Να μιλήσουμε για τα Ελληνοτουρκικά

Αυτό που δυσκολεύει τη διαχείριση της προκλητικότητας της Τουρκίας είναι το γεγονός ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν λογοδοτεί στους Τούρκους πολίτες. Η Τουρκία ποτέ δεν ήταν δημοκρατία με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, αλλά κυρίως βιώνουμε, τη σημασία της λέξης στην Ελλάδα. 

Όμως επί Ερντογάν η κατάσταση έχει ξεφύγει. 

Δεκάδες δημοσιογράφοι και δικαστές έχουν φυλακιστεί μετά από παρωδία διαδικασιών, αν έχουν υπάρξει κιόλας, καθώς πολλοί βρίσκονται στη φυλακή χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη και το θέμα δεν περιορίζεται μόνο στους δημοσιογράφους και τους δικαστές. Στρατιωτικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες βρίσκονται υπό κανονικό διωγμό. Έτσι λοιπόν, το αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν πολιτεύεται χωρίς να λογοδοτεί σε κανένα μέσα στη χώρα πολλώ μάλλον δε για την επιθετική του στάση απέναντι στην Ελλάδα. Στην Τουρκία δεν υπάρχει κανείς να σταματήσει τον Ερντογάν ή να του ασκήσει πίεση αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του απέναντι στην Ελλάδα.’

Αντιθέτως, οι ελληνικές κυβερνήσεις όχι απλώς λογοδοτούν σε όλους εμάς αλλά δεν μπορούν να κάνουν ούτε βήμα χωρίς να μαθευτεί και να σχολιαστεί. Γιατί έτσι γίνεται στις δημοκρατίες. Μόνο που αυτό δεν είναι η αδυναμία μας αλλά η μεγάλη δύναμή μας, δεν θα βαρεθούμε να το επαναλαμβάνουμε: η Ελλάδα είναι η σημαντικότερη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή επειδή είναι μια δημοκρατική χώρα. 

Φοβόμαστε ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι αυτό είναι το μεγάλο μας πλεονέκτημα έναντι των Τούρκων. Ότι δηλαδή εμείς μπορούμε να ελέγχουμε την κυβέρνηση στον τρόπο που ασκεί την εξωτερική της πολιτική και να ζητάμε εξηγήσεις αλλά και η ίδια η κυβέρνηση (η κάθε κυβέρνηση πόσο μάλλον η κυβέρνηση Μητσοτάκη που διαθέτει μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία) μπορεί ελεύθερα να επιχειρηματολογεί υπέρ των θέσεών της και να το κάνει με παρρησία και αυτοπεποίθηση.

Ποιες είναι οι θέσεις της κυβέρνησης στα Ελληνοτουρκικά πέραν της συγκυρίας; Ποια είναι η φιλοσοφία της κυβέρνησης, ποιος είναι ο προσανατολισμός της;

Τις θέσεις της κυβέρνησης μόνο να τις υποψιαστούμε μπορούμε διαβάζοντας και ακούγοντας όσα λένε και γράφουν σε άρθρα τους κορυφαία της στελέχη και έγκριτοι πολιτικοί της φίλοι. Και δεν μας ενοχλεί καθόλου που εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας διακρίνουμε διαφορετικές απόψεις. Μπορεί εμείς σταθερά να τασσόμαστε αναφανδόν και ανοιχτά υπέρ της φιλοσοφίας του αείμνηστου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που σήμερα την εκφράζει με πολύ πιο επεξεργασμένο και βαθύ τρόπο η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη αλλά δεν μας ενοχλεί καθόλου που ο βουλευτής Άγγελος Συρίγος, για να φέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, διατυπώνει διαφορετικές θέσεις. Μπορεί να βρίσκουμε όσα λέει κυριολεκτικά επικίνδυνα αλλά όχι μόνο δεν μας ενοχλεί, αντιθέτως, θα θέλαμε περισσότερη συζήτηση ανάμεσα σε δύο διαφαινόμενες τάσεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ακούμε κι άλλες ενδιαφέρουσες φωνές εντός της Νέας Δημοκρατίας στα Ελληνοτουρκικά: ακούμε τους κ.κ. Δ. Καιρίδη και Γ. Κύρτσο. Με τον τελευταίο μάλιστα είναι αδιάφορο αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς (εμείς, για παράδειγμα, διαφωνούμε)  γιατί αξίζει πραγματικά να παρακολουθεί κάποιος τη σκέψη και τον τρόπο που δομεί την επιχειρηματολογία του. 

Ποια είναι η φιλοσοφία της κυβέρνησης Μητσοτάκη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, λοιπόν; Ξέρουμε τι θα πουν αρκετοί: «Όχι τώρα αυτή η συζήτηση! Τώρα είμαστε σε κρίση με την Τουρκία!». Η υπογράφουσα όσο θυμάται τον εαυτό της είμαστε σε κάποιου είδους κρίση με την Τουρκία.

Η φιλοσοφία στην εξωτερική πολιτική υπερβαίνει τις συγκυρίες έχει να κάνει με τον προσανατολισμό της χώρας. Μάλιστα αν έχεις φιλοσοφία, έχεις και στρατηγική κι αν έχεις στρατηγική που εδράζεται σε φιλοσοφία μπορείς να διαχειρίζεσαι μικρές ή μεγάλες κρίσεις ευκολότερα.

Να το πούμε ανοιχτά: για εμάς είναι τύχη αγαθή που στην παρούσα φάση η Ελλάδα κυβερνάται από μια μετριοπαθή κεντροδεξιά κυβέρνηση με φιλελεύθερο προσανατολισμό. 

Τώρα είναι η ευκαιρία, εξ ονόματος της μετριοπαθούς, σιωπηλής πλειοψηφίας η κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός προσωπικά, να δώσει τη μάχη για τη δική του φιλοσοφία στα ελληνοτουρκικά. Και αυτό που εννοούμε είναι η συζήτηση να γίνει ανοιχτά, χωρίς ταμπού και μισόλογα. 

Είναι όμως εφικτό μια συζήτηση για τα Ελληνοτουρκικά να μην προκαλέσει διχασμό κυρίως στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας; 

Ας το πληκτρολογήσουμε για μια ακόμα φορά με κίνδυνο να γίνουμε αφόρητα βαρετοί: σ’ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα που έχει μάλιστα ισχυροποιηθεί κι από ένα επιτελικό κράτος, γίνεται αποκλειστικά και μόνο ό,τι θέλει ο εκάστοτε πρωθυπουργός της χώρας. Αρκεί, βέβαια, να το θέλει.