Του Γιάννη Κωνσταντινίδη*
Η επικρατούσα ερμηνεία της απρόσμενης επιτυχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού στη Νέα Δημοκρατία έχει στηριχθεί κατά βάση στο επιχείρημα της ριζικής μεταβολής της σύνθεσης του εκλογικού σώματος των μελών του κόμματος ως αποτέλεσμα της αθρόας προσέλευσης μετριοπαθών ψηφοφόρων του Κέντρου, οι οποίοι είδαν στην υποψηφιότητα Μητσοτάκη την ευκαιρία ανανέωσης της ταυτότητας και των θέσεων του κόμματος, ιδιαιτέρως σε ζητήματα του κοινωνικού άξονα.
Ο συλλογισμός αυτός ενέχει βέβαια ένα λογικό άλμα, καθώς η αναγωγή των χαρακτηριστικών ενός αρχηγού σε ιδιότητες του κόμματος του οποίου ηγείται είναι αφενός παραπλανητική, αφετέρου είναι σπανιότατα επαληθευμένη, ειδικά στις περιπτώσεις κομμάτων με βαριές δομές οργάνωσης και προσωποποιημένες εσωκομματικές φράξιες.
Ωστόσο, ως προσδοκία, μια τέτοια σκέψη, είναι ασφαλώς θεμιτή και σε κάθε περίπτωση δικαιούται να ελεγχθεί προτού απορριφθεί ως ουτοπική. Ανταποκρίνεται αλήθεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην προσμονή εκείνων των τοποθετούμενων σε κεντρώες θέσεις ψηφοφόρων που επιθυμούν μια νέα εκκίνηση της ΝΔ που θα τη σηματοδοτούσε, ιδεολογικά, η στροφή στον πολιτικό φιλελευθερισμό και, σε επίπεδο καθημερινής τακτικής, η ρήξη με τις πρακτικές του παλαιοκομματισμού;
Δύο πρόσφατα και απλά περιστατικά έρχονται να ψαλιδίσουν τις προσδοκίες αυτών των ψηφοφόρων. Πριν από δύο εβδομάδες, εξερχόμενος από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπογράμμισε την αντίθεσή του σε ένα από τα κλασικά αιτήματα των αυτό-χαρακτηριζόμενων ως κοινωνικά προοδευτικών ψηφοφόρων του Κέντρου, τον διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος και προχώρησε παραπέρα τονίζοντας ότι «κάτι τέτοιο θα υποβάθμιζε τον ιστορικό ρόλο της Εκκλησίας και θα συνιστούσε εθνικό σφάλμα και πολιτικό ολίσθημα». Το περιεχόμενο μιας τέτοιας δήλωσης φανερώνει το συγκριτικά μεγαλύτερο ενδιαφέρον του κ. Μητσοτάκη για την «κάλυψη» του δεξιού άκρου του έναντι επίδοξων διεκδικητών τμήματος του παραδοσιακού εκλογικού ακροατηρίου του σε σχέση με την ανταπόκριση στις προσδοκίες των ψηφοφόρων του «προοδευτικού κέντρου», οι οποίοι και φέρονται –σύμφωνα με την κρατούσα ερμηνεία– να τον εξέλεξαν στην ηγεσία.
Πριν από μία εβδομάδα, η δημοσιοποίηση, μέσω συνέντευξης της νυν ανεξάρτητης και πρώην βουλευτή του Ποταμιού κ. Κατερίνας Μάρκου, της πρόθεσης της ΝΔ να εντάξει την βουλευτή στο κόμμα δημιούργησε ερωτηματικά για τον βαθμό στον οποίο η νέα ηγεσία έχει τη βούληση να απεμπλακεί από μικρό-κομματικές τακτικές επικράτησης στο επίπεδο των εντυπώσεων. Η προσθήκη ενός βουλευτή με ακανθώδες πολιτικό παρελθόν στο όνομα μιας απροσδιορίστου κατεύθυνσης διεύρυνσης προς τον κεντρώο χώρο δεν επαρκεί για την επιβεβαίωση της προσδοκίας ρήξης με τον παλαιοκομματισμό, την οποία εξέφραζε καθαρά η εγγραφή νέων μελών κατά την ημέρα εκλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ.
Επιπλέον, η σπουδή με την οποία δρομολογήθηκε η συμφωνία για την ένταξη της κ. Μάρκου (πολύμηνες συζητήσεις για ένταξή της στα ψηφοδέλτια συγκεκριμένων εκλογικών περιφερειών, εγκωμιαστικά σχόλια για τον αρχηγό του κόμματος στον τύπο) έφεραν στη μνήμη τα πιο πρωτόγονα παιχνίδια πολιτικής επικοινωνίας που εμφανώς απωθούν τους πιο απαιτητικούς ψηφοφόρους, η πλειονότητα των οποίων τοποθετείται σε επαμφοτερίζουσες θέσεις περί του κέντρου του άξονα.
Τα δύο περιστατικά μοιάζουν με «στραβά πατήματα» ενός αθλητή του άλματος σε ύψος, κατά τη φάση της προετοιμασίας του για το άλμα. Το κακό πάτημα για τον άλτη τον οδηγεί συχνά να περνά κάτω από τον πήχη. Η υιοθέτηση μιας φιλελεύθερης ατζέντας σε ζητήματα του κοινωνικό-πολιτισμικού άξονα και η εκπεφρασμένη πρόθεση σύγκρουσης με τις σκουριασμένες νοοτροπίες του παρελθόντος ισοδυναμούν με την τοποθέτηση του πήχη σε μεγάλο ύψος. Τέτοιες επιλογές ενέχουν συχνά σημαντικό ρίσκο για τους άλτες. Πολλοί ίσως θα ισχυρίζονταν ότι ο άλτης του ύψους τοποθετεί συχνά ψηλά τον πήχη, όταν οι αντίπαλοί του έχουν ήδη αποκλειστεί, και κατ' αντιστοιχία και η ΝΔ μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο με τη σιγουριά της υπεροχής της.
Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ένα διόλου αμελητέο ποσοστό των δυνητικών ψηφοφόρων της ΝΔ (περίπου το 10%-15% ή αλλιώς το 3%-4% του εκλογικού σώματος) εκδηλώνουν παράλληλα υψηλή πιθανότητα ψήφου και για το Ποτάμι. Η διστακτικότητα του κατά τα λοιπά μετριοπαθούς Κυριάκου Μητσοτάκη να πάρει σαφείς αποστάσεις από το συντηρητικό και παλαιοκομματικό παρελθόν του κόμματος είναι πολύ πιθανό να ενεργοποιήσει τη λανθάνουσα συμπάθεια για το Ποτάμι –το οποίο μάλιστα είχε αποτελέσει την επιλογή πολλών εξ αυτών των ψηφοφόρων κατά το 2015– ειδικά στην περίπτωση που το τελευταίο καταγραφεί δημοσκοπικά ως οιονεί κοινοβουλευτικό κόμμα στην επόμενη Βουλή. H τελική επιλογή των εκλογέων που τοποθετούνται στην τομή της δυνητικής ψήφου για τη ΝΔ και το Ποτάμι δε θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη για τη ΝΔ.
*Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας και Διευθυντής του Ινστιτούτου «Π2 – Πρόοδος στην Πράξη»