Τα συν και τα πλην της συνάντησης Κυρ. Μητσοτάκη - Τ. Ερντογάν

Τα συν και τα πλην της συνάντησης Κυρ. Μητσοτάκη - Τ. Ερντογάν

Η πρώτη συνάντηση των ηγετών της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν μπορεί να οδηγήσει σε άμεσες αλλαγές στο πεδίο των σχέσεων, εν τούτοις ήταν ικανοποιητική, δηλώνει στο liberal.gr o καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο και επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης, Κώστας Υφαντής, προσθέτοντας ότι προκύπτουν ήδη συμπεράσματα. Στα θετικά της συνάντησης η συμφωνία για το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας και η συνεργασία για μείωση των προσφυγικών ροών. Παραμένουν όμως οι πάγιες θέσεις της Άγκυρας σε μια σειρά θεμάτων που δύσκολα αλλάζουν.

Σύμφωνα με τον Κ. Υφαντή, η συνάντηση αυτή δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε μια περίοδο μείωσης της διπλωματικής και ρητορικής έντασης στο Αιγαίο. Και αυτό διότι η Άγκυρα έχει διαπιστώσει, μετά το τέστ που έκανε στα διπλωματικά αντανακλαστικά της Αθήνας ότι η νέα κυβέρνηση δεν απαντά με σπασμωδικό τρόπο στις προκλήσεις.

Άλλωστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης εγκαίρως επαναδιατύπωσε την ελληνική στρατηγική με ηρεμία, σαφήνεια και ευγενική αυστηρότητα διευκρινίζοντας πως «Η Αθήνα παραμένει αμετακίνητη στις θέσεις της» καθώς και ότι, είναι έτοιμη να τις υπερασπιστεί χωρίς περιττές κορώνες και διατηρώντας παράλληλα ορθάνοιχτή την θύρα του διαλόγου και της επικοινωνίας.

Η σοβαρότητα και η ηρεμία είναι χαρακτηριστικά που λαμβάνονται σοβαρά υπ' όψιν από την άλλη πλευρά σημειώνει και δηλώνει πως στα θετικά είναι η συζήτηση για συνεργασία στις μεταναστευτικές ροές η διεύρυνση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων, το ζήτημα της σχολής της Χάλκης.

Στα πλην το γεγονός πως η Αγκυρα εμφανίζεται να εμμένει στις θέσεις της σε ότι αφορά θέματα που αφορούν στο Αιγαίο αλλά και την μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη. Οι ελπίδες για αλλαγή της στάσης ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο είναι ελάχιστες και ο Ερντογάν θα διατηρήσει την ίδια τακτική έναντι της Κύπρου.

Φυσικά, όπως τονίζει ο κ. Υφαντής, δεν ανέμενε κανείς να υπάρξουν τέτοιες ριζικές αλλαγές από την πλευρά της Τουρκίας. Είναι σημαντικό όμως να υπάρχει διάλογος.

Συνέντευξη στον Ανδρέα Ζαμπούκα

Κύριε Υφαντή, τι μπορεί να αποκομίσει κανείς από την συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν στις ΗΠΑ;

Κάθε Σεπτέμβριο στην Νέα Υόρκη χτυπάει για δέκα ημέρες η καρδιά της διεθνούς πολιτικής. Συναντήσεις και συζητήσεις στο ανώτατο επίπεδο είναι πολύ πιο εφικτές από ότι όταν ακολουθείται η γνωστή διπλωματική πρακτική και πρωτόκολλο. Αυτονοήτως, η Αθήνα δεν μπορεί παρά να είχε στο στόχαστρό της δύο τέτοιες συναντήσεις. Μία με τον Αμερικανό Πρόεδρο και μία με τον Τούρκο Πρόεδρο. Αν και κανείς δεν πρέπει να έχει υψηλές προσδοκίες, η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν ήταν αυτονοήτως επιθυμητή και τελικά θετική.

Είναι η πρώτη μεταξύ των δύο ηγετών και ως συνάντηση επ' ευκαιρία των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ έμεινε ελεύθερη από τις διπλωματικές αγκυλώσεις και δυσκολίες των κλασσικών συναντήσεων κορυφής. Επί της ουσίας, μάλλον συζητήθηκαν επιφανειακά τα ζητήματα που υπάρχουν και αν πρέπει να αναζητήσουμε κάποιο αποτέλεσμα άξιο λόγου είναι η απόφαση να αναζωογονηθεί η διαδικασία του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας που είχε θεσμοθετηθεί μετά από πρόταση της Άγκυρας επί Πρωθυπουργίας Νταβούτογλου και η οποία αποτελεί την κλασσική τουρκική διπλωματική μεθοδολογία σε διμερές επίπεδο. Αυτό είναι ένα πλαίσιο που βοήθησε την διεύρυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την συνεργασία σε τομείς της λεγόμενης χαμηλής πολιτικής, όπως το εμπόριο, ο τουρισμός, ο πολιτισμός κλπ. και που υπό προϋποθέσεις μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει.

