Νίκος Βέττας: Τουλάχιστον μια δεκαετία για να αρθεί πλήρως η αβεβαιότητα

Νίκος Βέττας: Τουλάχιστον μια δεκαετία για να αρθεί πλήρως η αβεβαιότητα

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Πάνω - κάτω μια δεκαετία θα χρειασθεί στο θετικό σενάριο για να αναπτυχθεί η οικονομία, να εξαλειφθεί πλήρως η αβεβαιότητα, και να αποκατασταθεί πλήρως η εμπιστοσύνη από τους επενδυτές.

Το στίγμα αυτό δίνει με τα όσα λέει στο Liberal.gr ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας που προσπαθεί να περιγράψει την επόμενη ημέρα για την οικονομία, και εξηγεί γιατί θα πρέπει να συνηθίσουμε ότι για πολλά χρόνια θα κινούμαστε σε ένα πλαίσιο με περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας. Εκτιμά ότι το κόστος προσαρμογής για την οικονομία έχει αυξηθεί, και ότι ακόμη και να κλείσει άμεσα η συμφωνία, αυτό δεν φτάνει πλέον για να πετύχουμε τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που προβλέπει ο προϋπολογισμός.

Μιλά επίσης για την εσωστρέφεια που ταλαιπωρεί ακόμη τα ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά και συνολικά τη χώρα. Ερωτηθείς μάλιστα πώς φαντάζεται την Ελλάδα σε δέκα χρόνια από σήμερα, φοβάται ότι σε κάθε πρόσκαιρη βελτίωσης της οικονομίας θα ενδυναμώνονται τάσεις οπισθοδρόμησης από τις θετικές εξελίξεις.

Έστω ότι η αξιολόγηση κλείνει. Γυρίζει το παιχνίδι για την πραγματική οικονομία;

Πρώτα απ όλα, η αξιολόγηση δεν μπορεί να μην κλείσει – τι θα σήμαινε άλλωστε μια ρήξη με τους πιστωτές; Oτι η χώρα χρεοκόποι επίσημα, εκτός και αν καταφύγει στη λύση μιας χειρότερης από τη σημερινή συμφωνίας χρηματοδότησης. Άρα το γεγονός και μόνο ότι αναγκαζόμαστε να το συζητάμε ως ενδεχόμενο είναι πρόβλημα. Μπορεί να έχουμε εξοικειωθεί με την ιδέα των πολύ μεγάλων καθυστερήσεων, αλλά η επίπτωση στην οικονομία είναι πραγματικά πολύ βαριά, γιατί παγώνουν όλες οι οικονομικές αποφάσεις και κυρίως τα επενδυτικά σχέδια. Βλέποντάς το κανείς αντίστροφα, μόλις κλείσει η αξιολόγηση, θα υπάρξει κάποια εξομάλυνση και θετική αντίδραση στις περισσότερες πλευρές της οικονομίας.

Μήπως όμως είναι ανέφικτη η προοπτική ότι η οικονομία θα τρέξει με τους υψηλούς αρχικά προβλεπόμενους ρυθμούς;

Έχουμε ήδη χάσει τη μίση χρόνια, αναμένονται μέτρα που θα πιέσουν το διαθέσιμο εισόδημα, αλλά το κυριότερο αφορά την σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην ελληνική πλευρά και τους πιστωτές. Κανένα πρόγραμμα οικονομικής διάσωσης και προσαρμογής, πιο πρόσφατα στη ευρωζωνη, όπως και αλλού, δεν πέτυχε χωρίς να υπάρχει στην ίδια τη χώρα επαρκής συναίνεση και συνεννόηση. Συνολικά λοιπόν, αν κλείσει σήμερα η συμφωνία, θα υπάρξει ανακούφιση στην οικονομία και μια μικρή ανάκαμψη που θα σταθεροποιήσει το σύστημα. Αλλά αυτή δεν φτάνει πλέον για τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που σχεδιάζονταν μέσα στη χρόνια.

