Η πανδημία που μας ξεγυμνώνει
Covid-19

Η πανδημία που μας ξεγυμνώνει

Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, πάνω από 9300 συμπολίτες μας είχαν χάσει την ζωή τους. Είναι ένας συγκλονιστικός αριθμός που δείχνει το μέγεθος και την επικινδυνότητα της πανδημίας. Οφείλουμε σε αυτούς, να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, ενδεχομένως και σκληροί στις αξιολογήσεις μας. Να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για τα λάθη, τις αδυναμίες αλλά και τα θετικά βήματα που έγιναν αυτόν τον περίπου ένα χρόνο που ζούμε στην πανδημία.

Είναι σαφές πως η πανδημία έχει λειτουργήσει αποκαλυπτικά ως προς την οργάνωση και λειτουργία του κράτους. Στην πρώτη φάση της, η αντίδραση της κυβέρνησης, αλλά και των πολιτών, ήταν σχεδόν άψογη.

Μπορεί να βρει κάποιος πολύ λίγα σημεία κριτικής και σίγουρα θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη. Μέσα στους παράγοντες της επιτυχίας ήταν η άμεση κυβερνητική αντίδραση (αυτό που στον δημόσιο διάλογο επικράτησε ως «ήμασταν μπροστά από την πανδημία»), το στοχευμένο και συνεκτικό μήνυμα, το πρόσωπο που το μετέφερε (εν προκειμένω ο κ. Τσιόδρας), η συμπαράταξη πίσω από αυτό βασικών πολιτικών και κοινωνικών παικτών (από τον Σύριζα ως την εκκλησία).

Από τον Οκτώβριο και μετά όμως, φαίνεται ότι η διαχείριση δεν ήταν το ίδιο επιτυχημένη. Οι αριθμοί το επιβεβαιώνουν αυτό ,αλλά, ακόμα και η ίδια η κυβέρνηση το έχει σε περιπτώσεις αποδεχθεί. Η επιτυχημένη διαχείριση του πρώτου κύματος, απεικονίζεται με σαφήνεια στους αριθμούς. Οι ανά εκατομμύριο θάνατοι στην Ελλάδα ήταν πολύ χαμηλότεροι από το μέσο όρο της Ευρώπης, αυτό δεν συνέβη με την ίδια σταθερότητα από τον Νοέμβριο και μετά, όπου υπήρξαν διαστήματα που είχαμε περισσότερους θανάτους από την ΕΕ κατά μέσο όρο (Εικόνα 1).

Εικόνα 1
Εικόνα 1

Αυτό βέβαια δεν μετέβαλλε ολοκληρωτικά την συνολική εικόνα της αντιμετώπισης της πανδημίας, σίγουρα όμως μας έφερε πιο «κοντά» στο ευρωπαϊκό μέσο όρο σε σχέση με τους πρώτους μήνες (Εικόνα 2).

Εικόνα 2
Εικόνα 2

Τι όμως άλλαξε; Γιατί από την απόλυτη επιτυχία φθάσαμε στην σημερινή - προβληματική - κατάσταση;

Το πρώτο που άλλαξε είναι η συνθετότητα της ίδιας της κατάστασης. Στην πρώτη φάση της πανδημίας οι αποφάσεις ήταν όχι μόνο οριζόντιες αλλά και σχεδόν καθολικού χαρακτήρα. Οι αποφάσεις αυτές είναι από την μια πλευρά πιο αποτελεσματικές και εύκολες στην επιβολή αλλά και μεγαλύτερου κόστους από την άλλη.

Ταυτόχρονα δεν μπορούν να είναι πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος, για προφανείς, οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους. Στις επόμενες φάσεις της πανδημίας η συνθετότητα των μέτρων αυξήθηκε, αυτό ακριβώς αποκάλυψε μια σειρά αδυναμιών.

Η πρώτη φαίνεται να είναι η έλλειψη δεδομένων, έλλειψη που φαίνεται να υπάρχει τόσο για τους συμμετέχοντες στην επιτροπή ή τους συναδέλφους τους, όσο και για τους πολίτες. Εκτός όμως από την έλλειψη δεδομένων στις εισηγήσεις της επιτροπής φαίνεται να απουσιάζει η διεπιστημονικότητα. Για να το θέσουμε διαφορετικά φαίνεται ότι η σύνθεση της επιτροπής δεν της επιτρέπει να λάβει υπόψη τις διαφορετικές οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες που συμβάλλουν στην εξάπλωση του ιού.

Πιο απλά, οι πραγματικότητες ειδικών πληθυσμιακών ομάδων, οικονομικών δραστηριοτήτων αλλά ακόμα και ανθρώπων που μένουν μόνοι δεν λαμβάνονται υπόψη, όχι γιατί η επιτροπή δεν επιθυμεί να τις λάβει, αλλά, γιατί δεν έχει τα γνωστικά εργαλεία για να το κάνει. Αυτό από την μια οδηγεί στην εξάπλωση της πανδημίας ή στην αδυναμία ανάσχεσής της και από την άλλη στην κοινωνική απονομιμοποίηση των μέτρων που λαμβάνονται.