Ποιες είναι όμως, οι προϋποθέσεις για έναν οδικό χάρτη καλής γειτονίας και εγκατάλειψης της προκλητικής ρητορικής των Τούρκων; 

Οι προϋποθέσεις βεβαίως είναι η Άγκυρα να εγκαταλείψει την επιθετική της πολιτική στην Κύπρο και στο Αιγαίο και να αποφασίσει να κρατήσει την ένταση σε επίπεδα που δεν θα επιμολύνουν τις προσπάθειες συνεργασίας σε αυτούς τους τομείς χαμηλής πολιτικής που όμως είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας και επίτευξης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Μπορούμε να περιμένουμε μία τέτοια αλλαγή από την Άγκυρα; Θα έλεγα πως οι ελπίδες είναι ελάχιστες. Η Τουρκία αποφάσισε να κλιμακώσει τις διεκδικήσεις της και να αποτυπώσει εμπράκτως την αμφισβήτηση της κυριαρχίας και των δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας γιατί διαβάζει το στρατηγικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου και αποτιμά τον ρόλο της και τα «δικαιώματά» της με όρους μεγάλης δύναμης του 19ου αιώνα. Ακόμη και η ορολογία (η Γαλάζια Πατρίδα) είναι χαρακτηριστική. Συνεπώς, δεν θεωρώ ότι έχουν διαφοροποιηθεί οι συνθήκες και ο τρόπος που η Άγκυρα βλέπει τα πράγματα. Στην Κύπρο η τουρκική συμπεριφορά θα παραμείνει μάλλον ίδια.

Στο βαθμό που καταστεί δυνατόν να ξεκινήσει μία νέα προσπάθεια διαπραγμάτευσης, θα πέσουν οι τόνοι αλλά οι διεκδικήσεις θα παραμείνουν μαξιμαλιστικές τουλάχιστον μέχρι την επίτευξη ενός συμβιβασμού που θα ικανοποιεί τις βασικές τουρκικές αιτιάσεις και θέσεις. Στο Αιγαίο, όμως, ίσως δούμε μία περίοδο μείωσης της διπλωματικής και ρητορικής έντασης. Η Άγκυρα, το προηγούμενο διάστημα, δοκίμασε τα διπλωματικά αντανακλαστικά της Αθήνας. Η νέα κυβέρνηση κατάφερε να μην αντιδρά με σπασμωδικό τρόπο στις προκλήσεις.

Ο Πρωθυπουργός εγκαίρως επαναδιατύπωσε την ελληνική στρατηγική με ηρεμία, σαφήνεια και ευγενική αυστηρότητα: Η Αθήνα παραμένει αμετακίνητη στις θέσεις της, είναι έτοιμη να τις υπερασπιστεί χωρίς περιττές κορώνες και παράλληλα διατηρεί ορθάνοιχτή την θύρα του διαλόγου και της επικοινωνίας. Το Υπουργείο Άμυνας εγκατέλειψε την υπερκινητικότητα και σταμάτησε να εμπλέκεται στην διπλωματική αντιπαράθεση όπως έκανε τα προηγούμενα χρόνια και πλέον η Άγκυρα επωμίζεται όλο το βάρος της όξυνσης. Κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσεις ότι όλα αυτά δεν σημαίνουν και πολλά ως προς την αναθεωρητική διάθεση της Τουρκίας. Βεβαίως και η σχετική αλλαγή της ελληνικής προσέγγισης δεν θα επηρεάσει την ουσία της τουρκικής στρατηγικής. Όμως, η σοβαρότητα και η ηρεμία είναι χαρακτηριστικά που λαμβάνονται σοβαρά υπ' όψιν από την άλλη πλευρά.

Μολονότι φαίνεται ότι υπήρξε μια προβολή καλής θέλησης από τον Τούρκο Πρόεδρο, ποια θα είναι από δω και πέρα η διαχείριση του προσφυγικού από τους γείτονες;

Το προσφυγικό είναι το μείζον ζήτημα στη σημερινή συγκυρία μεταξύ των δύο πλευρών. Η Τουρκία με την τακτική της κατάφερε να του δώσει τον χαρακτήρα του επείγοντος και να το καταστήσει και πάλι στρατηγικό θέμα μεταξύ Άγκυρας, Βρυξελλών και Αθήνας. Για την Τουρκία το προσφυγικό χρησιμοποιείται, σε αυτήν τουλάχιστον την φάση, όχι τόσο για να δημιουργηθεί πρόβλημα στην Ελλάδα αλλά κυρίως για να εκβιαστεί η Ευρώπη με στόχο αφ' ενός να αυξηθεί η σχετική κοινοτική χρηματοδότηση και αφ' ετέρου να στηριχθεί η Άγκυρα στον μείζονα στόχο της για την δημιουργία ζώνης ασφαλείας στην Συρία όπου ο σχεδιασμός είναι να εγκατασταθεί ένα μεγάλο μέρος των σουνιτών Σύριων που τώρα φιλοξενεί η Τουρκία.

Η αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης στις κουρδικές περιοχές της Συρίας είναι για την Άγκυρα στόχος ζωτικής σημασίας. Η απειλή στρατιωτικής επιχείρησης δεν έχει προς το παρόν «φοβίσει» Μόσχα, Ουάσιγκτον και Δαμασκό. Η για μία ακόμη φορά εργαλειοποίηση των προσφυγικών πληθυσμών είναι δυστυχώς αποδεκτή τακτική για την Τουρκία. Μένει να δούμε αν η σημερινή δέσμευση του Τούρκου Προέδρου για έλεγχο των ροών θα μείνει στα χαρτιά ή όχι.