Πόσος καιρός θα χρειασθεί προκειμένου αυτό να φανεί; Δηλαδή να φύγει εντελώς η αβεβαιότητα, να έρθουν οι επενδύσεις, και να μειωθεί σε “ευρωπαϊκά” επίπεδα η ανεργία;

Όταν και αν αρχίσει μια αναπτυξιακή στροφή, αυτό θα συμβεί σε δυο χρόνους. Βραχυχρόνια, με την αύξηση της εμπιστοσύνης, θα μπορεί να υπάρξει μια άνοδος και της κατανάλωσης και κάποιων επενδύσεων – αυτό είναι το πιο εύκολο, αν και ακόμη και εκεί φαίνεται πως δυσκολευόμαστε. Αλλά για να γίνει αυτό που περιγράφετε, μια πλήρης άρση της αβεβαιότητας και πραγματική σύγκλιση με τις περισσότερο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ότι θα χρειαστούν κάποια χρόνια. Ίσως μια δεκαετία στην οποία θα υπάρχουν θετικά βήματα που σταδιακά θα βελτιώνουν τόσο το θεσμικό πλαίσιο όσο και την αξιοπιστία μας. Τα εισοδήματα θα αυξάνονται και δουλειές θα δημιουργούνται, ίσως όχι με τον πολύ γρήγορο τρόπο που ιδανικά θα θέλαμε, αλλά με τρόπο που θα είναι διατηρήσιμος και έτσι στην επόμενη κρίση -γιατί κάποια στιγμή και αυτή θα υπάρξει- δεν θα καταρρεύσουν.

Άρα λέτε πως πριν φτάσουμε στην ανάκαμψη, πρέπει να αντιστραφεί η σημερινή αρνητική τάση, δηλαδή να σταματήσουν εργασία και κεφάλαιο να φεύγουν από τη χώρα…

Ακριβώς. Έχουν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από τότε που διαγνώστηκαν οι ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας. Από τότε, οι επιμέρους σημαντικές επιτυχίες, γιατί υπήρξαν πολλές και σημαντικές, καλύπτονται από πισωγυρίσματα, γιατί αυτό που πραγματικά κυριαρχεί είναι η έλλειψη συμφωνίας σε μια αναπτυξιακή κατεύθυνση. Από τη στιγμή που δεν υπήρξε πριν από οκτώ χρόνια μια τέτοια σχετικά ευρεία συμφωνία, και με την πρώτη ευκαιρία προτείνονταν ευκαιριακές λύσεις διαφυγής, το κόστος προσαρμογής έχει αυξηθεί.

Μπορεί να αντέξει η οικονομία κι άλλα μέτρα σκληρής λιτότητας;

Αν λιτότητα σημαίνει χαμηλά εισοδήματα και αν τα εισοδήματα εξαρτώνται από την παραγωγική βάση της οικονομίας, το αν θα αυξηθούν ή θα μειωθούν τα εισοδήματα στο μέλλον θα εξαρτηθεί από την αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν υπάρχει πια η δυνατότητα στη χώρα να αυξηθούν τα εισοδήματα μέσω αλόγιστου δημόσιου ή ιδιωτικού δανεισμού.

Η υπεραπόδοση του προϋπολογισμού είναι διατηρήσιμη;

Ο προϋπολογισμός αφορά το σύνολο της οικονομίας και τις προοπτικές ανάπτυξης της. Αν και δεν επιτρέπεται να εκτροχιάζεται, η δημιουργία υψηλών πλεονασμάτων σε βάθος χρόνου δεν είναι αυτοσκοπός ούτε καν κάτι το επιθυμητό. Το σύνολο των εσόδων και των δαπανών είναι σήμερα περίπου στο σωστό επίπεδο ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος. Όμως η σύνθεση τους δεν είναι τέτοια που να συνάδει με τις δυνατότητες ανάπτυξης και σε αυτό χρειάζεται να μην διστάζουμε απλώς και μόνο γιατί ομάδες του πληθυσμού μπορεί να δυσαρεστηθούν. Για παράδειγμα, στην πλευρά των φορών αυτοί είναι ακόμη υπερβολικά και αναποτελεσματικά επικεντρωμένοι σε μικρό τμήμα των όσων παράγουν ενώ, ακόμη και μέσα στην κρίση, υπάρχει ένα μη αποδεκτό επίπεδο φοροδιαφυγής και φοροαποφυγης. Όσοι προσφέρουν στη χώρα και εργάζονται, επιχειρούν ή έχουν περιούσια που καταγράφεται μέσα από τα επίσημα συστήματα του κράτους δεν νοείται να αντιμετωπίζονται με εχθρική διάθεση.