Η δεύτερη προφανής αδυναμία είναι η διάρθρωση του κράτους. Έτσι, ενώ στην πρώτη φάση η ύπαρξη συγκεντρωτικού κράτους λειτουργούσε θετικά ως προς την αποτελεσματικότητα των μέτρων, εξαιτίας της ίδιας της φύσης των μέτρων, στην δεύτερη φάση, σε αυτήν που απαιτούσε συνθετότητα και τοπική εξειδίκευση το συγκεντρωτικό κράτος ήταν τροχοπέδη.

Το πιο απλό παράδειγμα θα ήταν η απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 18.00 που ίσχυε ανεξαιρέτως για όλους (ακόμα και για μικρούς οικισμούς), μέτρο εμφανώς αντιπαραγωγικό όταν ισχύει γενικά και μη στοχευμένα. Δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη από την κεντρική διοίκηση και μια σειρά τοπικών ιδιαιτεροτήτων, η οποίες μπορεί να ήταν γνωστές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση (ιδίως στην πρωτοβάθμια).

Όταν όμως η κεντρική διοίκηση δεν εμπιστεύεται ουσιαστικά την τοπική αυτοδιοίκηση (καθώς πέραν των μικροσυγκρούσεων εξουσίας υπάρχει η νομιμοποιητική βάση της κυρίαρχης κοινωνικής αντίληψης περί «μεγαλύτερης διαφθοράς στους δήμους απ’ ό,τι στο κεντρικό κράτος») αλλά και η αυτοδιοίκηση δεν έχει πολλές φορές τα εργαλεία (και την διάθεση) να ανταποκριθεί σε αυξημένες ανάγκες, η συγκέντρωση της εξουσίας στην κεντρική διοίκηση φαντάζει ορθή επιλογή.

Η τρίτη προφανής αδυναμία ήταν τα πολλαπλά μηνύματα της δεύτερης περιόδου. Οι πολλές φωνές από την ίδια την επιτροπή, η απόσυρση εμβληματικών μορφών της πρώτης περιόδου από το προσκήνιο, αλλά και οι διαφοροποιήσεις, οι διαψεύσεις προβλέψεων κυβερνητικών στελεχών, θόλωσαν το κεντρικό μήνυμα.

Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε δηλώσεις που κινούνται στο όριο του γελοίου όπως «η τεχνολογία τα έχει λύσει τα προβλήματα αυτά, μπορούμε να χρησιμοποιούμε το Skype και άλλα μέσα επικοινωνίας» για το πως θα επικοινωνούν ζευγάρια που δεν συγκατοικούν, καταλαβαίνουμε πως έγινε πολύ δυσκολότερη η διαχείριση μιας ήδη πολύ δύσκολης κατάστασης.

Τέλος, η συμπαράταξη κεντρικών πολιτικών και κοινωνικών «παικτών» της προηγούμενης περιόδου γρήγορα σταμάτησε. Από τα Θεοφάνια στις διαδηλώσεις, το μήνυμα της τήρησης των μέτρων και της φυσικής απόστασης ξεθώριασε. Η Εκκλησία, η αντιπολίτευση (αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις και η κυβέρνηση) ουσιαστικά διέρρηξαν το προηγουμένως συμπαγές μέτωπο.

Αν όμως αυτά είναι διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από τα λάθη, υπάρχει και ένα σπουδαίο θετικό παράδειγμα, η οργάνωση του εμβολιασμού.

Μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο που το κράτος και οι πολίτες αλληλεπιδρούν. Υπάρχει οργάνωση, ταχύτητα στην εξυπηρέτηση (προφανώς με βάση των διαθέσιμο αριθμό εμβολίων), ευκολία στο να κλείσει κάποιος ραντεβού για εμβόλιο. Στην πραγματικότητα, ήταν μια διαδικασία που δημιουργήθηκε από την αρχή, πάτησε (με θετικό τρόπο) πάνω σε προϋπάρχοντα πληροφοριακά συστήματα και έδειξε τον δρόμο για την ριζική αναμόρφωση τόσο της εμπειρίας συναλλαγής με το δημόσιο όσο και των διαδικασιών «πίσω από το ψηφιακό γκισέ».

Δεν υπάρχουν όμως διδάγματα μόνο για την χώρα μας. Έχει αναπτυχθεί ένας ζωηρός διάλογος για το αν ο SARS-CoV-2 αποτελεί ένα «black swan event» ή είναι κάτι που θα μπορούσε να προβλεφθεί (σε κάποια μορφή) ως γεγονός και - ακόμα - χειρότερα να επαναληφθεί με κάποιο τρόπο στο μέλλον ,αντανακλώντας εν μέρει, την εξέλιξη της σχέσης μας με την φύση.

Είναι σαφές πως παρότι ποτέ δεν θα είμαστε πλήρως έτοιμοι για οποιοδήποτε ενδεχόμενο θα πρέπει να προετοιμαστούμε καλύτερα στο μέλλον εργαζόμενοι προς δύο κατευθύνσεις. Την καλύτερη διαχείριση μιας επόμενης τέτοιας κρίσης (όποτε και αν συμβεί) αλλά και με πιο ενεργείς πολιτικές για την ελάττωση της πιθανότητας να συμβεί.

* Ο Παναγιώτης Μανωλάκος είναι Κοινωνιολόγος και ιδρυτικό μέλος του think tank The Catalyst.