«Μα, γιατί μόνο την Τζασίντα και όχι τον Κυριάκο;»

Μπορεί να διατυπώνεται με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικά κόντεξτ αλλά παρατηρούμε την ίδια, εύλογη ερώτηση να επιστρέφει: «Γιατί οι αρθρογράφοι στα ξένα ΜΜΕ δεν μεταφέρουν στα άρθρα τους περί ηγεσίας, όσα καταγράφουν ρεπορτάζ που φιλοξενούν οι εφημερίδες στις οποίες αρθρογραφούν; Γιατί, για παράδειγμα, προβάλλουν μόνο την πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας και όχι της Ελλάδας;». 

Μέχρι και ο Ian Bremmer της Eurasia Group ένα βράδυ στο τουίτερ, αγανάκτησε: «Αγαπώ τη Νορβηγία και τη Νέα Ζηλανδία αλλά αν η ελπίδα μας για ηγεσία σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αυτές οι δύο χώρες, έχουμε στ’αλήθεια πολύ μεγάλο πρόβλημα» και όπως χρειάστηκε να εξηγήσει, προφανώς και δεν αναφερόταν στο γεγονός ότι oi χώρες αυτές κυβερνώνται από γυναίκες αλλά στο ότι είναι πολύ μικρές και περιφερειακές.

Παρ’ όλα αυτά όμως, γιατί τα μεγάλα δυτικά μήντια προτιμούν να αναφέρονται σε αυτές και όχι σε εμάς που είμαστε και ευρωπαϊκή χώρα;

Τα μεγάλα Μέσα που συνηθίζουμε να διαβάζουμε, να αναπαράγουμε και φυσικά να αντιγράφουμε στη χώρα μας, οι New York Times, οι Financial Times, ο Economist, η Washington Post, ακόμα και η συντηρητική Wall Street Journal (η καλύτερη αμερικανική εφημερίδα, κατά τη γνώμη μας) αλλά και πολύ επιδραστικά Μέσα όπως το Atlantic, το London Review of Books, ο Monde,το BBC, αυτή την περίοδο έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: διέπονται από ένα βαθύ αντιτραμπισμό σε όλες του τις εκδηλώσεις, τις εκφάνσεις και τις εκδοχές του. Ό,τι θυμίζει Τραμπ, αποδομείται με την επίκληση ενός αντι-παραδείγματος. Κι αν τα «διαθέσιμα αντιπαραδείγματα» είναι γυναίκες ή καλύτερα γυναίκες από την εργατική τάξη (όπως η Δήμαρχος του Σαν Φρανσίσκο που αποθέωσε το Atlantic) ακόμα καλύτερα!

 Δεν είναι μόνο ο Τραμπ. Είναι και οι δορυφόροι του: ο Μπολσονάρου, ο Όρμπαν, ο Ερντογάν και από κοντά οι κατ’αντίστιξη «κόπιες» του: ο Πούτιν, ο Κιμ, ο Σι. Η «Διεθνής του Αυταρχισμού και της Αντίδρασης» στην κόκκινη ή τη μαύρη της εκδοχή έχει συσπειρώσει απέναντί της κορυφαία Μέσα, πένες και πληκτρολόγια που βλέπουν στην πανδημική κρίση τη χρυσή ευκαιρία να αποδείξουν πόσο κόντρα στα συμφέροντα των λαών και των φτωχών δρα αυτή η «δράκα» της αντίδρασης.

Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν γυναίκα ή αν ήταν αριστερός, θα είχε καλύτερη τύχη να φιγουράρει ως πρότυπο ηγέτη στο Atlantic, για να φέρουμε ως παράδειγμα ένα Μέσο που είναι από τους ισχυρότερους trend setters στις ελίτ διεθνώς. Και δεν είναι θέμα πολιτικής ορθότητας, ας μην βιαστούν κάποιοι να μας επευφημήσουν, είναι ένα απλό fact.

Αλλά ακόμα κι αν διέθετε το «τέλειο» προφίλ δημογραφικά και ιδεολογικά στη βάση της πολιτικής των ταυτοτήτων, η Ελλάδα δεν είναι χώρα της αγγλοσαξωνικής περιφέρειας, δεν έχει υπάρξει βρετανική ή γαλλική αποικία, ενώ τη γλώσσα της την ομιλούν ελάχιστοι. 

Μην υποτιμούμε το γεγονός ότι η συμπαθέστατη πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας μιλάει Αγγλικά και ό,τι υλικό παράγει το καταναλώνουμε εύκολα σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό.

Δεν έχει να κάνει με το branding της χώρας μας, λοιπόν, όπως υποθέτει στο ενδιαφέρον άρθρο της στην Athens Voice, για το ίδιο θέμα,  η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου. Έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι περιφερειακή χώρα που δεν συνδέεται οργανικά, ως πρώην αποικία, με κάποια μητρόπολη της Δύσης, κυρίως αγγλόφωνη. Και κάποια στιγμή, να το αφήσουμε πίσω και αυτό: δεν φτιάχνεις brand, εικόνα, για να γίνεις αρεστός στους άλλους αλλά για να υπηρετεί η εικόνα σου τις στρατηγικές σου επιδιώξεις.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης που έχει αποφοιτήσει από καλά σχολεία, δηλαδή από σχολεία που σε μαθαίνουν πως λειτουργεί ο «μεγάλος κόσμος», κατά Γκαίτε, φυσικά όλα τα παραπάνω τα γνωρίζει γι αυτό και οι συνεργάτες του, πολύ σωστά, επιδίδονται με επιτυχία, αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα, σε στοχευμένα media relations που έχουν στόχο την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας για την προσέλκυση επενδύσεων.

Να το πούμε χύμα: πολύ σωστά δεν μας ενδιαφέρει «η αγάπη» των ξένων στην εκλεγμένη μας ηγεσία, το πατρικό χάδι στο κεφάλι που προσφέρουν αφειδώς στην πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας, αυτό «το καλό, συναισθηματικό κορίτσι» (μα είναι ωραίο να μιλάνε έτσι για μια πολιτικό;). Εμείς δεν θέλουμε την αγάπη τους. Τα λεφτά τους θέλουμε. Να τα φέρουν στη χώρα μας, να τα επενδύσουν, να δημιουργηθούν πολλές και καλές δουλειές, ώστε να δημιουργήσουμε μια πολυσχιδή και πολυεπίπεδη οικονομία και να αφοσιωθούμε στον υψηλό, ποιοτικό τουρισμό και να περνάμε ωραία. Υπάρχει πιο ευγενικός και φιλοσοφημένος εθνικός στόχος από αυτόν;

Αγάπη, ας έχουμε μεταξύ μας. Από τους ξένους θέλουμε πρωτίστως τα κεφάλαιά τους και τη στήριξή τους στις γεωπολιτικές μας επιδιώξεις στην περιοχή της Μεσογείου και τα Βαλκάνια. Τα υπόλοιπα είναι άχρηστοι συναισθηματισμοί που υποδηλώνουν και μια καθήλωση στην παιδική ηλικία.