Που νομίζετε λοιπόν ότι πρέπει να εστιάσει ο εξορθολογισμός;

Στην στήριξη των φτωχών και αδυνάμων στην κοινωνία (που βρίσκονται χωρίς την προστασία που αξίζουν), στη νέα γενιά και στις νέες οικογένειες (χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει μέλλον), ακόμη και στη πιο συνεπή πληρωμή των χρεών του Δημόσιου σε παραγωγούς και σε επενδύσεις υποδομής που είναι απαραίτητες ως βάση και όχι ως υποκατάστατο των ιδιωτικών. Αν η σύνθεση των εσόδων και των δαπανών δεν αποκτήσει αναπτυξιακό προσανατολισμό προς τα εμπρός, τα σημερινά πλεονάσματα θα αποδειχθούν εξαιρετικά μη διατηρήσιμα.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το 2017 θα είναι μια ακόμη χαμένη χρονιά για τις επενδύσεις. Και ότι θα χρειαστεί μια δεκαετία για να σταθεροποιηθεί σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης η οικονομία. Συμφωνείτε;

Υπάρχουν ακόμη οι δυνατότητες η τρέχουσα να μην είναι μια χαμένη χρόνια για τις επενδύσεις αλλά τα περιθώρια σιγά-σιγά εξαντλούνται. Μην ξεχνάμε πάντως πως υπάρχει ένα τεράστιο επενδυτικό κενό και εδώ που έχουμε φτάσει ακόμη και μια μικρή απόλυτη αύξηση μπορεί να κάνει μια σκεπτικά σημαντική διάφορα. Ας σκεφτούμε ωστόσο ότι για κάθε νέο σοβαρό επενδυτικό σχέδιο χρειάζεται τουλάχιστον ένα αρχικό έτος εκπόνησης, ενώ απαιτείται ένας επενδυτικός ορίζοντας τουλάχιστον δεκαετίας. Για αυτό σας έλεγα και πιο πριν ότι η ανάπτυξη της οικονομίας, στο θετικό σενάριο, θα εξελιχθεί σε βάθος περίπου δεκαετίας και δεν θα γίνει από τη μια ημέρα στην άλλη. Αν, λοιπόν, η πολιτική εκπροσώπηση και εμείς ως πολίτες δεν είμαστε σαφείς στο πως θα θέλαμε τη χώρα μας δέκα χρόνια από σήμερα, γιατί να αναμένουμε πως αυτή θα προσελκύσει τα απαραίτητα παραγωγικά κεφαλαία;

Τελικά ακόμη και αν κλείσει η αξιολόγηση, μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως το πρόγραμμα θα τελειώσει όντως το 2018, ότι η Ελλάδα θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της και ότι από του χρόνου θα ζητά χρηματοδότηση απευθείας από τις αγορές;

