπηλά στο ρεύμα».

«Ακόμα και ολόκληρο το νησί να εξαφανιστεί, αυτό το δωμάτιο θα συνεχίσει να βρίσκεται εδώ» είπε ο Ρ. Το ύφος του ήταν ήρεμο και γαλήνιο, γεμάτος αγάπη, σαν να διάβαζε μια επιγραφή σε πέτρινο μνημείο. «Μήπως δεν έχουμε όλες τις αναμνήσεις διατηρημένες σ’ αυτό το δωμάτιο; Το σμαράγδι, τον χάρτη, τη φωτογραφία, τη φυσαρμόνικα, το μυθιστόρημα – όλα. Εδώ βρίσκεται ο βυθός του βάλτου της μνήμης, το μέρος όπου έρχονται να κουρνιάσουν οι αναμνήσεις».