Του Θανάση Κοντογεώργη
Η διαφαινόμενη ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης θα μεταφέρει το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης στη Βουλή, όπου θα διεξαχθεί η συζήτηση επί των εφαρμοστικών της συμφωνίας νόμων. Τα επτά χρόνια που η χώρα βρίσκεται υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο η Βουλή κλήθηκε αρκετές φορές να νομοθετήσει εσπευσμένα και με επείγουσες διαδικασίες ενώ, παράλληλα, υπήρξε κατάχρηση της σκοπιμότητας εκδόσεως πράξεων νομοθετικών περιεχομένου νομοθετικού περιεχομένου και της υιοθέτησης υπουργικών ή βουλευτικών τροπολογιών.
Η απουσία ρυθμιστικού προγραμματισμού, η προχειρότητα της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας και η υποταγή του νομοθετικού έργου στις μικροπολιτικές επιδιώξεις ήταν ο κανόνας. Ειδικά, τα δύο τελευταία χρόνια τα φαινόμενα αυτά εντάθηκαν με αποτέλεσμα να έχουμε απομακρυνθεί πλήρως από τη θεσμική και αναγκαία κανονικότητα της καλής και αποτελεσματικής νομοθέτησης.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι πολλές φορές οι βουλευτές να μην γνωρίζουν τι ψηφίζουν ή τι δεν ψηφίζουν. Ο αιφνιδιασμός προκαλεί ανασφάλεια δικαίου. Δεν υπάρχει σωστή ενημέρωση και διαβούλευση και οι πολίτες δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τον τρόπο λειτουργίας της Βουλής και κυρίως το νομοθετικό της έργο. Οι εκθέσεις που συνοδεύουν τα νομοσχέδια είναι πολλές φορές ελλιπείς και ανεπεξέργαστες, ειδικά εκείνες που αφορούν τις συνέπειες/επιπτώσεις των ρυθμίσεων.
Τροπολογίες κατατίθενται μέχρι και λίγο πριν τη ψήφιση του νομοσχεδίου και όσες προτείνονται από βουλευτές δεν συνοδεύονται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Οι νομοτεχνικές βελτιώσεις που γίνονται κατά τη συζήτηση στις επιτροπές ή στην Ολομέλεια πολλές φορές τροποποιούν την ουσία της προτεινόμενης διάταξης, χωρίς οι πολίτες να λαμβάνουν ποτέ γνώση αυτών παρά μόνο όταν δημοσιευθεί ο νόμος. Οι πολίτες απομακρύνονται, αδιαφορούν και εν τέλει απαξιώνουν τη λειτουργία της Βουλής ενώ οι βουλευτές νομοθετούν στα τυφλά χωρίς να γνωρίζουν τις συνέπειες όσων ψηφίζουν.
Η κατάσταση αυτή δεν αρμόζει σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου. Είναι απαραίτητες οι αλλαγές στο Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής ως προς την έγκαιρη κατάθεση και συζήτηση τροπολογιών πριν αυτές φτάσουν στην Ολομέλεια καθώς και ως προς την ακατανόητη δυνατότητα των βουλευτών να καταθέτουν τροπολογίες σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας χωρίς αυτές να συνοδεύονται από τις απαραίτητες εκθέσεις δαπανών και συνεπειών. Για όσα θέματα απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε στο μεσοδιάστημα να θεσπισθεί ένας Κώδικας Δεοντολογίας καλής νομοθέτησης που θα λειτουργήσει συμπληρωματικά στο υφιστάμενο ρυθμιστικό της καλής νομοθέτησης πλαίσιο.
Τα νομοσχέδια που περιλαμβάνουν εξουσιοδοτικές διατάξεις θα πρέπει να συνοδεύονται και από τις βασικές κανονιστικές αποφάσεις που πρόκειται να εκδοθούν για την υλοποίηση των νόμων και αυτές να ελέγχονται κατά το στάδιο της νομοπαρασκευής. Η επεξεργασία των νομοθετημάτων δεν θα πρέπει να γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από τους μετακλητούς συνεργάτες των Υπουργών αλλά θα πρέπει να συμμετέχουν στη διαδικασία τα γραφεία νομοθετικής πρωτοβουλίας των υπουργείων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η απαραίτητη θεσμική μνήμη και να δημιουργείται μια πρόσθετη αξία στη δημόσια διοίκηση με υπαλλήλους που θα μπορούν να φέρουν εις πέρας ένα τέτοιο έργο με ταχείς ρυθμούς και αξιόπιστο τρόπο. Η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης θα πρέπει να εξασφαλίζει το νομοθετικό συντονισμό της κυβέρνησης και κυρίως να αποτρέπει εξευτελιστικά για τη δημοκρατία μας νομοπαρασκευαστικά και κοινοβουλευτικά φαινόμενα.
Προτάσεις υπάρχουν πολλές, όπως πολλές είναι και οι –αποσπασματικές- απόπειρες που έχουν γίνει για τη βελτίωση της νομοθετικής διαδικασίας. Απουσιάζει, όμως, ο διάλογος για τα θέματα αυτά και, κυρίως, η πολιτική βούληση για τη βελτίωση της κατάστασης. Η ζωτική για τη δημοκρατία μας ενδυνάμωση και μεταρρύθμιση των θεσμών προϋποθέτει να τερματίσουμε όλα όσα τους ευτελίζουν.
*Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος. Την περίοδο 2010-2014 υπήρξε νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής για την ελληνική κυβέρνηση.