Κάθε τι στο μέλλον ξεκινά από ένα πρώτο βήμα. Το να κλείσει η σημερινή αξιολόγηση δεν διασφαλίζει μια θετική πορεία, αλλά χρειάζεται προκειμένου να μην βρεθούμε στο κενό και για να γίνουν εφικτά τα επόμενα βήματα. Το πρόγραμμα θα μπορούσε να τελειώσει το 2018 από άποψη χρηματοδότησης, ίσως με μια μικρή επέκταση που μπορεί σχετικά εύκολα να δρομολογηθεί. Όμως το εγχείρημα της εξόδου στις αγορές δεν είναι απλό καθώς χρέος προς κράτη και οργανισμούς, που εξυπηρετείται με χαμηλά επιτόκια, θα πρέπει να αντικαθίσταται με δανεισμό από τις αγορές, ο οποίος αρχικά θα έχει τουλάχιστον υψηλότερα επιτόκια. Η εντύπωση πως από τη μια ημέρα στην άλλη η χώρα θα μπορεί να ανοιχτεί στις αγορές, χωρίς να βελτιώνει σταδιακά την παραγωγική της βάση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Η αντιπολίτευση χαρακτηρίζει τα προληπτικά μέτρα για μετά το 2018 ως ένα “4ο μνημόνιο από την πίσω πόρτα”. Είναι πράγματι έτσι;

Όπως ακριβώς η έξοδος στις αγορές θα γίνει σταδιακά, έτσι και η άρση της επίσημης εποπτείας δεν θα γίνει μια και έξω. Και άλλες χώρες της ευρωζωνης παραμένουν και θα παραμένουν σε επιτήρηση, απλώς όλο και λιγότερο αυστηρή. Θα πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι είτε χρησιμοποιούμε τον όρο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, είτε επιτήρηση, είτε μνημόνιο, είτε εποπτεία, είτε συντονισμό πολιτικής - τον κάθε ένα με τη δική του φόρτιση - κάθε ευρωπαϊκή οικονομία κινείται σε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορεί να διεκδικεί περισσότερους βαθμούς ελευθέριας μόνο στη βάση των επιδόσεων της. Άλλωστε ακόμη και όσον αφορά τη χρηματοδότηση από τις αγορές, αποτελεί ψευδαίσθηση ότι ιδιώτες θα δανείζουν στο ελληνικό Δημόσιο τα κεφαλαία χωρίς να απαιτούν έμμεσα, μέσω του ύψους των επιτοκίων τους, δημοσιονομική σταθερότητα και δομικές μεταρρυθμίσεις.

Μιλάτε για ένα είδος αέναης εποπτείας της χώρας…

Απλά εξηγώ ότι οι βαθμοί ελευθερίας της Ελλάδας δεν θα είναι ποτέ απεριόριστοι. Αυτή είναι μια ακόμη πλευρά του γιατί το δίλημμα μέσα ή έξω από τα μνημόνια ήταν τόσο υποκριτικό και ο διχασμός που έφερε τόσο επικίνδυνος. Τώρα, σε αυτό το πλαίσιο, η εκάστοτε αντιπολίτευση οφείλει να λειτουργεί υπεύθυνα και να συναινεί εκπέμποντας προς τους επενδύτες τουλάχιστον ένα ελάχιστο επίπεδο σιγουριάς ότι, ως εν δυνάμει μελλοντική κυβέρνηση, δεν θα ανατρέψει άρδην και προς καιροσκοπική κατεύθυνση τα συμφωνηθέντα. Την ίδια ώρα έχει όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να ελέγχει την εκάστοτε κυβέρνηση στο βαθμό που εκείνη δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της και προσπαθεί να μετακυλίσει το βάρος στο μέλλον.

Κόκκινα δάνεια. Όχι μόνο δεν έχει γίνει ουδεμία πρόοδος ως προς την μαζική αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, αλλά τα κόκκινα δάνεια αυξάνονται κιόλας. Πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση για τις τράπεζες;

Πράγματι η πρόοδος είναι πολύ αργή. Νομίζω όμως πως όλοι κατανοούν ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη. Ο διαθέσιμος χρόνος επαρκεί αλλά δεν περισσεύει άρα δεν μπορεί να σπαταληθεί. Για τα επιχειρηματικά δάνεια και την προοπτική αναδιάρθρωσης προτιμώ να βλέπω τη θετική πλευρά. Είναι μια τεραστία ευκαιρία τόσο για προσέλκυση επενδύσεων όσο και για τη βελτίωση των πρακτικών επιχειρηματικότητας και αύξηση την έντασης ανταγωνισμού σε κλάδους. Είμαι άρα ανήσυχος αλλά και ταυτόχρονα αισιόδοξος ότι με τις κατάλληλες κινήσεις θα ενισχυθεί με νέο αίμα η ελληνική παραγωγή, που τόσο το έχει ανάγκη. Αν αυτό το εγχείρημα αποτύχει, τότε είναι δύσκολο να δει κανείς πώς θα υπάρξει, με κάποιο άλλο όχημα, η άνοδος των επενδύσεων που είναι απαραίτητη και για τις θετικές εξελίξεις σε μακροοικονομικό επίπεδο.

Το ενδεχόμενο νέας ανακεφαλαιοποίησης είναι ορατό;

Είναι ενδεχόμενο αλλά όχι υψηλής πιθανότητας. Μπορεί και πρέπει να αποφευχθεί. Αν συμβεί, τότε θα βαθύνει την έλλειψη εμπιστοσύνης και θα παρατείνει για τουλάχιστον αλλά δυο ή τρία χρόνια στο μέλλον την ελληνική κρίση. Αλλά ακόμη και να μην συμβεί, το ότι η πιθανότητα δεν είναι μηδενική δημιουργεί πρόβλημα στην οικονομία, καθώς ανεβάζει το ρίσκο για επενδύτες και αποταμιευτές. Δεν μπορεί λοιπόν να αγνοείται και να αφήνεται να διαγωνίζεται. Τέλος, ίσως το έχουμε ξεχάσει, μια πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας δεν μπορεί να συμβεί χωρίς μια σταδιακή άρση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων. Το ότι δεν υπάρχουν σχετικές θετικές προοπτικές φαίνεται ότι δεν προβληματίζει όσο θα έπρεπε την οικονομική πολιτική. Εκτός πια αν έχουμε υιοθετήσει την προοπτική μιας κλειστής και ρυθμισμένης οικονομίας στο διηνεκές. Ελπίζω πως όχι.

Η αρχική κόκκινη γραμμή της κυβέρνησης για την πώληση μονάδων της ΔΕΗ έχει αρχίσει να αποχρωματίζεται και τη θέση της έχει πάρει η ιδέα να πουληθούν μεν εργοστάσια, και μάλιστα σε τιμές "κόστους", αρκεί αυτά να είναι υπό απόσυρση τα επόμενα χρόνια. Πέφτει ένα τελευταίο οχυρό του κρατισμού;

Η αγορά ενέργειας είναι κομβικής σημασίας όχι μόνο ως εκφραστής μεγάλων επενδύσεων αλλά και ως η βασική υποδομή για την υπόλοιπη οικονομία. Βρισκόμαστε στο σημερινό κρίσιμο σημείο γιατί η αποτελεσματική απελευθέρωση της αγοράς που έπρεπε σταδιακά να έχει δρομολογηθεί από εικοσαετίας, αντιμετώπισε αντιδράσεις από κρατικά και από ιδιωτικά συμφέροντα. Τώρα μετά από χαμένες δεκαετίες και ευκαιρίες και στην μέση της ευρύτερης δυστοκίας για εξεύρεση κεφαλαίων, αναγκαζόμαστε να προβούμε σε λύσεις σε μεγάλο βαθμό αναγκαστικές.

Γιατί όμως είναι τόσο σημαντικό να πουληθούν σε ιδιώτες μονάδες της ΔΕΗ; Τι θα αλλάξει αλήθεια;

Η απελευθέρωση της αγοράς και ο ανταγωνισμός δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι όμως απαραίτητα στο βαθμό που θα οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων, μείωση του κόστους παραγωγής και των τιμών με τελικό σκοπό το όφελος της υπόλοιπης οικονομίας. Ιδανικά, το άνοιγμα της αγοράς θα έπρεπε να γίνει με είσοδο νέων κεφαλαίων και ενίσχυση της παραγωγικής βάσης στον κλάδο, δηλαδή με ανταγωνισμό προς τα πάνω και όχι με απαξίωση των υφιστάμενων δομών και εξίσωση προς τα κάτω. Ταυτόχρονα, τα τεχνολογικά και ρυθμιστικά εμπόδια πρόσβασης στην αγορά ή σε κομβικά περιουσιακά στοιχεία πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Τεχνικές ή σοβαρές εκκρεμότητες μπλοκάρουν μια σειρά από κλεισμένες ιδιωτικοποιήσεις, όπως το Ελληνικό. Είστε ικανοποιημένος από το ρυθμό προσέλκυσης ξένων επενδύσεων;

Όχι βέβαια. Η ταχύτερη και καλύτερη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας αποτελεί ζητούμενο από την αρχή της κρίσης και ο αργός ρυθμός αντανακλά τις παθογένειας μια κλειστής και υπερβολικά ρυθμισμένης από μια αποτελεσματική γραφειοκρατία οικονομία. Το ίδιο ισχύει συνολικά για το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο ξένων άμεσων επενδύσεων. Την ίδια στιγμή που λέμε ότι "ελεούμε" για ανάπτυξη, δεν δημιουργούμε τις συνθήκες για να έρθουν νέα κεφαλαία, άρα μάλλον δεν το εννοούμε. Το ίδιο ισχύει και στον χώρο της εργασίας, όπου μπορεί να λέμε ότι μας ενοχλεί η ανεργία αλλά δεν κάνουμε όσα χρειάζεται για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Μήπως τελικά όσοι εκφράζουν τα εκάστοτε ειδικά εργασιακά, επιχειρηματικά ή πολιτικά συμφέροντα καταφέρνουν και επιβάλλουν τη θέληση τους, να παραμένει η οικονομία κλειστή και εξαρτώμενη από ένα αναποτελεσματικό Δημόσιο, σε αντίθεση με το ευρύτερο καλό της οικονομίας;

Η περίφημη σύνδεση του ελληνικού πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας και την παραγωγή, έχει συμβεί ή ακόμη όχι;

Συμβαίνει σε πολύ μικρό βαθμό, και όταν γίνεται είναι χάρη στην δύναμη και το θάρρος επιμέρους αξιολογότατων μονάδων που παρακάμπτουν ή κινούνται αντίθετα στη λογική του συστήματος. Συνολικά το πανεπιστημιακό μας σύστημα, μπορεί να έχει πολύ καλές μονάδες αλλά είναι εσωστρεφές και υπερβολικά εξαρτώμενο από το κράτος και τη ρύθμιση του. Κληρονομώντας πια στρεβλώσεις δεκαετιών, το μεγάλο μέρος του προτιμά τη λογική μιας «μικρής λίμνης με νερά που δεν ανανεώνονται», την περίφημη διατήρηση των φοιτητικών και καθηγητικών κεκτημένων, παρά του «λογικού ποτάμιου που κινείται και προσελκύει κάθε τι νέο». Αν και η εσωστρέφεια και η υπερβολική ρύθμιση αντανακλά και άλλες πτυχές της κοινωνίας και της οικονομίας, πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να παραθέσει ένα αναπτυξιακό αφήγημα της χώρας, δίχως να βελτιώνονται σημαντικά τα πανεπιστήμια και να προωθείται η καινοτομία. Στο κάτω-κάτω, ακόμη και αν δεν μπορούμε να προσφέρουμε στους νέους υψηλά εισοδήματα σήμερα, οφείλουμε να τους επιτρέψουμε την πρόσβαση στη γνώση και να τους ανοίξουμε τους ορίζοντες.

Πόσο εσωστρεφείς είμαστε τελικά σαν χώρα;

Σε κάθε οικονομία όλοι ανταποκρίνονται ορθολογικά στα κίνητρα από το περιβάλλον τους. Τις τελευταίες δεκαετίες, μέσω του αυξανόμενου δανεισμού αλλά κυρίως μέσα από τη λειτουργία ενός αναποτελεσματικού αλλά ισχυρού κράτους προσφέρθηκε η δυνατότητα για σχετικά ασφαλή και εύκολο πλουτισμό σε όσους καλλιέργησαν συστηματικά τις σχετικές προσβάσεις. Όταν λοιπόν υπήρχε η δυνατότητα με σχετική ευκολία να έχει κανείς υψηλά εισοδήματα, ακόμη και την συνακόλουθη κοινωνική αναγνώριση, λίγοι ήταν οι επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, και ερευνητές, που ανοίγονταν στο εξωτερικό. Παρά λοιπόν την κατά τα άλλα προσαρμογή της στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, η ελληνική οικονομία απέκτησε παγιωμένα εσωστρεφή χαρακτηριστικά. Θυμηθείτε πως η διεθνής κρίση που πυροδοτήθηκε στην Αμερική το 2008 ήρθε στη χώρα μας με καθυστέρηση σχεδόν ενός έτους σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες ακριβώς γιατί ήμασταν συγκριτικά ένα περισσότερο κλειστό σύστημα. Αλλά όταν ήρθε η κρίση, δεν υπήρχαν τα οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά που θα επέτρεπαν την προσαρμογή.

Λέτε δηλαδή ότι η χώρα έχει αποκτήσει μια τάση αποστροφής στις αλλαγές;

Και όχι μόνο. Έχει αποκτήσει εντεινόμενα συντηρητικά χαρακτηριστικά, στοιχείο όχι συνεπές με την αναζήτηση αλλαγών, άνοιγμα σε άλλες οικονομίες και στήριξη μεταρρυθμιστικών τομών. Πιστεύω ωστόσο πως η ουσιαστική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας διέρχεται αναγκαστικά από τη σταδιακή αύξηση της εξωστρέφειας της. Την παραγωγή στα πλαίσια διεθνούς ανταγωνισμού την διεκδίκηση θέσης σε διεθνή δίκτυα, το σταδιακό άνοιγμα συνολικά, σε νέες ιδέες και πρακτικές. Βλέπουμε τέτοιες τάσεις αλλά προς το παρόν είναι λιγότερο ισχυρές από την τάση επιστροφής στο παρελθόν.

Πώς φαντάζεστε την Ελλάδα σε δέκα χρόνια από σήμερα;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα επόμενα χρόνια θα είναι κρίσιμα. Είναι εφικτό τελικά να υπάρξει σημαντική πρόοδος που θα στηρίζεται από τη μια στην υιοθέτηση θεσμικών αλλαγών από τον ευρωπαϊκό μας περίγυρο με τις ειδικές ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και από τις διεθνείς ανακατατάξεις και τεχνολογικές εξελίξεις. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζονται μια σειρά από βήματα το καθένα από τα οποία έχουν σημαντικές οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες. Ολοκλήρωση των προγραμμάτων προσαρμογής στα επόμενα δυο χρόνια, σταδιακή πρόσβαση σε δανεισμό για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και απόκτηση εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών, και αλλαγή των όρων με τους οποίους ανταμείβονται η καινοτόμα και η εξωστρεφής παραγωγή σε αντίθεση με την κρατικοδίαιτη. Τα παραπάνω θα λειτουργήσουν σαν ένας ενδιάμεσος σταθμός συνειδητοποίησης ότι έτσι όπως λειτουργεί η οικονομία, τα εισοδήματα δεν μπορούν να αυξηθούν σημαντικά και ότι γι αυτό χρειάζονται νέα κεφαλαία, πολιτικές ιδέες και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Ανησυχώ όμως πως κάθε πρόσκαιρη βελτίωση της οικονομίας θα ενδυναμώνει τις τάσεις οπισθοδρόμησης. Άρα πιστεύω ότι μια θετική εξέλιξη μπορεί να υπάρξει, ακόμη και όχι σε μια ευθύγραμμη εξέλιξη.